Άρθουρ Σοπενχάουερ: Περί Έρωτος και Λογοτεχνίας

Αν ο Άρθουρ Σοπενχάουερ εκδηλώνει αλλεργία στα ρόδα του έρωτα, όσον αφορά στα γυμνάσματα ψυχής και νου διά της Λογοτεχνίας, είναι αφοριστικός: προσέξτε ποιούς και τι διαβάζετε. Διαβάζετε πολύ αλλά, προς Θεού, όχι πολλά βιβλία.

Όταν η θάλασσα μουσκεύει του ήλιου το σαλβάρι, είναι που η άρμη τον καλεί γυμνό κοντά της. Όταν μυριάδες μαβιές φλέβες σπάζουν κάτω από τ’ ουρανού το δέρμα, είναι που τα νέφη θυμίζουν μώλωπες χαρίζοντάς του μια βάρβαρη και τόσο ασύμφορη ομορφιά. Όταν όμως του κόσμου τα αζευγάρωτα πουλιά βιάζονται να κουρνιάσουν, είναι γιατί δεν υποφέρουν το μουσικό χαλί των ερωτικών περιπτύξεων του ανθρώπου. Η τρίλια γίνεται κρωγμός, οι θεοί ραδιουργοί σε βάρος των θνητών, και οι δεύτεροι τις περισσότερες φορές κατά παραγγελία δυστυχισμένοι. Η φύση μάς τιμωρεί που δεν αντέχουμε στη μοναξιά. Που δεν θα μάθουμε κολύμπι στα νερά της αυτάρκειας και της αυτοσυγκράτησης. Ο έρωτας, το κεκορεσμένο θέμα των ποιητών, λένε ότι είναι σε θέση να κατευνάσει τον λιμό του κορμιού και της ψυχής. Ποιοί το λένε; Εκείνοι που δεν ξέρουν πως το να αγαπάς είναι επίφοβο και το να αγαπιέσαι δεσμευτικό. Εκείνοι που αγνοούν πως η ευχαρίστηση της αγάπης για λίγο διαρκεί, μα ο πόνος της πιστοποιεί τα χρόνια αρθριτικά κάθε προδομένης καρδιάς. Εκείνοι που ως συναισθηματικώς αλλήθωρα πλάσματα, όσο απωθούν τον Άρθουρ Σοπενχάουερ, άλλο τόσο τον σκλαβώνουν τροφοδοτώντας την αιώνια απορία: αγάπησε όποιος τρελάθηκε ή μήπως τρελάθηκε όποιος αγάπησε; Εκείνοι που προτιμούν – και σοφά πράττουν – να αγαπιούνται πνιγμένοι στης κολάσεως τον πυρακτωμένο βρυχηθμό, παρά να υποπτεύονται αλλήλους στο αίθριο ενός ανιαρού παραδείσου.

Ο Γερμανός φιλόσοφος που επηρέασε όσο κανείς τους Νίτσε, Βιτγκενστάιν, Φρόυντ, Μπόρχες, Βάγκνερ, Άινσταιν κι άλλους, υπήρξε κατά κοινή ομολογία ένας τάλας του έρωτα. Κάποιος που περιστασιακά κατάπινε δολώματα ηδονής μαζί με το αγκίστρι. Αυτός που έπεφτε στην αγκαλιά των γυναικών, και έπειτα στα χέρια τους. Ο ίδιος που ανακάλυψε την απάτη στο «σ’αγαπώ», και αυτός που στο δοκίμιό του, «Μεταφυσική του έρωτα», διατείνεται ότι ο έρωτας σπεύδει εξ’ ιδιοσυγκρασίας να ικανοποιήσει δύο ζωώδη πάθη, την αρπαγή και την αναπαραγωγή. Φταίει εντέλει ο άνθρωπος που έγινε μισάνθρωπος ο Σοπενχάουερ. Και η εμμονή των άλλων να πουλιούνται σε τιμή ευκαιρίας στα συναισθήματά τους. Και η λογική που όταν ανοίγει το στόμα της σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις είναι συνήθως για να χασμουρηθεί. Για τον θερμό υποστηρικτή των Καντ και Πλάτωνος, ο έρωτας δεν έχει να κάνει με καρδιές που απαντούν η μία την άλλη στα στενοσόκακα της Γης, ούτε απαραίτητα με τον εκμαυλισμό της ψυχής στη θέα ενός πλάσματος που θα μπορούσε να ενσαρκώνει ες αεί τον μαίανδρο της σαρκικής έλξης και την πεμπτουσία της αισθητικής σπανιότητος. Για κάποιον που δεν αγαπήθηκε όσο θα ήθελε από τη μητέρα του και από μια ελαττωματική παρτίδα γυναικών που πέρασαν ως οδοστρωτήρες από τη ζωή του, ο έρωτας είναι ένας επικηρυγμένος βιαστής. Ένας εμφύλιος, όπου κανείς έχει μια γυναίκα πρώτα μες στην αγκαλιά του, μετά κρεμασμένη στο μπράτσο του και τέλος σαν ανυποχώρητο άχθος στους ώμους του. Όχι, ο έρωτας για τον Σοπενχάουερ δεν είναι αυτό που νομίζουμε. Δεν είναι κορνίζα για ευτυχισμένα ζευγάρια. Είναι τσιχλόφουσκα που σκάει στα πρόσωπά τους προκαλώντας του αποστροφή. Ο έρωτας για ‘κείνον, είναι το ανήθικο κόλπο που κάποιοι δήθεν γνωστικοί μάς παίζουν για τη διαιώνιση του είδους, κι η αγάπη ταχυδακτυλουργός από το καπέλο του οποίου δεν προκύπτουν θαύματα οφθαλματάτης, μα κανούργιοι άνθρωποι που σαν έρθει η σειρά τους θα πέσουν από του έρωτα το αεροσκάφος, και το αλεξίπτωτο για κακή τους τύχη, θα παραμείνει κλειστό. Όποιες κι αν είναι οι προθέσεις τούτου του φτερωτού τρίβολου, τού φέρνουν ναυτία, και αυτό γιατί δεν έτυχε να αντιληφθεί κάτι πολύ απλό. Ότι ο έρωτας δεν είναι πάντα επιπόλαιος. Όταν δεν πρόκειται για θλιβερό απείκασμα, αλλά για παρρησιαστική εκδήλωση συναισθήματος, σού δίνει μια σπάνια ευκαιρία να ωριμάσεις. Να γίνεις εσύ ολάκερος ο κόσμος για χατίρι κάποιου άλλου. Ο έρωτας δεν είναι πυρετός, πλήξη, πνιγμονή. Αρκεί να ακουμπήσει τα χείλη του στα δικά σου. Τότε θα καταλάβεις πόσο σπουδαίος είναι.

Πάντως η αλήθεια είναι ότι οφείλουμε να είμαστε επιφυλακτικοί. Ειδικά απέναντι σε ό,τι γράφτηκε από έναν άνδρα για τις γυναίκες, γιατί ο συγκεκριμένος άνδρας είναι κριτής και ενδιαφερόμενος ταυτόχρονα. Θύτης, θήραμα και θυσία για τα θηλυκά που όχι μόνο επιβάλλουν ό,τι σκεφτούν χωρίς εξουσία, αλλά και πείθουν χωρίς καν επιχειρήματα. Που απιστούν στην ίδια συχνότητα με τους άνδρες, που όσο ειναι για όλα ικανές μέσα στο σπίτι, άλλο τόσο πανούργες είναι και εκτός. Στο μίσος και στον πόθο η γυναίκα γίνεται τύραννος, κι ίσως για αυτόν το λόγο υπάρχει μία τους στην αρχή, τη μέση και το τέλος όλων των πραγμάτων. Στο έργο «Δοκίμιο για τις γυναίκες», ο Σοπενxάουερ καταλογίζει στο ωραίο φύλο όλες του κόσμου τις συμφορές. Τις τοποθετεί στον στρεβλό μεγενθυτικό φακό του και τις δείχνει με το δάχτυλο σαν όντα με μακριά μαλλιά και κοντές ιδέες. Ποτέ δεν εξαπατάς ολοκληρωτικά μια γυναίκα, το ξέρει. Το έζησε ουκ ολίγες φορές. Τα δάκρυά τους είναι ένα αντικανονικό χτύπημα κάτω από την ανδρική μέση, ένα ευτελές εμπόρευμα, του οποίου η συνετή διαχείριση επιστρέφει μεγάλα κέρδη, κι ο εγκεκριμένος τρόπος για να χαρακτηρίζεσαι πραγματικά μισογύνης είναι να είσαι γυναίκα, καθώς έχουν – το δίχως άλλο – γεννηθεί για να εχθρεύονται θανάσιμα η μία την άλλη. Είναι στ’ αλήθεια παράξενες, ενδεχομένως παρανοϊκές. Τολμήστε μονάχα να τις κατηγορήσετε στο σύνολό τους και δε θα ξεφύγετε από τα νύχια τους, τολμήστε επίσης να τις κατηγορήσετε μεμονωμένα κι όλες ανεξαιρέτως θα συμφωνήσουν. Για τον Σοπενxάουερ αν ο έρωτας είναι τυφλός, ο γάμος αποτελεί εξειδικευμένο οφθαλμίατρο. Οι γυναίκες στην αρχή ψάχνουν για έναν εύπλαστο σύζυγο, για το τέλειο ζυμάρι, κι όταν τον βρουν γυρεύουν το δρόμο για το διάστημα. Έλκονται από το μυστήριο, την αυτοπεποίθηση, την αλαζονεία, τη μερική αδιαφορία, και από τότε που ο Θεός επινόησε το συνάφι τους, ο Διάβολος βγήκε ανεπιστρεπτί στην ημιαπασχόληση. Για τους υπόλοιπους ανθρώπους, μολαταύτα, οι γυναίκες είναι οι τρυφερές εκείνες υπάρξεις που πάντα θα θυμούνται το πρώτο τους φιλί ενώ οι άνδρες θα έχουν κιόλας λησμονήσει το τελευταίο και η διαφορά μεταξύ των φύλων θα έγκειται στο ότι οι πρώτες ερωτεύονται για πολύ καιρό ενώ οι δεύτεροι πολύ συχνά. Κι αν για τον Σαίξπηρ, το μικρό όνομα της πονηρίας είναι γυναίκα, η λογική επιμένει πως ελάχιστη σημασιά έχει αν είναι αρσενική ή θηλυκή η αλεπού που βάζεις στο κοτέτσι σου από τη στιγμή που ξεχνάς πως κάποια μέρα θα πεινάσει.

Κι αν όλα συγχωρούνται στους ανάπηρους ερωτικού πολέμου, κι αν οι καρδιές τους αξίζουν τα περισσότερα παράσημα, δεν ισχύει το ίδιο και για τις αναγνωστικές. Αν ο Άρθουρ Σοπενxάουερ εκδηλώνει αλλεργία στα ρόδα του έρωτα, όσον αφορά στα γυμνάσματα ψυχής και νου διά της Λογοτεχνίας, είναι αφοριστικός: προσέξτε ποιούς και τι διαβάζετε.  Διαβάζετε πολύ αλλά, προς Θεού, όχι πολλά βιβλία. Στο δοκίμιό του «Περί Ανάγνωσης και Βιβλίων – Η τέχνη της αποχής από την ανάγνωση», προειδοποιεί για τα χειρότερα. Για αυτά που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά όταν ανοίγει κανείς ένα οποιοδήποτε βιβλίο. Ξεκαθαρίζει πως χανόμαστε στις σελίδες τους για να γίνουμε μαθητές, και όχι οπαδοί κι ότι σκοπός της καθαρόαιμης Λογοτεχνίας είναι να νοθεύσει με αίμα το ταπεινό μελάνι. Πολλά όμως από τα βιβλία που γράφονται, γεννιούνται, κι ωριμάζουν, παρακμάζουν μες στον εγωκεντρισμό του συγγραφέα που αγνοεί το ότι για να ξέρεις να γράφεις πρέπει να έχεις διαβάσει και για να ξέρεις να διαβάζεις πρέπει να έχεις ζήσει. Συνεπώς τα περισσότερα από τα έργα που δημιουργούνται με τόση ευκολία, δεν θυμίζουν τα κλασικά αναγνώσματα, ευλογώντας μάλιστα τον γάμο της ευτελούς καιροσκοπικής σκέψης του συγγραφέα με την ισοπεδωμένη του δέκτη. Ο Σοπενxάουερ προχωρά σε άτυπο Λογοτεχνικό ξεκαθάρισμα. Ξέρει ότι η καλή συγγραφική δουλειά προκύπτει από αυτούς που δεν στηρίζονται σε αυτήν για να βγάλουν τα προς το ζην, ότι στη μεγάλη Λογοτεχνία τα βαθύτερα νοήματα έρχονται σε συνουσία, και συμφωνεί με τον αρκετά μεταγενέστερό του Jim Rohn στο ότι το μυθιστόρημα είναι φιλοσοφία δοσμένη με εικόνες. Ο αιρετικός Γερμανός δεν ξεγελιέται και μας ζητά να μην ξεγελαστούμε. Εκτός από τα μεγάλα έργα, τα οποία θυμίζουν παιδιά που έχουν συλληφθεί μέσα από τον αληθινό έρωτα, με αποτέλεσμα να είναι τα πιο όμορφα, εύρωστα και τυχερά στου χρόνου τα γρανάζια, τα βρίσκει επίσης με τον σύγχρονο κλασικό, Arthur Koestler, τονίζοντας πως δεν είναι απαραίτητο να διαβάζουμε ένα έξυπνο βιβλίο και ο συγγραφέας του να είναι εξίσου ενδιαφέρων. Μια συνάντηση μαζί του μπορεί ενίοτε να μας πείσει για το αντίθετο, μα αν αυτό το πληκτικό άτομο έχει γράψει ένα άρτιο λογοτεχνικό ανάγνωσμα, είναι ένας αδιαφισβήτητος μεσίτης του πνεύματος. Μπορεί να μας βρει σπίτι παντού πάνω στον πλανήτη, και να ξεκλειδώσει τον συγγραφικό συνδυασμό: 99% ταλέντο, 99% πειθαρχία, 99% δουλειά και μόλις 1% συναρπαστικού χαρακτήρα. Μόνο έτσι μπορούν να υπάρξουν απυρόβλητοι συγγραφείς και άσβηστοι φάροι της ανθρωπότητος, κατά τον ερεβώδη, αλλά τόσο καθηλωτικό, Άρθουρ Σοπενxάουερ. Η αλήθεια να λέγεται.


Η ανάγνωση αφορά στα έργα:

«Μεταφυσική του έρωτα» – Εκδόσεις Ροές – Μετάφραση: Η. Π Νικολούδης

«Δοκίμιο για τις γυναίκες» – Εκδόσεις Ροές – Μετάφραση: Α. Βέλιος

«Περί Ανάγνωσης και Βιβλίων – η Τέχνη της αποχής από την ανάγνωση» – Εκδόσεις Άγρα – Μετάφραση: Γ. Καλιφατίδης

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ