Την έκθεση επιμελείται η Γωγώ Κολυβήρα, ενώ κείμενο για την έκθεση έχει γράψει η Ιστορικός Τέχνης Όλγα Λατουσάκη στο οποίο σημειώνει:
«Η ζωγραφική του Κώστα Σπηλιωτόπουλου βασίζεται στην πρωταρχική ανάγκη του καλλιτέχνη να μοιραστεί τα συναισθήματά του, τα πάθη και την αγάπη του με τον θεατή, να τον μυήσει σε έναν κόσμο τόσο απόμακρο, όσο και καθημερινό, τόσο αφηρημένο, όσο και απόλυτα υπαρκτό. Για τον Σπηλιωτόπουλο, ο ρεαλισμός δεν είναι προτεραιότητα, γιατί οι χαρακτήρες και οι μορφές του ζουν στο όνειρο, σε ένα μέρος του ανθρώπινου εγκεφάλου που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα και όπου όλα είναι δεκτά και εφικτά.
Η αποτύπωση των συναισθημάτων και του θυμικού του καλλιτέχνη στον καμβά επιτυγχάνεται με μια χαρακτηριστική και μοναδική για την ελληνική ζωγραφική αμεσότητα, η οποία, απουσία λογικής, αγγίζει άμεσα τον θεατή στα πιο ευαίσθητα σημεία της ψυχής. Η ιερότητα με την οποία ο Σπηλιωτόπουλος τολμά και αγγίζει τα τόσο βαθιά ζητήματα των παθών, της φύσης και των ονείρων, είναι και ο λόγος που τα έργα του χαρακτηρίζονται από μία τόσο ιδιαίτερη ομορφιά και αλήθεια. Η αθωότητα που συναντάμε, τόσο στα θέματα, όσο και στις πολύ προσεκτικές, γεμάτες φροντίδα πινελιές του, αντικατοπτρίζει την άδολη και ειλικρινέστατη αγάπη του για τον άνθρωπο και όλο του τον ψυχισμό.
Δεν είναι τυχαίο που ο τρόπος χειρισμού των χρωμάτων, των μορφών και του κυβιστικού στοιχείου από τον Σπηλιωτόπουλο, έναν καλλιτέχνη με έκδηλο θαυμασμό για τους μεγάλους διεθνείς κλασικούς, μας δίνουν την εντύπωση σύγχρονης αγιογραφίας, όπου ως Θεός νοείται ο ίδιος ο άνθρωπος, με τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του, τα πάθη του, τα συναισθήματα, τις πληγές και τους απόκρυφους στόχους του. Στις φιγούρες του ο καθένας μπορεί να διαβάσει ένα μέρος του εαυτού του, τον πόνο, την αγάπη, το φόβο, τον έρωτα, εμπειρίες με τις οποίες ο εικαστικός καταφέρνει και ενώνει, με καμβά και λάδια, ανθρώπους κάθε τάξης και εθνικότητας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Κι αν κανείς δεν μπορεί να μιμηθεί το έργο του Σπηλιωτόπουλου, δεν είναι ούτε λόγω της ιδιαίτερης θεματολογίας του, ούτε λόγω της ξεχωριστής του γραφής. Ποιος κατάφερε να μιμηθεί έναν καλλιτέχνη που χρησιμοποιεί, αντί για πινέλα και χρώματα, την καρδιά και την ψυχή του ;»
Ο Ίων Διαμαντόπουλος, Ακαδημαϊκός και Καθηγητής Φιλοσοφίας της Αισθητικής, στο κείμενό του «Ο καλλιτέχνης της ελευθερίας και του έρωτα» αναφέρει για το ζωγράφο:
«Ο Κώστας Σπηλιωτόπουλος αποτελεί μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση εικαστικού καλλιτέχνη, τόσο για τη διατύπωση της μανιέρας του, όσο επίσης και για την αυστηρά προσωπική του γραφή. Πέραν τούτων, η βιωματική προσέγγιση της διαχείρισης του υλικού του, αλλά και η θεματολογία του (αμιγώς ανθρωποκεντρική), καταδεικνύουν τη βαθιά αγωνία του δημιουργού που σκοπό του έχει τη μέθεξη του θεατή στα προσωπικά του οράματα. Μέσα από το έργο του Σπηλιωτόπουλου αναδύεται μια άδολη αγάπη για τον άνθρωπο και ένας βαθύς σεβασμός για τα όνειρά του. Οι φιγούρες του θεμελιώνουν την αυτοτέλειά τους πάνω στην ειλικρίνειά τους μέσα από μιαν αφηγηματική προσέγγιση, που αδιαφορεί για τη μορφή και εστιάζεται στο περιεχόμενο, ανασκαλεύοντας το αιώνιο αυτό ερώτημα με έναν τρόπο ευρηματικό, αλλά ταυτόχρονα και αφοπλιστικά κατανοητό. Έχοντας διατελέσει επί αρκετά χρόνια μαθητής ενός μετρ του χρώματος και του σχεδίου, όπως είναι ο Αλέξανδρος Παπακωνσταντίνου, ο Σπηλιωτόπουλος αφομοίωσε από το μεγάλο αυτό δάσκαλο τα στοιχεία που του κέντριζαν το ενδιαφέρον και προχώρησε σε ένα αμιγώς προσωπικό μετιέ, που πέραν της καταφανούς αυθεντικότητάς του, ξεχωρίζει για τη ριζοσπαστικότητά του.
Η επιλογή της θεματολογίας του, μαρτυρεί έναν καλλιτέχνη που δίνει την προσωπική του μάχη για τα ευγενέστερα των ανθρωπίνων συναισθημάτων, μέσα από έναν κόσμο δομημένο πάνω σε αρχές που επιβάλλει ο ίδιος, εξυφαίνοντας τα όρια της προσωπικής του μυθοπλασίας, σε μια εποχή που όλα τείνουν να είναι απρόσωπα. Αντιστέκεται με παρρησία στις σειρήνες ενός εύκολου εντυπωσιασμού και αναπτύσσει τις διατυπώσεις του βιωματικά και με μιαν αμεσότητα πρωτοφανή. Ο Σπηλιωτόπουλος καταλύει το χώρο γιατί μέσα από τους οραματισμούς του θέλει να αντιπαλέψει το χρόνο. Χωρίς το παραμικρό ίχνος υπαινιγμού, προβάλλει το συναίσθημα ως αιώνιο, υπενθυμίζοντάς μας πως ακόμη και η πραγματικότητα μπορεί να πάρει διαστάσεις ονείρου. Το όνειρο από την άλλη μεριά, δεν δέχεται νόμους στην ανάπτυξή του, ούτε μπορεί να έχει όρια. Ξεδιπλώνεται μέσα σε δρόμους μυστηριακούς, αγνοεί το χρόνο και συχνά εκμηδενίζει τις βασικές αρχές της λογικής. Η ζωγραφική του Σπηλιωτόπουλου μας ξεναγεί με ενάργεια στα πεδία αυτά με έναν τρόπο καταλυτικό για τα συναισθήματά μας και τις νοηματικές μας διεργασίες, χωρίς καμία περιττή προσποίηση. Είναι μια ζωγραφική πραγματική, ειλικρινής και εμπνευσμένη. Γι’ αυτό και είναι μια μεγάλη ζωγραφική !»