Αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν – Έλενα Φερράντε: Κριτική βιβλίου

Η Γιώτα Παπαδημακοπούλου γράφει κριτική για το τρίτο βιβλίο της Έλενα Φερράντε, το οποίο ανήκει στην Τετραλογία της Νάπολης και έχει τίτλο «Αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν».

Πέρασε ο καιρός και έφτασε η ώρα να σχολιάσουμε το τρίτο βιβλίο από την “Τετραλογία της Νάπολης” της Elena Ferrante, που όσο πάει επιβεβαιώνει όλο και πιο περίτρανα πως της αξίζουν οι τίτλοι που της έχουν αποδοθεί κατά καιρούς. Δεν μπορώ να πω μετά βεβαιότητας πως πρόκειται για την καλύτερη μυθιστοριογράφο των ημερών μας, σίγουρα, όμως, είναι μία από τις καλύτερες, μα και από εκείνες που δεν επαναπαύονται στις δάφνες τους αλλά αντίθετα εξελίσσονται όλο και περισσότερο. Στο “Αυτοί που φεύγουν και αυτοί που μένουν”, λοιπόν, συναντάμε τις δύο φίλες, Έλενα και Λίλα, στην πιο σημαντική καμπή της ενήλικης ζωής τους, στην ανατολή των 30 ετών τους, στο χρονικό εκείνο σημείο που οι προσωπικές τους επιλογές συγκρούονται με τις καταστάσεις που συμβαίνουν γύρω τους, καθορίζοντας, ίσως, περισσότερο από ποτέ άλλοτε το ποιες πραγματικά είναι.

Δεκαετία του 1970, έκρυθμη κοινωνικά και πολιτικά, με τον φασισμό και τον κομμουνισμό να συγκρούονται ανοιχτά και ισχυρά. Η Λίλα έχει εγκαταλείψει τον σύζυγό της, Στέφανο, καθώς και την άνετη ζωή που της προσέφερε, και μαζί με τον γιο της Τζεννάρο και τον Έντσο Σκάννο έχει δημιουργήσει ένα νέο σπιτικό και μια νέα ζωή, η οποία βασίζεται στον καθημερινό αγώνα της βιοπάλης και στην επιθυμία της ίδιας να προσφέρει στο παιδί της όσα περισσότερα εφόδια μπορεί, μην επιτρέποντας να την αγγίξει τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν γύρω της. Από την άλλη, η Έλενα έχει τελειώσει τις πανεπιστημιακές της σπουδές, έχει γράψει ένα εξαιρετικά πετυχημένο και αναγνωρισμένο μυθιστόρημα, ενώ ετοιμάζεται να παντρευτεί τον εκλεκτό της καρδιάς Πιέτρο Αϊρότα, ένα νέο με εξαιρετικές προδιαγραφές και από καλή οικογένεια, αποφασισμένη ν’ αφήσει για πάντα πίσω της το παρελθόν της στις φτωχογειτονιές της Νάπολης. Και τα χρόνια περνούν, με την Έλενα να έχει αναλάβει τους ρόλους της μητέρας, της συζύγου, με το συγγραφικό της ταλέντο να έχει ξεφτίσει προ πολλού, και με την ίδια να βυθίζεται όλο και πιο πολύ μέσα στη μίζερη καθημερινότητά της, αναζητώντας αυτό το κάτι που θα της προσφέρει έμπνευση και θ’ ανάψει και πάλι την φλόγα μέσα της. Μήπως, τελικά, το παρελθόν της είναι που μπορεί να το επιτύχει αυτό;

Ακόμα περισσότερο αυτή τη φορά, σε σύγκριση με τα προηγούμενα δύο βιβλία της σειράς, η Ferrante επιλέγει να μιλήσει για τις ζωές της Λίλας και της Έλενας, που άλλοτε μοιάζουν να συγκλίνουν και άλλες ν’ απομακρύνονται χρόνους και χιλιόμετρα, γύρω από ένα κοινωνικό άξονα που καθορίζει όχι μόνο το ποιες είναι οι ίδιες, και η θέση τους μέσα στον κόσμο, αλλά πως ο τελευταίος αλλάζει στο πέρασμα των χρόνων. Παράλληλα, επιλέγει να ενισχύσει τις πολιτικές της αναφορές, χωρίς η ίδια να παίρνει φανερή και ξεκάθαρη θέση υπέρ κάποιου εκ των δύο ταγμάτων -πράγμα εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί και που σίγουρα μπαίνει στα υπέρ της- , δίνοντάς μας μια πολύ ξεκάθαρη εικόνα της κατάστασης μιας ολόκληρης εποχής, που στο μεταίχμιό της επηρέασε και καθόρισε όχι μόνο μία γενιά, αλλά το σύνολο της κοινωνίας, σ’ έναν κόσμο που έβραζε μέσα σ’ ένα καζάνι αλλαγών που δεν ήταν λίγες οι φορές που αναδείχτηκαν σκληρές, επίπονες και οδυνηρές. Άλλωστε, οι δύσκολες αποφάσεις φέρουν μαζί τους και το βάρος των μεγαλύτερων συνεπειών, και αυτό είναι κάτι που η Ferrante φροντίζει να μας θυμίζει διαρκώς.

Η γραφή της Ferrante συνεχίζει να είναι απλή, να μην διαθέτει κάποια υπέρμετρη λογοτεχνική ταυτότητα, έχει, όμως, αυτό το προσωπικό της στοιχείο που αν όχι την χαρακτηρίζει, σίγουρα καταφέρνει να εθίσει τον αναγνώστη. Υπάρχει πάθος και δυναμική στην αφήγησή της, συναίσθημα και ένταση, και όλα αυτά μαζί είναι δύσκολο να μην σε κάνουν να ζητάς λίγο περισσότερο κάθε φορά που την διαβάζεις. Επιπλέον, η Ferrante τολμά να μιλήσει με δυνατή, ειλικρινή φωνή, να εξωτερικεύσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, μα και να ξεγυμνώσει κάθε πτυχή της γυναικείας φύσης από τη μία μεριά, με τις φωτεινές και τις σκοτεινές της πλευρές, μα και την ανθρώπινη συνείδηση και ηθική σ’ ένα πιο ευρύ πλαίσιο, ειδικά όταν αυτό πιέζεται και ασφυκτιά λόγω εξωτερικών παραγόντων και συνθηκών που, όμως, δεν μπορούν ν’ αφήσουν κανέναν ανεπηρέαστο ή αμέτοχο ως προς τις εξελίξεις, ακόμα κι αν δεν συμμετέχει άμεσα και δραστικά σε αυτές. Ο ρυθμός της αφήγησης είναι άλλοτε έντονος και γρήγορος, άλλες πάλι πιο αργό, όμως ακόμα κι αυτή η ανισορροπία στην ένταση της ροής έχει λογική και γίνεται κατά συνείδηση κι επιλογή της συγγραφέως, που αν και αρκετά ριψοκίνδυνη, στην προκειμένη, αποδίδει τόσο όσο πρέπει, δίνοντάς μας χώρο, και κυρίως χρόνο, όταν τον χρειαζόμαστε.

Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στο στοιχείο εκείνο του βιβλίου που με συγκίνησε περισσότερο απ’ όλα, μα και σ’ εκείνο που μου φάνηκε το πιο ενδιαφέρον, όχι απαραίτητα επειδή είναι τα καλύτερα συστατικά του μυθιστορήματος, αλλά επειδή ο ανθρωποκεντρικός παράγοντας, σε προσωπικό πάντα επίπεδο, είναι αυτός που έλκει περισσότερο την προσοχή μου και το ενδιαφέρον μου να τον αναλύσω. Στον πυρήνα, λοιπόν, της τετραλογίας αυτής, δεν βρίσκεται τίποτα άλλο παρά η ίδια η γυναίκα, που υμνείται μ’ έναν τρόπο ξεχωριστό και ιδιαίτερο, με όλες τις ταυτότητες και τα χιλιάδες πρόσωπά της να ξετυλίγονται μπροστά μας αποκαλύπτοντας τις αλήθειες τους. Όμως, σε αυτό το τρίτο βιβλίο, αποδεικνύεται περίτρανα πως μια γυναίκα, είτε είναι φεμινίστρια, καριερίστρια, ερωμένη, σύζυγος, αγωνίστρια, πάνω απ’ όλα είναι μητέρα και ο ρόλος αυτός είναι εκείνος που την καθορίζει και την αλλάζει, χωρίς να αναιρεί το ότι μπορεί να επιθυμεί, να νιώθει, να διεκδικεί πράγματα και για την ίδια. Τέλος, η έμφαση που δίνεται στη σκοτεινή πλευρά της Έλενας είναι ακόμα πιο έντονη αυτή τη φορά, και μπορεί να μην είναι ένας χαρακτήρας που συμπαθώ, είναι όμως ένα ρεαλιστικό και ειλικρινές πρότυπο μιας πραγματικότητας που, αν μη τι άλλο, τραβάει την προσοχή μας και μας προκαλεί να την αναλύσουμε και, γιατί όχι, να την καταλάβουμε, μα και να το αντιπαραθέσουμε σε σχέση με εκείνο της Λίλας. Και, ειλικρινά, ανυπομονώ για το φινάλε…


Διαβάστε επίσης:

Η τετραλογία της Νάπολης: Αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν – Έλενα Φερράντε

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ