Ο Βασίλης Καρακατσάνης, φιλοξενείται μαζί με 20 νεαρούς καλλιτέχνες από την Αίθουσα Τέχνης «Τεχνοχώρος», όπου παρουσιάζεται η έκθεσή του με τίτλο «Χάρτες 1987-Ταξίδια 2012» η οποία ανοίγει τις πύλες της για το κοινό στις 13 Ιουνίου και θα διαρκέσει έως και τις 7 Ιουλίου.

Ενόψει αυτής της έκθεσης, το www.culturenow.gr συνομίλησε με το Βασίλη Καρακατσάνη, ο οποίος απάντησε στις ερωτήσεις μας.

Συνέντευξη: Νώντας Δουζίνας

Culturenow.gr: Η συνέντευξή μας γίνεται με αφορμή την Έκθεση «Χάρτες 1987-Ταξίδια 2012», που παρουσιάζεται στον «Τεχνοχώρο». Ποια είναι η δομή της έκθεσης;
Βασίλης Καρακατσάνης:
14 ανέκδοτα μικρά έργα μου, μελέτες θα έλεγα με θέμα «Χάρτες»  του 1987, συν ένα τωρινό,  σε συνομιλία με τα «Ταξίδια» 20 νέων καλλιτεχνών.

C.N.: Από τον τίτλο φαίνεται και το θέμα της έκθεσης. Χάρτες και  ταξίδια. Τι απεικονίζετε στα έργα σας;
B.K.:
Μπορώ να σας πω για τα δικά μου. Είναι οι χάρτες από τη Μύκονο, τη Σαντορίνη, την Ύδρα, τη Κωνσταντινούπολη, τη Κέρκυρα, τη διαδρομή από το Δουβλίνο μέχρι το Σάννον, στην Ιρλανδία, αυτά του 1987 και ένα της Αθήνας και της Βαρκελώνης του 2012, που έκανα ειδικά για την έκθεση. Είναι σαν τα μικρά συρτάρια ενός φανταστικού κομοδίνου που περιέχουν, χαρτιά, αποκόμματα, βότσαλα, κλωστές και πολλά μυστικά, μυρωδιές και γεύσεις που αναπολώντας τες με κάνουν να χαμογελώ πονηρά, αυτάρεσκα. Σε λίγο όμως σκεπτόμενος περισσότερο μετανιώνω για την ανεπάρκεια μου απέναντι σε ανθρώπους και καταστάσεις χάνοντας τότε το πονηρό χαμόγελο. Όχι για αυτούς, αλλά, εγωιστικότατα για μένα που ενώ η παρτίδα μου έδωσε πολύ καλό φύλλο, εγώ χαριεντιζόμενος, πολλές φορές το χαράμισα. Δεν έχασα το παιχνίδι, αλλά η παρτίδα ήταν πολύ σημαντική. Είναι σαν το σκάκι, που δεν αρκεί να κερδίσεις. Η φινέτσα της στρατηγικής σου που θα καταλήξει σε νίκη, είναι σημαντικότερη.

C.N.: Ποια ήταν η πηγή έμπνευσής σας, τότε και τώρα; Τι έχει αλλάξει;
B.K.:
Με ρωτάτε προφανώς γενικά, χρονικά μάλλον και όχι με αφορμή την συγκεκριμένη θεματολογία. Η έμπνευση μου από ότι βλέπω μέσα στα 30 χρόνια της καλλιτεχνικής μου προσπάθειας, λίγο πολύ κινείται γύρο από την ίδια μου τη ζωή, επηρεαζόμενος από χώρους, ανθρώπους, καταστάσεις, συναισθήματα, αντικείμενα. Απλά πλέον εκ των πραγμάτων, με διαφορετική προσέγγιση ή ερμηνεία τους, λόγω της βιολογικής μου ‘γήρανσης’. Ξέρετε αλλιώς βλέπεις ένα δειλινό στα 25 σου απ’ότι στα 55 σου. Τότε υπήρχε  θα έλεγα η ταχύτητα, η αναίδεια, η σιγουριά. Τώρα αυτό που λέμε ωριμότητα, δηλαδή το λιγότερο & ουσιαστικότερο παρόλο που περιβάλλεται από ρυτίδες και πόνους στη μέση. Προτιμώ το τώρα, αλλά θυμάμαι και ζηλεύω το τότε.

C.N.: Στην έκθεση, συνδιαλέγεστε καλλιτεχνικά με ακόμη 20 –νέους- καλλιτέχνες. Τι περιμένετε από αυτή τη συνάντηση;
B.K.:
Με διακριτικότητα και αξιοπρέπεια να κλέψω κάτι που σίγουρα μου έχει διαφύγει.

C.N.: Πόσο διαφορετικό μπορεί να είναι το «Ταξίδι», που είναι το θέμα των αποφοίτων της Σχολής Καλών Τεχνών στην έκθεση, σε σχέση με το δικό σας, που έχει ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα;
B.K.:
Όσον αφορά το ταξίδι της καλλιτεχνικής αναζήτησης και έκφρασης, πιστεύω ότι λίγο πολύ θα είναι παρόμοιο. Οι κανόνες είναι ίδιοι. Προσπαθείς να δημιουργήσεις κόσμους νέους χρησιμοποιώντας όποιο υλικό κρίνεις ότι θα σε διευκολύνει για την τελική σου αισθητική πρόταση. Όταν το τελικό αποτέλεσμα έχει αντίκρυσμα στους άλλους, που στο αποδεικνύουν με την ανάγκη τους να το πάρουν από εσένα για να το βάλουν σπίτι τους, άρα να συνυπάρξει στη ζωή τους, τότε επιβεβαιώνεσαι, χαίρεσαι και ξεφεύγεις από την αυτιστική σου διάθεση. Έτσι και αλλιώς μόνος σου τα κάνεις, μόνος σου εκτίθεσαι και μόνος σου ξαναβρίσκεσαι στο εργαστήριο για τη συνέχεια, που τελειωμό δεν έχει.
Αυτό που σίγουρα είναι διαφορετικό είναι ο περιβάλλων χώρος όπως εξελίσσεται και αναφέρομαι στα νέα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα, τις νέες συνθήκες και τα κότσια του καθένα να αντέξει αυτό το ταξίδι. Θα είναι ο τρελός του χωριού, θα τον επικροτούν σε κάθε επιτυχία, αλλά οι ίδιοι άνθρωποι θα τον λοιδορούν αμείλικτα σε κάθε του αποτυχία. Ευτυχώς όμως που είναι τρελός και συνεχίζει τα δικά του. Ποιος φυσιολογικός άνθρωπος πιστεύεται ότι αντέχει τέτοιου είδους ζωή;

C.N.: Πόσο μπορεί να έχουν αλλάξει οι «χάρτες» μας, από το 1987 μέχρι το 2012;
B.K.:
Μα οι χάρτες είμαστε εμείς. Το 1987 γυρίζοντας από τη Βενετία και πριν βρω το νέο μου σπίτι, έμεινα για λίγο χρονικό διάστημα στο πατρικό μου στη Κηφισιά. Θυμάμαι τη μητέρα μου μέσα στην αγωνία, να με περιμένει ξάγρυπνη χαράματα που γύριζα από τις ολονύκτιες αμαρτίες μου, να λέει το χαρακτηριστικό «αχ και να ξυπνήσει ο πατέρας σου, αλήτη, θα με στείλεις».
Το 2012, ο πατέρας μου δεν υπάρχει πια, στη ηλικιωμένη μητέρα μου εγώ δίνω συμβουλές πλέον για την εύθραυστη υγεία της και η Κηφισιά γέμισε σπίτια και ανθρώπους που τα τελευταία 30 περίπου χρόνια ήθελαν με δανεικά, να γίνουν Βεζύρηδες στη θέση του Βεζύρη. Τώρα που τελείωσαν τα χρήματα, μένουν κενά τα σαλόνια των τόσων τετραγωνικών, κενά από ψυχές που μέσα στη βιασύνη και την άγνοια, θεώρησαν ότι μόνο τα χρήματα θα μας κάνουν ευτυχισμένους.
Ευτυχώς που αγόραζαν πίνακες, γιατί έτσι επισφραγιζόταν το στάτους της επιτυχημένης ζωής, με αποτέλεσμα εμείς οι τρελοί του χωριού να βγάλουμε κάποια χρήματα.
Το 1992 με τα χρήματα αυτά αγόρασα ένα σπίτι του μεσοπολέμου στη Πλατεία Βάθη. Αυτό κατέστησε το τρελό, ιδιαίτερα συνεπή στις τρέλες του, με πάρτυ όπου όλη η καλλιτεχνική και κοινωνική ‘ελίτ’ έδινε το παρόν της. Το 2012 ειδικά μετά το σούρουπο, δεν μπορώ να πάω στο περίπτερο για τσιγάρα γιατί κυκλοφορούν κατά δεκάδες, άνθρωποι παράξενοι, δυστυχείς εξαρτημένοι κάνουν τη ένεσή τους στα σκαλιά μου και η πολιτεία, μου δηλώνει την αδυναμία της στις εκκλήσεις μου για βοήθεια. Χώρια που τα πάρτυ τα κάνω πλέον μόνος μου.
Τελικά αφού αλληλοχρησιμοποιηθήκαμε όλοι, τη πατήσαμε. Βεζύρηδες και τρελοί.

C.N.: Πώς προέκυψε η ανάγκη να παρουσιαστούν τελικά, οι 14 μελέτες που είχαν μείνει ανέκδοτες μέχρι σήμερα;
B.K.:
Σας παραθέτω τα λόγια μου από τα ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ, τεύχος Νο 190, σελ. 10 & 11, τον Οκτώβριο του 2010.
Πρώτη παρουσίαση, ανέκδοτα έργα – “Χάρτες” (1987) από τον Βασίλη Καρακατσάνη
[…] «Το 1986 παρουσιάστηκε η δουλειά με τίτλο ‘Πόλεις’ στην γκαλερί Joan Oliver στη Μαγιόρκα της Ισπανίας. Αφορούσε την προσέγγιση μου σε χάρτες πόλεων, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ζωή μου μέχρι τότε. Η δουλειά αυτή δεν παρουσιάστηκε ποτέ στην Ελλάδα, παρόλο που ήθελα, για λόγους πρακτικούς μιας και τα περισσότερα έργα πουλήθηκαν και εγώ μόλις είχα μετακομίσει από τη Βενετία όπου ζούσα,  στην Αθήνα.
Επιστρέφοντας εδώ και κατά την διάρκεια του 1987, συνέχισα την δουλειά αυτή για λίγο. Δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί μπήκα σε άλλους ρυθμούς και απορροφήθηκα από το νέο θέμα με τίτλο ‘Αποτυπώματα’, που με απασχόλησε τότε.
Έτσι έμειναν για όλα αυτά τα χρόνια κλεισμένες στο εργαστήριό μου δεκατέσσερις μελέτες, που βλέποντας τες ξανά, θυμήθηκα πράγματα από ένα προσωπικό ημερολόγιο τόσων χρόνων πίσω. Νιώθω την ανάγκη κάποια στιγμή μαζί με τέσσερα ανέκδοτα έργα της σειράς ‘Bags’ που παρουσιάστηκε στο Άρτιο το 1986, να τα παρουσιάσω σε ένα χώρο μικρό και για λίγο χρονικό διάστημα, προσπαθώντας να ξαναδώ την ειλικρίνεια και γλυκιά ξενοιασιά της νιότης μου. Τους το χρωστάω εξάλλου.»

C.N.: Με ποια συναισθήματα και ποιες σκέψεις, θα θέλατε να βγει ο επισκέπτης που θα δει τα έργα σας, από την έκθεση;
B.K.:
Να αγνοήσει εμένα και να ασχοληθεί με τα έργα των νέων αυτών 20 καλλιτεχνών.