Mια βραδιά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους απαιτητικούς μουσικόφιλους της Αθήνας θα πραγματοποιηθεί στο Gagarin 205 την …
Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011.
Οι Big Sexy Noise, η μπάντα που σχημάτισε η περίφημη Lydia Lunch μαζί με τους Άγγλους Gallon Drunk του James Johnston (πρώην Nick Cave & the Bad Seeds), θα βρεθεί στη σκηνή του Gagarin 205 Live Music Space, αναλαμβάνοντας να κλείσει με τον πιο εκρηκτικό τρόπο ένα special triple-bill show το οποίο θα ξεκινήσει με τις εμφανίσεις του Blaine L. Reininger και του Momus (κατά κόσμο, Nick Currie)!
BIG SEXY NOISE (feat LYDIA LUNCH & GALLON DRUNK)
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι Big Sexy Noise έχουν δημιουργήσει αίσθηση τα τελευταία δύο χρόνια, με την κυκλοφορία ενός mini και ενός ολοκληρωμένου album. Αν επρόκειτο για νέους μουσικούς θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μία από τις αποκαλύψεις της σύγχρονης σκηνής, όμως το συγκεκριμένο σχήμα αποτελείται από… παλιές καραβάνες.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για την εκρηκτική σύμπραξη της Lydia Lunch, της “ιέρειας” του Νεοϋρκέζικου No Wave / Avant Punk κινήματος (με πλήθος συνεργασιών στο παρελθόν, από τους Sonic Youth, τον Foetus και τους Swans μέχρι τον Nick Cave, τους Die Haut και τους Einstürzende Neubauten), με τους εξαίρετους (και άκρως υποτιμημένους στη χώρα τους) Εγγλέζους Gallon Drunk, που σε κάθε τους επίσκεψη στη χώρα μας επιβεβαιώνουν με τον πιο εμφατικό τρόπο πως είναι μια πολύ σπουδαία μπάντα.
O ήχος τους… Rock’n’Roll και Blues στην πιο αγνή, πρωτόγονη και κολασμένη μορφή! Τα αιχμηρά drums του Ian White, τα υποχθόνια riffs του James Johnston και οι θανατηφόρες παρεμβολές του (εκπληκτικού) Terry Edwards, στο σαξόφωνο και το όργανο, παρέχουν το ιδανικό background για τα φωνητικά της μοναδικής Lydia Lunch!
BLAINE L. REININGER
O επόμενος καλλιτέχνης της βραδιάς δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ο Blaine L. Reininger, μέλος των πρωτοπόρων Tuxedomoon, είναι σχεδόν συμπατριώτης μας αφού, εδώ και αρκετά χρόνια, κατοικεί – και δημιουργεί – στην Ελλάδα.
Χαρισματικός μουσικός (βιολί και κιθάρα), αποτέλεσε – μαζί με τον Steven Brown – τον βασικό δημιουργικό πυρήνα αυτής της τόσο σπουδαίας μπάντας που μεγαλούργησε στα 80’s, χαρίζοντάς μας ορισμένα εκπληκτικά albums (“Half Mute”, “Desire”, “Holy Wars”, “Ship Of Fools”) και τραγούδια (“No Tears”, “Jinx”, “In A Manner Of Speaking”, “Soma”, “Music no 2”).
Από τα μέσα, περίπου, της δεκαετίας του ’80 μέχρι και το 2004, οι Tuxedomoon παρέμειναν ανενεργοί, χωρίς να έχουν διαλυθεί επισήμως. Τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιήσει την επιστροφή τους, παρότι τα μέλη τους είναι κυριολεκτικά διασκορπισμένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κυκλοφορώντας τρία albums (από το 2004 μέχρι και το 2007) και περιοδεύοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Από το 1982, ο Blaine είχε ήδη ξεκινήσει την παράλληλη δική του καριέρα (με το πρώτο solo album του, “Broken Fingers”). Κατά τη διάρκεια της προσωπικής του πορείας, μας χάρισε και αυτός ορισμένες πραγματικά μεγάλες στιγμές – εφάμιλλες, ίσως, με εκείνες του συγκροτήματός του – με albums σαν το “Night Air”, το “Paris En Automne” και το “Byzantium” και κομμάτια σαν το “Mystery And Confusion” και το “Ralf And Florian Go Hawaiian”.
Όλα αυτά τα χρόνια, έχει πραγματοποιήσει πολλές συνεργασίες, γράφοντας μουσική για θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικά έργα. Παράλληλα, έχει εμφανιστεί και σε τέσσερις ταινίες του σκηνοθέτη Νίκου Τριανταφυλλίδη.
MOMUS
Ο Nick Currie, γεννημένος πριν από 51 χρόνια στο Paisley της Σκωτίας, έγινε γνωστός στα μέσα της δεκαετίας του ’80 με το όνομα Momus, το οποίο είναι εμπνευσμένο από την Ελληνική Μυθολογία και τον Μώμο, θεό της χλεύης, της ειρωνείας και του σαρκασμού, στοιχεία που ο συγκεκριμένος τραγουδοποιός ενσωμάτωσε με χαρακτηριστική… επιμονή και άνεση σχεδόν σε ολόκληρη την ξεχωριστή πορεία του.
Ξεκίνησε στις αρχές των 80’s με το group των Happy Family, το οποίο σχημάτισε μαζί με μέλη των Josef K. Το 1986, κυκλοφόρησε το πρώτο solo album του, “Circus Maximus”. Ένα χρόνο αργότερα, υπέγραψε στην περίφημη Creation Records και βρέθηκε στο peak της δημιουργικότητάς του, αποκομίζοντας την απόλυτη καλλιτεχνική και αξιοπρόσεκτη εμπορική επιτυχία με την τριάδα των πιο γνωστών του δίσκων (“The Poison Boyfriend”/1987, “Tender Pervert”/1988, “Don’t Stop The Night”/1989).
Συνδυάζοντας την folk με την dance pop, ο Momus κατόρθωσε να μπει ακόμα και στα Βρετανικά Charts με το hit single “The Hairstyle Of The Devil”, παρότι η θεματολογία των στίχων του (παιδοφιλία, νεκροφιλία, μοιχεία), σε συνδυασμό με το ειρωνικό του πνεύμα, δεν συμβαδίζει με την διαχρονική ελαφρότητα του συγκεκριμένου θεσμού.
Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, κυκλοφόρησε το “Hippopotamomus”, ένα πολύ ιδιαίτερο tribute στον Serge Gainsbourg, αλλά γρήγορα φάνηκε πως το ρεπερτόριο της Creation άλλαζε προς περισσότερο rock ήχους (π.χ. Oasis). Έτσι, το 1994, ο Currie μετακομίζει στο Παρίσι και υπογράφει σε μία άλλη σημαντική ανεξάρτητη εταιρεία, την Cherry Red. Έκτοτε, συνεχίζει να ηχογραφεί και να κυκλοφορεί δίσκους ακατάπαυστα, γνωρίζοντας εμπορική επιτυχία σε χώρες όπως η Ιαπωνία (!!!), όπου ζει από το 2010.
Έχει συνεργαστεί με διάφορα περιοδικά ως συντάκτης (Wired, Index, Vice), ενώ κατά καιρούς δουλεύει με φοιτητές, σε διάφορα πανεπιστήμια, πάνω σε art-sound projects.
Σε λίγες ημέρες, η Σουηδική εταιρεία Tona Serenad θα κυκλοφορήσει το ολοκαίνουργιο EP του, “Thundercloud”, ενώ λίγο καιρό πριν οι Vampire Weekend του ζήτησαν να φτιάξει ένα νέο τραγούδι χρησιμοποιώντας samples από το “Diplomat’s Son”, κομμάτι που υπάρχει στο πιο πρόσφατο, νο 1, album τους, “Contra. Αποτέλεσμα της ιδιότυπης συνεργασίας είναι το “Salty Hot Peanuts”.