Όταν οι Xylouris White ηχογράφησαν το δεύτερο άλμπουμ τους, το διαισθητικό και περίεργο ντουέτο έκανε αυτό που αντιλαμβανόταν με φυσικό τρόπο: διεύρυνε τους ορίζοντές του. Για τον Γιώργο Ξυλούρη, τον Κρητικό οργανοπαίχτη λαούτου που συνεργάζεται με τον εξαιρετικά ευφραδή Αυστραλό drummer των Dirty Three, Jim White, ένας στόχος ήταν να επεκτείνει την ουσιαστική μεταφορά του στιβαρού, ενορατικού άλμπουμ τους του 2014 Goats. “Όπως οι κατσίκες περπατάνε στα βουνά” είναι η ποιητική αντιστοιχία του Ξυλούρη για την προσέγγισή τους: “Ίσως δεν ξέρουν το μέρος, αλλά μπορούν να περπατάνε με ευκολία και να ρισκάρουν και νιώθουν άνετα. Πραγματικά, οι κατσίκες μας ενέπνευσαν”.
Αυτός ο διερευνητικός τόνος ταιριάζει με το επιβλητικό Black Peak, που πήρε το όνομά του από μία βουνοκορφή της Κρήτης και, λέει ο Ξυλούρης, “ηχογραφήθηκε παντού”. Μία αιχμή στη καριέρα και των δύο καλλιτεχνών, το άλμπουμ καταθέτει την αποφασιστικότητα να ‘τεντώσουν’ το εύρος των οργάνων τους και να σφυρηλατήσουν μία δυναμική αναζήτηση των πιο παραδοσιακών ριζών τους. Εκεί που το Goats ήταν κυρίως ορχηστρικό, το Black Peak δίνει στον Ξυλούρη τον ηγετικό ρόλο του βαρύτονου. Και εκεί που το Goats ήταν συχνά παιχνιδιάρικο, η θυελλώδης, ευαίσθητη και εξαιρετικά εκφραστική συνέχειά του ‘οδηγά’ σκληρότερα και καταδύεται βαθύτερα.
“Δουλεύοντας μαζί μπορούμε να βλέπουμε τον ορίζοντα που είναι πάντα ανοιχτός” λέει ο Ξυλούρης, “γιατί έτσι δουλεύουμε. Δίνουμε χώρο ο ένας στον άλλο, και αυτό έρχεται από τον χώρο που πάντα προσπαθούσαμε να δίνουμε στις μπάντες και στους ανθρώπους που δουλέψαμε μαζί στο παρελθόν”.
Εν μέρει, το Black Peak επιβεβαιώνει τις αξιοσημείωτες ιστορίες των δύο ανδρών. Ένας από τους σπουδαίους καλλιτέχνες της Κρήτης, ο Ξυλούρης είναι γόνος μίας μεγάλης μουσικής οικογένειας, από ένα βουνίσιο χωριό κοντά στη Σπηλιά του Δία. Πατέρας του είναι ο τραγουδιστής/λυράρης Ψαραντώνης. Ο Ξυλούρης ξεκίνησε από μικρός να παίζει λαούτο και να συνοδεύει τον πατέρα του σε έναν υποστηρικτικό ρόλο. Ωστόσο όταν ο Ψαραντώνης ‘τέντωνε’ το εύρος της λύρας (“Αν η μουσική μετριέται σε μέτρα”, είπε ο Ψαραντώνης, “Εγώ παίζω σε χιλιόμετρα!”), ο Ξυλούρης ανέβαζε το οκτάχορδο λαούτο του στον κεντρικό ρόλο του δικού του Xylouris Ensemble.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Jim White είχε κερδίσει το διεθνές ενδιαφέρον για περισσότερες από δύο δεκαετίες ως μέλος των Αυστραλών Dirty Three, των ‘ορχηστρικών μάγων στο μάτι του κυκλώνα’ που τα συναισθηματικά άστατα ηχοτοπία τους ξεχειλίζουν από στοιχειακή δύναμη. Τώρα με βάση την Νέα Υόρκη, ο White συχνά συνεργάζεται με εναλλακτικούς καλλιτέχνες της ‘πρώτης γραμμής’ (που περιλαμβάνουν τους: Bonnie ‘Prince’ Billy, PJ Harvey, Nina Nastasia, Cat Power και Smog,) όπου το παίξιμό του ανακατανέμει την κυλιόμενη ορμή της free-jazz σε ευέλικτους τερματισμούς, από ευαίσθητους σε συγκλονιστικούς.
Η PJ Harvey έχει παρομοιάσει το παίξιμο του White με τον χορό. Ωστόσο, αν οι χορευτές χρειάζονται παρτενέρ, το Black Peak επιβεβαιώνει μία φιλία που ‘χτίζεται’ για περισσότερα από 25 χρόνια. Ο Ξυλούρης περιόδευε με το γκρουπ του όταν γνώρισε τον White στη Μελβούρνη, νωρίς την δεκαετία του ’90 όταν ο drummer ήταν στο pre-Dirty Three avant-rock γκρουπ Venom P Stinger. Στην αναδρομή, ένας κύκλος επιρροών αναδύεται: η συνεισφορά του Ξυλούρη στα live των Dirty Three στη δεκαετία του ’90 μοιάζουν να καθορίζουν ένα σχέδιο για τους Xylouris White, ενώ οι ίδιοι οι Dirty Three εμπνέονταν από τον Ξυλούρη και τον Ψαραντώνη.
Αυτή η αμοιβαία εκτίμηση μορφοποίησε τον τρόπο με τον οποίο το ντουέτο δουλεύει στο Black Peak, πάντα ακούγοντας, ενθαρρύνοντας, εξυπηρετώντας. “Καθένας μας έχει διαφορετικούς ρόλους την ίδια στιγμή, συνοδευτικό και ηγετικό ρόλο”, εξηγεί ο Ξυλούρης. “Είναι πολύ ρευστό”.
Αυτή η ρευστότητα είναι ευκρινής από την ‘κυλιόμενη’ έκρηξη του title-track, όπου ο βροντερός ρυθμός του White μοιάζει να προτρέπει και να προτρέπεται εναλλάξ, από το rock riff του λαούτου, την κυκλική μελωδία και τα φωνητικά του Ξυλούρη. Η ‘σφυρηλάτηση’ συντηρεί την ορμή, η καταιγιστική, συναρπαστική μελωδία του λαούτου του Ξυλούρη κυκλώνει τον ‘βράχο’ των παλλόμενων τύμπανων του White. Αλλού, οι Xylouris White ξαναχαράζουν τον χάρτη της διαδρομής. Το “Hey, Musicians” είναι πλούσιο και ηχηρό. Το ανατριχιαστικό ‘σύρσιμο’ του “Erotokritos (Opening)” ζωγραφίζει πάνω σε μία ρομαντική, αναγεννησιακή στροφή. Το “Short Rhapsody” είναι ένα χαρμόσυνο τζαμάρισμα με ‘κοφτό’ λαούτο και σπειροειδή κρουστά. Το “Pretty Kondilies” είναι χορευτικό και ρητορικό. Και τελικά, το “The Feast” εκτείνεται συναρπαστικά ανάμεσα στην παράδοση και την επινοητικότητα, είναι σκυθρωπό, ‘ξεφυσάει’ χώρο που μοιράζονται με την συνταρακτική λύρα και την φωνή του καλεσμένου Ψαραντώνη.
Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια, μέχρι το 2013, ώστε ο Ξυλούρης και ο White να σχηματίσουν το ντουέτο, μία διαδικασία που επιταχύνθηκε όταν ο White έπαιξε με τον Ξυλούρη και τον Ψαραντώνη στο All Tomorrow’s Parties festival (με curator τον Nick Cave) στην Αυστραλία. Όπως και άλλα μέρη βοήθησαν να συνενωθούν, έτσι ο δρόμος ήταν σπαρμένος με υποστήριξη. Παραγωγός είναι ο Guy Picciotto των Fugazi, όπως και στο Goats (Ξυλούρης: “Ο ενθουσιασμός του και η αισθητική του φέρνει πλούτο και ένταση στις διαδικασίες”). Οι στοιχειωμένες αρμονίες στον “Erotokritos” ήρθαν από τον Bonnie ‘Prince’ Billy.
“Όλα αυτά μαζί, ο Jim από την Αυστραλία, εγώ από την Κρήτη, ο Bonnie ‘Prince’ Billy από το Kentucky, ο Ψαραντώνης από την Κρήτη, ο Guy Picciotto από την Washington μας δίνει την έμπνευση του ορίζοντα” λέει ο Ξυλούρης. “Ο Jim και εγώ ταξιδεύουμε πολύ και μας αρέσει αυτό. Το κάνουμε αυτό τα τελευταία τρία χρόνια, και είναι αυτό που μας ενέπνευσε να σκεφτούμε τον ορίζοντα”.
“Είμαστε ακόμα κατσίκες” προσθέτει, “τώρα στον ορίζοντα”. Στο εντυπωσιακό Black Peak, οι Xylouris White δείχνουν πόσο πολύ μπορούν να διευρυνθούν οι ορίζοντές τους.
Ακούστε παρακάτω το title track ‘Black Peak’.