Βραβευμένος με το βραβείο Booker 2010, ο Χάουαρντ Τζέικομπσον υπογράφει μετά την Περίπτωση Φίνκλερ ένα νέο μυθιστόρημα, στο οποίο, για μια ακόμη φορά, το χιούμορ πρωταγωνιστεί σε ένα σοβαρό ανάγνωσμα αλλά κυρίως η δική του αγωνία για το μέλλον του βιβλίου, του συγγραφέα, το μέλλον του αναγνώστη στις επερχόμενες κοινωνίες.

 

Από την Τέσυ Μπάιλα

 

Ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ένας συγγραφέας που βρίσκεται σε απόγνωση καθώς ο γάμος του περνάει κρίση, ο εκδότης του έχει αυτοκτονήσει, ο ίδιος αγωνιά να γεννήσει το επόμενο έργο του και δεν τα καταφέρνει και ταυτόχρονα είναι ερωτευμένος με την ίδια του την πεθερά, θέμα που διαπραγματεύεται στο μυαλό του για το νέο του βιβλίο. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά η γυναίκα του αποφασίζει η ίδια να γίνει συγγραφέας, αποδιοργανώνοντας τον για μια ακόμα φορά, καταλύοντας και το τελευταίο προσωπικό του οχυρό. Άλλωστε, είναι βέβαιο ότι η ίδια δεν τον εκτιμά καθόλου. Κάθε προσπάθειά του να συνομιλήσει με το αναγνωστικό κοινό χάνεται στα αδιέξοδα μονοπάτια της εποχής και η οποιαδήποτε επαφή του με εκδότες και ατζέντηδες καταλήγει στην προσωπική του διαπίστωση ότι πλέον ο κυνισμός τους έχει ανεπανόρθωτα πλήξει τη λογοτεχνική συγγραφή. Νέες τεχνολογικές δυνατότητες τον καθιστούν συγγραφέα μονάχα όταν ζητηθεί κάποιο αντίτυπο του βιβλίου του και η συλλογική αναγνωστική μνήμη που επί χρόνια τον αγκάλιαζε κινδυνεύει να σβήσει. Ο ήρωας αυτός έχει πάρα πολλούς και καλούς λόγους για να βυθιστεί σε μια προσωπική κρίση, εντούτοις προσπαθεί να σταθεί στη νέα πραγματικότητα αν και πατάει με σιγουριά στην παλιά.

 

Η φλεγματική ειρωνεία που ο Τζέικομπσον χρησιμοποιεί κάνει το κείμενο ευανάγνωστο και ευχάριστο. Ωστόσο ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να σταθεί στα κομμάτια εκείνα της σκέψης του πρωταγωνιστή που αναφέρονται στη γραφή, και στη σοκαριστική τύχη της λογοτεχνίας γενικότερα όταν διαβάζει: «Τα βιβλία δεν συνταράζουν πια. Ζεις σ’ έναν κόσμο που είναι πέραν του σοκ[…] Τέτοιου είδους βιβλία δεν πάνε πια. Αν εμφανιζόταν στο γραφείο μου ο Χένρι Μίλλερ αύριο το πρωί, θα του έδειχνα την πόρτα».

 

Ο συγγραφέας βλέπει μια εποχή που αλλάζει ραγδαία και φοβάται για την τύχη του καλού βιβλίου που αντικαθίσταται από το ευπώλητο. Άλλωστε, προς το τέλος του βιβλίου γράφει: «Το να αποδέχεσαι την αλλαγή είναι πάντα το πιο δύσκολο μέρος του πράγματος». Ωστόσο ο Τζέικομπσον καταφέρνει να περάσει όλη αυτή την προσωπική του έγνοια με χιούμορ χωρίς να θρηνολογεί για το τέλος της πνευματικότητας. Το καταγγελτικό στοιχείο του βιβλίου ισορροπεί με επιτυχία στο τεντωμένο σκοινί της ιστορίας του που στήνει με μεγάλη ευκολία. Ωστόσο μέσα από το πικρό χιούμορ που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ανατέλλει μια δυσοίωνη πραγματικότητα για την ηθική τάξη της σύγχρονης κοινωνίας. Ο προβληματισμός του Τζέικομπσον είναι πολύ συγκεκριμένος: Το μέλλον της λογοτεχνίας, οι ανθρώπινες σχέσεις, οι κοινωνικές και οικογενειακές δομές, η εκδοτική πρακτική, η συγγραφική δυστοκία, η αναγνωστική απώλεια, η εξελικτική πορεία της ηθικής και το σεξ ως αντισταθμιστικός παράγοντας όλων αυτών.

 

Η στροφή μιας εποχής στην ανακάλυψη, προώθηση και επιβράβευση της ευκολίας που μαστίζει τον σύγχρονο κόσμο και δημιουργεί νέες αντιλήψεις γύρω από την εξέλιξη της πνευματικής πορείας ενός τόπου. Ποτέ άλλοτε μια τέτοια ισχυρή καταγγελία δεν έχει γραφτεί τόσο λιτά, τόσο απλά όχι όμως και απλοϊκά, τόσο χιουμοριστικά και ταυτόχρονα κυνικά, όσο μέσα στην Αστική Ζωολογία του Τζέικομπσον. Κι αυτό επειδή στον αντίποδα του προβληματισμού του ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια γλώσσα στρωτή και απλή, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και διαλόγους σύγχρονους και ζωντανούς που κάνουν το αποτέλεσμα ακόμη πιο ελκυστικό.

 

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Ο συγγραφέας Γκάι Έιμπλμαν ζει ως όμηρος της συζύγου του Βανέσας, μιας εκθαμβωτικά όμορφης κοκκινομάλλας που είναι αυταρχική, ευέξαπτη και έτοιμη για καυγά. Το πρόβλημα για τον Γκάι, όμως, είναι ότι ζει ως όμηρος και της Πόπι, της γοητευτικής πεθεράς του. Μοιάζοντας πιο πολύ με αδερφές παρά με μάνα και κόρη, οι δυο γυναίκες φτιάχνουν ένα θυελλώδες δίδυμο που τον εμπνέει για τις πιο απίθανες ιστορίες αλλά δεν τον αφήνει να συγκεντρωθεί αρκετά ώστε να γράψει έστω και μια από αυτές. Έτσι κι αλλιώς κανένας δε διαβάζει τα έργα του Γκάι. Κανένας δε διαβάζει γενικά. Ο Γκάι φοβάται ότι το διάβασμα είναι ξοφλημένη υπόθεση. Ο εκδότης του –που φοβόταν το ίδιο πράγμα– έχει αυτοκτονήσει. Ο ατζέντης του, όπως όλοι οι ατζέντηδες, κρύβεται. Στο μεταξύ, η Βανέσα γράφει ένα δικό της μυθιστόρημα και ο Γκάι φρίττει με τις συνέπειες μιας πιθανής συγγραφικής της επιτυχίας. Με αφετηρία την προσωπική απογοήτευση και την παγκόσμια απόγνωση, ο Γκάι αναρωτιέται αν είναι καιρός να δώσει στην αγάπη του για την ωραία πεθερά του μιαν άλλη, ερωτική διάσταση. Η λογοτεχνία μπορεί να έχει πεθάνει αλλά η ερωτική επιθυμία είναι ολοζώντανη. Και ο Γκάι ελπίζει ότι μέσα από αυτή την επιθυμία θα προκύψει άλλο ένα σπουδαίο  βιβλίο. Οργισμένο, ελεγειακό, αγενές, η ΑΣΤΙΚΗ ΖΩΟΛΟΓΙΑ είναι ένα μυθιστόρημα για την αγάπη – την αγάπη για τη γυναίκα, τη λογοτεχνία, το γέλιο. Μια από τις πιο καλές στιγμές ενός από τους πιο σπαρακτικά αστείους συγγραφείς της εποχής μας.

 

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.