Γραμμένο το 1967 και βραβευμένο με το βραβείο PremioRomuloGallegosto 1995, το βιβλίο αυτό του Χαβιέρ Μαρίας είναι ένα από τα πιο αξιόλογα βιβλία των τελευταίων ετών.
Από την Τέσυ Μπάιλα
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το μυθιστόρημα αρχίζει με μια τόσο απλή ταυτόχρονα έντονη σκηνή που σίγουρα δύσκολα θα το αφήσει κανείς από τα χέρια του. Η τεχνική δεξιοτεχνία του συγγραφέα είναι πρόδηλη από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου και ο ώριμος, στιβαρός, εξαιρετικά μακροπερίοδος λόγος πετυχαίνουν να δώσουν την απαιτούμενη βαρύτητα στο έργο. Ο Μαρίας στέκεται με τεράστια οξυδέρκεια σε κάθε λεπταίσθητη λεπτομέρεια της ιστορίας και στοχαστικά αποτυπώνει τις προσωπικές του θέσεις αποκαλύπτοντας κάθε φόβο του, κάθε εμμονή του, κάθε σκέψη του. Κι ενώ η ροή της αφήγησης μοιάζει ακατάπαυστη, στο βάθος πρόκειται για μια αφηγηματική τεχνική που ενώ θαρρεί κανείς ότι φλυαρεί εντούτοις γεμίζει τον αναγνώστη με ενδελεχείς περιγραφές σκέψεων, συναισθημάτων και εικόνων.
Ένα παράνομο ραντεβού εξελίσσεται σε τραγωδία καθώς ο Βίκτορ, ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου, βρίσκεται στο σπίτι της Μάρτας Τέγιεθ, μιας γυναίκας που πιστεύει ότι εκείνη τη νύχτα θα γίνει ερωμένη του, μια και ο άντρας της λείπει σε επαγγελματικό ταξίδι στο Λονδίνο κι εκείνη τον έχει καλέσει στο σπίτι της. Το δείπνο τελειώνει, ο μικρός γιος της Μάρτας βρίσκεται επιτέλους στο κρεβάτι του και ο Βίκτορ με τη Μάρτα μεταφέρονται στο κρεβάτι της όπου αρχίζουν τις ερωτικές περιπτύξεις. Μια ξαφνική αδιαθεσία της γυναίκας διακόπτει τις τρυφερές στιγμές. Λίγο αργότερα ο Βίκτορ θα αντιληφθεί ότι η γυναίκα που βρίσκεται στο κρεβάτι δίπλα του έχει πεθάνει κι ένας ανελέητος δισταγμός κυριεύει τον Βίκτορ. Μόνος με ένα παιδί που κοιμάται στο διπλανό δωμάστιο και μια πεθαμένη γυναίκα στο κρεβάτι, τα ίχνη του παντού μέσα στο σπίτι κι αυτός ένας υποψήφιος εραστής που κινδυνεύει παραμένοντας κάθε λεπτό μέσα στο άγνωστο σπίτι. Αποφασίζει να φύγει εγκαταλείποντας το παιδί και σβήνοντας τα ιχνη του.
“Κανείς δεν σκέφτεται ποτέ πως μπορεί να βρεθεί με μια πεθαμένη στην αγκαλιά του και πως δεν θα ξαναδεί το πρόσωπο του οποίου το όνομα θυμάται”
Με αυτή τη φράση κλειδί αρχίζει το μυθιστόρημά του ο Μαρίας και ταυτόχρονα προϊδεάζει τον αναγνώστη για το μέγεθος της συγγραφικής συγκρότησης που θα έχει το βιβλίο του. Ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να στροβιλιστεί σε έναν κυκεώνα σκέψεων, καθώς μας εξιστορεί όλα όσα επακολούθησαν από εκείνη τη νύχτα και παράλληλα να φιλοσοφήσει γύρω από τις σχέσεις των ανθρώπων, τις ενοχές τους, τα πάθη και τα λάθη τους, τη σημασία της απώλειας και του θανάτου, τη σχέση αλήθειας και ψέματος σε κάθε μας πράξη. Ο Βίκτορ συνταράζεται από το γεγονός. Μοιάζει με ντοστογιεφκικό ήρωα που επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος για να μάθει και να γνωριστεί με όσα και όσους σχετίζονται με τη Μάρτα.
Ο Βίκτορ και η Μάρτα από τη μια κι από την άλλη ο Βίκτορ και η Θέλια η κατά έντεκα χρόνια μικρότερη πρώην γυναίκα του, την οποία αναζητά απεγνωσμένα για να βρεθεί ξανά στην αγκαλιά της έστω κι αν σε τίποτα δεν θυμίζει αυτή η αγκαλιά όλα όσα υπήρξε η Θέλια στη ζωή του. Μορφές γυναικείες που γίνονται η αφορμή για μια προσωπική αναζήτηση ενός πολύ μοναχικού ήρωα. Τα γεγονότα τον στοιχειώνουν με τη γοητεία τους και ο Μαρίας υπογράφει ένα κείμενο εξαιρετικής λογοτεχνικής αξίας ψυχογραφώντας τον εκλεπτυσμένο αλλά εσωστρεφές Βίκτορ και δείχνοντας ότι κάποια πράγματα μπορούν να ανασυνθέσουν το μέγιστο συναίσθημα της απώλειας ακριβώς όταν αποκλιμακώνονται. Όλα όσα φτάνουν λίγο πριν την ολοκλήρωσή τους αλλά ποτέ δεν ολοκληρώνονται, αφήνοντας μια γλυκόπικρη γεύση στους πρωταγωνιστές τους. Η αγωνία των προθέσεων, ο μαγνητισμός των κινήτρων, η απόκρυψη των πράξεων, η απιστία, η απάρνηση όλων όσων πέρασαν από τη ζωή μας και κάποτε αγαπήσαμε, η προσωπική αποκάλυψη, η γοητεία και η απογοήτευση όταν όλα εξανεμίζονται, οι σκιές που βαραίνουν τους ανθρώπους είναι μερικά από τα στοιχεία που ο Μαρίας διαπραγματεύεται στο συγκεκριμένο βιβλίο με τρόπο μεγαλειώδη. Και περισσότερο από όλα η εξαπάτηση. Το στοιχείο εκείνο που κυριαρχεί σε όλους τους χαρακτήρες και αποδεικνύεται ο συνδετικός αλλά ταυτόχρονα και εξισορροπητικός κρίκος στην αλυσίδα των ανθρώπινων σχέσεων. Όλοι έχουν κάποιο καλά κρυμμένο μυστικό και όλοι προσπαθούν να απενοχοποιηθούν τελικά μιλώντας γι’ αυτό αλλά επί της ουσίας όλοι έχουν εξαπατήσει ανενδοίαστα.
Από τον Ρασκόλνικοφ του Ντοστογιέφσκι στον Σέξπηρ και από τις Καμπάνες του μεσονυχτίου του Όρσον Ουέλες στη ταινία που βλέπει την ώρα που η Μάρτα δίπλα του χάνεται ένας αφηγηματικός μηχανισμός στήνεται αριστοτεχνικά από τον Μαρίας για να συνομιλήσει με την ευγένεια, την ευθυβολία και την αρμονία της λογοτεχνικής μαεστρίας που διαθέτει με δημιουργούς άλλων εποχών. Και παρόλο που πρόκειται για ένα σκοτεινό θεματικά έργο ο Μαρίας καταφέρνει να αποδώσει το φιλοσοφικό του υπόβαθρο συμπαρασύροντας τον αναγνώστη σε ένα παιχνίδι αποκαλύψεων που θα γίνουν αιτία να αλλάξουν οι παγιωμένες συνειδήσεις. Επειδή για τον Μαρίας λίγα είναι τελικά όλα όσα απομένουν από κάθε άτομο μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Ο ίδιος λέει: «Και πόσο λίγα είναι αυτά που μένουν τελικά από κάθε άτομο μέσα στον άχρηστο χρόνο σαν το ολισθηρό χιόνι, για πόσο λίγα υπάρχει απόδειξη, και από αυτά τα λίγα που μένουν πόσα αποσιωπούνται, και από αυτά που δεν αποσιωπώνται μόνο ένα ελάχιστο μέρος μένει μετά στη μνήμη και για λίγο καιρό: ενόσω οδεύουμε αργά προς την εξάλειψή μας μόνο και μόνο για να περάσουμε στην πλάτη ή στην πίσω πλευρά αυτού του χρόνου, όπου δεν μπορεί πια κανείς να συνεχίσει να σκέφτεται ούτε να αποχαιρετά».
Δεν είναι τυχαίο που ο Γκύντερ Γκρας είχε πει για τον Μαρίας: «δεν υπάρχει τίποτε στη σύγχρονη λογοτεχνία που να μπορεί να συγκριθεί με το έργο του Χαβιέρ Μαρίας… ίσως μόνο ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες». Ο Μαρίας καταθέτει ένα κείμενο υψηλής αισθητικής και κερδίζει τον σεβασμό του αναγνωστικού κοινού σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται για μια μεγάλη, σύγχρονη λογοτεχνική μορφή που δίκαια θεωρείται από τους κορυφαίους ισπανούς λογοτέχνες.
Γεννημένος το 1951 ο Μαρίας σπούδασε φιλοσοφία και λογοτεχνία και δίδαξε σε πανεπιστήμια στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και στην Ισπανία. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία σε ηλικία είκοσι ετών με το μυθιστόρημα “Τα λημέρια του λύκου” (1971). Έχει γράψει άλλα οκτώ μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων τα: “Ο αιώνας” (1983). “Ο αισθηματικός άντρας” (1986), “Όλες οι ψυχές” (1989), “Καρδιά τόσο άσπρη” (1992), “Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς” (1994) και “Η μαύρη ράχη του χρόνου” (1998). Έχει εκδώσει επίσης συλλογές με διηγήματα και άρθρα του σε ισπανικές εφημερίδες, καθώς και δύο βιβλία αφιερωμένα σε δύο από τους αγαπημένους του συγγραφείς, τον Φώκνερ και τον Ναμπόκοφ. Έχει μεταφράσει στα ισπανικά Χάρντυ, Στερν, Στήβενσον, Ναμπόκοφ, Φώκνερ, Γέητς, Κόνραντ κ.ά. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν γνωρίσει τεράστια επιτυχία. Το 1977 τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του με το βραβείο Νέλλυ Σακς της πόλης του Ντόρτμουντ.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Σέλας, σε μετάφραση Βιβής Φωτοπούλου.