Το παρόν κείμενο γράφτηκε το βράδυ της Κυριακής 10/1/2016 ξημερώνοντας Δευτέρα 11/1/2016. Ώρες πριν την ανακοίνωση του θανάτου του David Bowie. Αποφάσισα να μην το στείλω για δημοσίευση, αλλά τελικά την Τετάρτη άλλαξα γνώμη. «Χτένισα» τη σύνταξη, δεν πρόσθεσα, δεν αφαίρεσα τίποτε, κράτησα τον τίτλο ως είχε, δεν άλλαξα τον παροντικό χρόνο σε αόριστο και σας το παραδίδω. Ιδού λοιπόν…
Τους τελευταίους δύο μήνες του 2015 είχε καλλιεργηθεί μεγάλη προσμονή (anticipation που λέμε στο χώρο της δισκογραφίας) για το “Blackstar”. Προσμονή που για συγκεκριμένους λόγους μου έμοιαζε δυσανάλογη για την περίσταση. Τι είναι άραγε αυτό που κάνει τόσο κόσμο, πέρα από το παραδοσιακά μουσικόφιλο κοινό, να περιμένει με τόση ανυπομονησία και περιέργεια το νέο του άλμπουμ;
Και εξηγώ:
Η καριέρα του Bowie στην ουσία βρίσκεται στα κάτω της από τα χρόνια της «τριλογίας του Βερολίνου» που ήταν η τελευταία (;) του καλλιτεχνική έκλαμψη. Το καλλιτεχνικό status που απολαμβάνει, το απολαμβάνει για τα χρόνια του Ziggy Stardust και την ως άνω τριλογία. Τα 80’s (παρότι πολύ επιτυχημένα από εμπορικής άποψης) θεωρούνται το καλλιτεχνικό του ναδίρ από το οποίο μόνο ίσως μόνο λίγο αναδύθηκε με το “Outside” του 1995. Και αυτό πάλι κυρίως λόγω του I’m deranged (τραγούδι που ακούστηκε πρώτη φορά στην ταινία “Lost Highway” του David Lynch) που είχε προηγηθεί. Τα δύο άλμπουμ των Tin Machine, που είχαν προηγηθεί του 1995, κανείς δε θέλει να τα θυμάται και τα άλμπουμ που ακολούθησαν του “Outside” στα τέλη των 90’s και στα 00’ς (“Earthling” , “Heathen” , μεταξύ άλλων) θεωρήθηκαν μέτρια ή/και αδιάφορα – αν όχι κάτι χειρότερο. Τόσο «στριμωγμένη» ήταν η κατάσταση για τις «μετοχές» του Bowie στη δισκογραφία ώστε δημιουργήθηκε ένα πάρα πολύ μεγάλο κενό στη δισκογραφία του. 10 χρόνια μεσολάβησαν από το “Reality” του 2003 μέχρι το “The Next Day” του 2013 με το οποίο κατά κάποιο τρόπο επιχειρήθηκε μια σύνδεση με το ένδοξο παρελθόν του (σε επικοινωνιακό επίπεδο τουλάχιστον). Κι έτσι μετά από την «βουτιά» των προηγούμενων ετών, με το “The Next Day” πραγματοποιήθηκε μια κάποια καλλιτεχνική «ανάδυση».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Διαφωνώ με τα παραπάνω! Αλλά ανεξαρτήτως του αν διαφωνώ ή συμφωνώ, τα παραπάνω είναι η κοινή συνισταμένη των απόψεων της κριτικής διεθνώς και σε ένα μεγάλο ποσοστό η κοινή συνισταμένη των απόψεων σημαντικής μερίδας του μουσικόφιλου κοινού.
Το ζήτημα λοιπόν είναι ότι τα παραπάνω σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν την τόσο μεγάλη προσμονή για το “Blackstar”. Θα μου πεις ότι το “Blackstar” είναι ένα υπέροχο άλμπουμ αντάξιο της ιστορίας του δημιουργού του, με σαφή στοιχεία (διάχυτα σε όλο το άλμπουμ και όχι ως «στυλιστικό αλατοπίπερο») που επαναπροσδιορίζουν και ανανεώνουν ουσιαστικά τον ήχο του, θέτοντας παράλληλα νέες βάσεις για το μέλλον. Θα σου πω ότι αυτό δεν το ξέραμε πριν την 8η του Γενάρη που κυκλοφόρησε το άλμπουμ. Άρα κάπου αλλού οφειλόταν όλη αυτή η προσμονή.
Κατ’ εμέ η απάντηση βρίσκεται στο ότι συνειδητοποιήσαμε ότι ο Bowie την ημέρα της κυκλοφορίας του άλμπουμ έκλεισε τα 69 του χρόνια. Είναι πλέον στα μάτια μας “Too old to rock’n’roll” Και αυτή η συνειδητοποίηση, μόνο καλό έχει κάνει σε καλλιτέχνες ανάλογου βεληνεκούς με αυτό του Bowie στο παρελθόν. Είναι κάτι που με έχει προβληματίσει πολλές φορές στο παρελθόν.
Διαπιστώνω την ύπαρξη ενός κοινού μοτίβου στην άνοδο και την πτώση των «μετοχών» καλλιτεχνών του ύψους του Bowie. Αυτών δηλαδή που σε μεγάλο βαθμό όρισαν την ροκ κουλτούρα από τα early 70’s και πέρα. (Δεν θα μιλήσω για νωρίτερα γιατί τα 60’ς ήταν η εποχή του rock’n’roll και όχι του rock αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω…).
Για παράδειγμα οι μετοχές του Springsteen ήταν στο ναδίρ για πολλά χρόνια. Tα 90’s (ιδιαίτερα το δεύτερο μισό) και τουλάχιστον το πρώτο μισό των 00’s ήταν μια πολλή κακή περίοδος για το «αφεντικό». Όποιος αγαπούσε τα τραγούδια του, τα άκουγε στα … κρυφά και δεν υπερβάλλω. Υπάρχει κείμενο μου της εποχής που το επιβεβαιώνει αυτό. Στις 24/3 του … 2005 καλεσμένος στη στήλη “Be My Guest” του mic.gr τον αναφέρω ως guilty pleasure και αναφέρω ότι μπορεί, στις μέρες μας, να «ντρέπεσαι που τον ακούς» αλλά … εμένα μου αρέσει. Αυτό ήταν το κλίμα τότε. Ο ίδιος ο Bruce έχει δηλώσει ότι έκανε 61/2 χρόνια να κυκλοφορήσει άλμπουμ (από το “The Ghost of Tom Joad” του 1995 μέχρι το “The Rising” του 2002 ) επειδή δεν … υπήρχε λόγος για αυτό. Μήπως αυτό σας θυμίζει τα δέκα χρόνια κενό στην δισκογραφία του Starman; Στην ουσία ο Springsteen ανέκαμψε πλήρως αφού έβγαλε στο δρόμο σε τρίωρες και βάλε συναυλίες την E-Street Band του και έκανε (κι ακόμη κάνει) την μία τουρνέ πίσω από την άλλη. Όταν δηλαδή πάτησε τα 60 του χρόνια, φρόντισε να το συνειδητοποιήσουμε όλοι αυτό και άρχισε να περιοδεύει σαν εικοσάχρονος. Χρειάστηκε το κοινό να νιώσει πως «αυτός ο γέρος ροκάρει ακόμη» για να εξακοντιστεί η μετοχή του στα ύψη. Στα 67 του πλέον ο Bruce χαίρει μεγαλύτερης εκτίμησης από ποτέ.
Ο Leonard Cohen είναι κάπως διαφορετική περίπτωση. Είναι μέρος της ροκ κουλτούρας με ένα διαφορετικό τρόπο και όχι επειδή «ροκάρει» ή επειδή έκανε κάτι τέτοιο στο παρελθόν. Είναι άραγε όμως τυχαίο ότι η καριέρα του πήρε πάλι τα επάνω της όταν το 2012 κυκλοφόρησε το “Old Ways” με τον ίδιο να φιγουράρει στο εξώφυλλο με μαγκούρα και την χαρακτηριστική κυρτή στάση του ηλικιωμένου; Η μετοχή του δηλαδή ανέβηκε κατακόρυφα στα 78 του χρόνια. Και αφού πρώτα είχε μεσολαβήσει ένα μεγάλο κενό στη δισκογραφία του.
Υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα. Όσοι παρακολουθούν από κοντά την πορεία των Bob Dylan, Neil Young και άλλων μύθων θα βρουν αυτό το μοτίβο να επαναλαμβάνεται λίγο πολύ.
Είναι λες και να έχει αποφασιστεί πως το κοινό (;) θεωρεί ότι το ροκ δεν είναι για μεσήλικες. Αν όμως κάποιος αντέξει και φτάσει μέχρι την «τρίτη» ηλικία τότε το πράγμα αλλάζει. Τότε κάνει την υπέρβαση και γίνεται πάλι σεβαστός. Και είναι κρίμα γιατί όλοι οι παραπάνω (και άλλοι περισσότεροι) ποτέ δεν σταμάτησαν να βγάζουν όμορφα άλμπουμ. Προφανώς είχαν τα πάνω και τα κάτω τους, αλλά πολύ συχνά τους κατασπάραξαν τα θηρία στην αρένα μόνο και μόνο γιατί πια δεν ήταν 25 χρονών αλλά 45. Ή 55. Αλλά άμα περάσουν τα 60-65 … τότε αλλάζει.
Ακόμη περιμένω ένα tribute album όπου κάποιες μπάντες θα διασκευάζουν το Trans – το κατά γενική ομολογία χειρότερο άλμπουμ του Neil Young. Στην ουσία με εκείνο το άλμπουμ ο Neil προσπάθησε (ανεπιτυχώς) να ανανεώσει τον ήχο του. Τα τραγούδια ήταν περίφημα. Αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε με αυτά. Όλοι κόλλησαν στον (πράγματι αποτυχημένο) ήχο του. Και στις μέρες μας το ότι το “Trans” είναι «χάλια» είναι πλέον ένας αστικός μύθος του ροκ.
Ακόμη ψάχνω τα (προ – internet) κείμενα όσων έκραζαν άγρια τους Rolling Stones όταν έβγαιναν σε περιοδεία και που έγραφαν ότι θα έπρεπε να μείνουν σπίτι να πίνουν χαμομήλι. Τα ψάχνω για να τα αντιπαραθέσω με τα κείμενα που εκθειάζουν τους γερόλυκους του ροκ που σε αυτήν την ηλικία κάνουν αυτά που κάνουν…
Και τέλος, για να κλείσω με το πρόσωπο με το οποίο ξεκίνησα (αν και η παραπάνω καταγραφή δεν είναι σε καμία περίπτωση πλήρης), ακόμη περιμένω τα κείμενα εκείνα που θα αποκαθιστούν την τάξη σχετικά με την αξία των 80’s άλμπουμ του David Bowie. Ακόμη περιμένω το κείμενο που θα γράφει ότι π.χ. μέσα στο “Reality” του 2003 υπάρχουν μερικά από τα ομορφότερα τραγούδια που έχει γράψει ο Bowie. Το closing track Bring Me The Disco King ή/και το Looking For Water, πόσο μάλλον δε το The Loneliest Guy. Για να μην αναφερθώ στο Slow Burn από το “Heathen” του 2002. Ακόμη περιμένω το κείμενο που θα γράφει ότι σε όλα τα άλμπουμ του Bowie υπάρχουν μερικά από τα ομορφότερα τραγούδια του και ότι η καλλιτεχνική πορεία του δεν έχει τόσα σκαμπανεβάσματα όσα του καταμετρούνται.
Και πολύ θα χαρώ να πάψω να βλέπω κείμενα που σηκώνουν επιδεικτικά το φρύδι για κάποιον καλλιτέχνη μόνο και μόνο επειδή είναι π.χ. 45 ετών.
Περισσότερα κείμενα δηλ. που να εστιάζουν στη μουσική αυτή καθ’εαυτή και όχι στη «μετοχή» του καλλιτέχνη την περίοδο κυκλοφορίας του άλμπουμ του. Φαίνεται ότι για το φρέσκο ψωμί ενδιαφέρονται όλοι και λίγο πολύ το βρίσκουν νόστιμο και θελκτικό. Το μπαγιάτικο ψωμί περνάει στα αζήτητα. Όταν όμως αυτό το ίδιο μπαγιάτικο ψωμί μεταμορφωθεί με τα χρόνια σε ξερό ψωμί (π.χ. σε ένα ωραιότατο κριτσίνι) τότε το ενδιαφέρον ανανεώνεται.
Υ.Γ. (οι μόνες λέξεις που προστέθηκαν σε αυτό το κείμενο μετά θάνατον) Όλοι εσείς στα ιδιωτικά κανάλια. Το όνομα του είναι «Μπό – ου – ι». Μπό-ου-ι !