Στο τέταρτο μυθιστόρημά της, «Brandy Sour. Μυθιστόρημα σε είκοσι δύο δωμάτια», η Κωνσταντία Σωτηρίου στήνει τον αφηγηματικό της ιστό γύρω από ένα πολύ γνωστό ξενοδοχείο της Κύπρου, το ξενοδοχείο Λήδρα Παλάς, χτισμένο το 1949 στη Λευκωσία, και χωρίζοντας το βιβλίο σε είκοσι δύο κεφάλαια- δωμάτια του ξενοδοχείου περικλείει σε αυτά την ιστορία είκοσι δύο διαφορετικών ανθρώπων αναδεικνύοντας έτσι όχι μόνο την πολυτελή και μοντερνιστική άποψη της ζωής που επιβάλλει το ξενοδοχείο αλλά την ίδια τη μεγάλη Ιστορία του τόπου της.
Στην ακμή του το ξενοδοχείο αποτελεί έναν τόπο συγκέντρωσης προσωπικοτήτων και ταυτόχρονα ένα σημείο προορισμού πλούσιων Εγγλέζων, Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων. Παράλληλα έγινε το επίκεντρο σημαντικών εξελίξεων. Δείπνα σημαντικών πολιτικών αποφάσεων, όπως αυτό για την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, έγιναν στον χώρο του, εκεί στεγάστηκαν τα μέλη της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ, εκεί συνεχίστηκαν οι συζητήσεις για το Κυπριακό. Εκεί έγινε η φονική μάχη που στοίχησε τη ζωή των πρώτων εθνοφρουρών το 1974, εκεί διαιρέθηκε η μοναδική διχοτομημένη πρωτεύουσα του κόσμου.
Με ευρηματικότητα η Σωτηρίου δημιουργεί μια σειρά αφηγήσεων στις οποίες πρωταγωνιστούν ένας βασιλιάς, ένας εβραίος, μια καμαριέρα, ένας αντάρτης, ένας ποιητής και ο Αρχιεπίσκοπος, μια δεσποινίδα, ένας Τούρκος, ένας ζωγράφος, ο θυρωρός, ένας κομπάρσος, ο Δήμαρχος, ένας φωτογράφος, ένας μετρ, μια μητέρα, μια καθαρίστρια, μια αρραβωνιαστικιά, μια κόρη, ένας χτίστης, οι Οηέδες κι ένας γρύπας. Ανόμοιοι μεταξύ τους ήρωες, οι οποίοι όμως συγκροτούν μια συγκεκριμένη μικροκοινωνία και συνιστούν έναν θίασο ζωής που κινείται γύρω από ένα ξενοδοχείο, σύμβολο της ίδιας της Κύπρου, γύρω από τα οδοφράγματα, γύρω από την αναλγησία της Ιστορίας.
Τα ποτά που μοιράζονται, από το συμβολικό Brandy Sour, την κουμανταρία, τον ζαμπούκο, το κονιάκ μέχρι την αφρόζα και τη λεμονάδα ή τον καφέ και το νερό γίνονται η κατακλείδα των κεφαλαίων και ταυτόχρονα η παρηγορητική συντροφιά των ανθρώπων στα δεινά της ζωής τους.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Μέσα από τις αφηγήσεις το υπό κατάρρευση πλέον κτίριο αποκτά μια ξεκάθαρη ανθρώπινη υπόσταση. Μιλά στον Τουρκοκύπριο Χασάν, μεταλαμπαδεύει την αγωνία του σε έναν άνθρωπο που σωματοποιώντας το άγχος του γεμίζει άφθες. Όμοιες με τις τρύπες του κτιρίου ή της ίδια της Ιστορίας στο ματωμένο νησί.
Η Σωτηρίου υπογράφει ένα σημαντικό, τρυφερό και ταυτόχρονα αιχμηρό, εντελώς πρωτότυπο βιβλίο. Με εκλεπτυσμένη γλωσσική αισθητική και ευφάνταστες αφηγηματικές τεχνικές καταθέτει ένα έργο ιδιαίτερα σημαντικό με κοινωνικές, πολιτικές και ανθρώπινες διαστάσεις. Χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις αλλά με σαφή την ιστορική συνείδηση μιλά για εκείνα που σαν το νερό σε βοηθούν να αντέξεις τον κόσμο. Και για όσα κατάφεραν ένα τεράστιο πλήγμα στην ανθρωπογεωγραφία του νησιού, στην υπόγεια παρακμή που διαπερνάει την ιστορική κατάρρευση της πατρίδας, ενός ξενοδοχείου, μιας κοινωνίας. Στηλιτεύει τις ψευδαισθήσεις και τη φθορά, αγωνιά για την ελπίδα και τη χαμένη δικαιοσύνη μέσα στον χρόνο και στην πορεία ενός ολόκληρου τόπου. Κυρίως όμως διαπραγματεύεται την ίδια τη μνήμη. Χαράζει ένα λογοτεχνικό μονοπάτι για να βαδίσει εκείνη «άσβεστη βάτος» και να φτάσει στο παρών διεκδικώντας τη συνεχή και αδιάσπαστη ύπαρξή της στις επερχόμενες γενιές. Και το κάνει με τον καλύτερο τρόπο. Μέσα από τη συνθήκη της άρτιας λογοτεχνίας, επιβεβαιώνοντας ξανά πως η μεγάλη λογοτεχνία είναι εκείνη που κατά τον Πεσσόα «αποδεικνύει ότι η ζωή δεν είναι αρκετή».