Μια Τέχνη του Ελάχιστου

Στο έργο της Christiane Löhr, η φύση μετατρέπεται σε πεδίο καλλιτεχνικής πραγμάτευσης με έναν παράδοξο και κάθε άλλο παρά κυριολεκτικό τρόπο. Η δημιουργός απομονώνει υλικά από το φυσικό περιβάλλον κι επικεντρώνεται στις φόρμες που αυτά ενέχουν, άλλοτε αναπαράγοντας την εσωτερική δομή τους κι άλλες φορές χρησιμοποιώντας τα ως καθαυτό υλικό για το πλάσιμο νέων δομών. Σε αυτήν τη λογική, μετατοπίζει χωρικά τη διαδικασία της εικαστικής της δράσης κι ανιχνεύει εν δυνάμει πιθανότητες σύνθεσης σε κάθε λογής στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος[1]. Το γνώρισμα εκείνο που, μέσα από τα έργα της, φαίνεται να την ελκύει και να την απασχολεί, απαντάται στη γεωμετρική οργάνωση των πραγμάτων, από την οποία αφορμάται, προσεγγίζοντάς την ως ένα συνεχές που διέπει ένα ευρύ φάσμα στο πλάσιμο του κόσμου γύρω μας.

 

Τέσσερα μεγάλης κλίμακας επιτοίχια εισάγουν το θεατή στην έκθεση,  με τις αφηρημένες μαύρες γραμμές, από παστέλ λαδιού, να κυριαρχούν πάνω στην ουδετερότητα του λευκού χαρτιού. Από την πρώτη αυτή περιγραφή, η χρήση της αντίθεσης λευκού- μαύρου, ίσως να παραπέμπει σε έργα Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού, όπως των Franz Kline και Robert Motherwell, από τα οποία όμως διαφοροποιούνται, καθώς τα έργα της Löhr ορίζονται από δίκτυα πιο “ευέλικτα”, από γραμμές σαν νήματα που πλέκονται, δημιουργώντας κόμβους κι αφηγήσεις.

 

Τα ζωγραφικά έργα της, με την έντονη αντίθεση επιφάνειας και γραφής, αποστασιοποιημένα από τη μινιμαλιστική αυστηρότητα, θα μπορούσε να ειπωθεί πως αποτυπώνουν στο χαρτί ένα είδος “χαρτογράφησης”, που μπορεί να αφορά από τη μεγέθυνση συνταγμάτων και συμπλεγμάτων (κλαδιών, αγγείων ή κυττάρων), μέχρι την αποτύπωση πάσης φύσεως δομικών σχηματισμών⋅ μια ελεύθερη απόδοση διαδρομών που προϋπάρχουν της αποτύπωσής τους στην επιφάνεια και συνεχίζουν την πορεία τους έξω από αυτήν. Η δημιουργός αφομοιώνει στο δικό της εικαστικό ιδίωμα και πλαίσιο σκέψης την αφαιρετική, λιτή απόδοση, οπτικοποιώντας την τάξη εκείνη, που είναι σύμφυτη με την φύση αλλά και τις αρχές της κατασκευής.

 

Η συνολική αίσθηση που δίνεται από αυτό το πρώτο μέρος της έκθεσης, είναι ότι πρόκειται για μια ανάλυση δομής, η οποία δημιουργεί έναν “κανόνα” που θα συστηματοποιηθεί και θα εφαρμοστεί στη συνέχεια. Σε αυτό συντείνει η παρεμβολή του γλυπτού Μικρή Οροσειρά/ Kleines Gebirge, το οποίο όντας φτιαγμένο εξ’ ολοκλήρου από σπόρους κισσού προϊδεάζει για την εξέλιξη του σκεπτικού της δημιουργού.

 

Συνεχίζοντας την πορεία στο χώρο, έρχεται κανείς αντιμέτωπος με ένα σύνολο ιδιόμορφων γλυπτών, τα οποία απομακρύνονται από το βάρος που παραδοσιακά συνοδεύει τη γλυπτική έκφραση. Η καλλιτέχνης κατασκευάζει με άνθη, σπόρους κι άλλα υλικά, με μια αέρινη κι “άτακτη” πρώτη ύλη, την οποία θέτει στο επίκεντρο κι αφήνεται να της δείξει τον τρόπο οργάνωσής της. Αναπαράγει, λοιπόν, τα ενυπάρχοντα μοτίβα και μέσα από την επαναληπτικότητα στη χρήση τους. Τα σύνολα αρθρώνονται πάνω στη συνύπαρξη των υλικών μέσα από τη μη- παρεμβατική μεταχείριση τους και την λεπτότητα του χειρισμού. Με μια προσεκτική παρατήρησή τους, δίνεται η εντύπωση ότι συστηματοποιείται η δυναμική σύνθεσης που φέρουν εντός τους, με αποτέλεσμα να μοιάζουν σαν να μην υπήρχε επιλογή παρά να συμπαρατεθούν με το δεδομένο τρόπο.

 

Επιπλέον, φαίνεται σαν το κάθε συστατικό που χρησιμοποιεί να έχει επιλεγεί μετά από ιδιαίτερη μελέτη, ώστε δομή και σχήμα να ανταποκρίνονται και να συμβαδίζουν με την εκάστοτε σύνθεση.  Σε αυτήν τη λογική, οργανώνει τις μονάδες σε “καθαρά” σχήματα, όπως το Οβάλ Αγριάδας, ένα κουκούλι φτιαγμένο από σπόρους κι επενδυμένο με τρίχωμα σκύλου, ο Διαπερατός Κύβος, ένας κύβος πλεγμένος από άνθη δέντρου και η Μικρή Συσσώρευση, μια σχεδόν τελετουργική συνύπαρξη κλεφτών σε κυκλική διάταξη. Παράλληλα, παρουσιάζονται περίπλοκα αρχιτεκτονικά αναπτύγματα, όπως η Αψιδωτή Φόρμα,  ο Μικρός Θόλος, και το Μικρό Κόκκινο Εξάγωνο⋅ τρία γλυπτά από μίσχους, που κατορθώνουν να αναιρέσουν την αστάθεια του υλικού τους και να σταθούν αυτόνομα στον χώρο. Στην ενότητα αυτή των γλυπτών, προστίθενται δύο ακόμη έργα, τα οποία προσεγγίζουν μορφολογικά οργανικές μορφές⋅ ο Σπορόσακος[2], ένα δίκτυ γεμισμένο με άνθη από γαιδουράγκαθο και η Προβιά Αγριάδας[3], κεντημένη από τρίχωμα σκύλου και σπόρους αγριάδας.

 

 

 

Η συνύπαρξη των γλυπτών στον χώρο λειτουργεί σαν μια μικρογραφία περιβάλλοντος, φυσικού και τεχνητού. Παρότι τα μέρη υποτάσσονται στο όλον, η δημιουργία μοιάζει να μη βασίζεται στην πρόσθεση, αλλά σε μια πολλαπλασιαστική διαδικασία, που κάνει τα “πεπερασμένα” αυτά γλυπτά να ξεπερνούν τη μικρή κλίμακά τους και να αποκτούν ουσιαστική υπόσταση. Σύνολα που αποκτούν “βάρος” μέσα από την ακρίβεια και τη συμμετρία στην παράθεση των επιμέρους συστατικών στοιχείων. Ακόμη, η ανάλαφρη σύνθεση επιτρέπει το πέρασμα του φωτός, το οποίο διαμορφώνει τα όρια, φανερώνει τον σκελετό κι ολοκληρώνει τη σύνθεσή τους- η ελάχιστη υλικότητά τους έρχεται σε αντίστιξη με τις “ακέραιες” κατασκευές που αυτά αναπαριστούν.

 

Ως “επίλογος” της έκθεσης, ο τρίτος χώρος περικλείει μικρής κλίμακας επιτοίχια, που αναπτύσσονται στη λογική των προαναφερθέντων επιτοιχίων. Σε αυτά, οι γραμμές ορίζονται είτε από μια πιο πυκνή γραφή από παστέλ λαδιού που σχεδόν καλύπτει την επιφάνεια, είτε, αντιστρόφως, από το ανεπαίσθητο αποτύπωμα του γραφίτη- διαβαθμίσεις έντασης που αρθρώνονται πάνω στους όρους μιας διαρκούς δομικής αποκάλυψης. Ανάμεσά τους, συναντώνται επιπλέον δύο  μικρές κατασκευές, το Μικρό Τρίχινο Έργο (Kleine Haararbeit) κι ο Τρίχινος Ιστος σε Κοίλο Σχήμα (Kleines Haarnetz Konkav), κατασκευές από τρίχες αλόγου πλεγμένες πάνω σε βελόνες, στις οποίες αναπαράγονται σχηματισμοί τέτοιοι, που θυμίζουν fractals.

 

Συνολικά, η τοποθέτηση των έργων στον χώρο συμβάλλει στη διατύπωση της επιθυμητής αφήγησης κι αναδεικνύει το ρυθμό που διατρέχει το σύνολο των έργων. Έτσι, σκιαγραφείται εύστοχα ο τρόπος με τον οποίον η Christiane Löhr αξιοποιεί κι εκμεταλλεύεται δημιουργικά τη γεωμετρία που ενέχουν τα κάθε λογής φυσικά υλικά, επιτυγχάνοντας να παραλληλίσει τη συμπόρευση της ανθρώπινης κατασκευαστικής δραστηριότητας με αυτήν της φύσης. Τα έργα, οπτικοποιούν τους κανόνες που τη διέπουν, αποκαλύπτοντας και παρουσιάζοντας τη “βαθιά δομή” της. Αποφεύγοντας την όποια περιγραφικότητα, παρουσιάζει μέσα από την τέχνη της το σημείο εκείνο, όπου τα όρια και οι αρχές της οργάνωσης απηχούν την κοινή καταβολή τους. Κατορθώνει να δομήσει το έργο της πάνω σε καθολικούς όρους, μετουσιώνοντας το σε έναν προβληματισμό πάνω στις αρχές της ίδιας της ύπαρξης και καταλήγοντας σε ένα πυκνό νοημάτων και συσχετισμών αποτέλεσμα.

 

Η καλλιτέχνης δημιουργεί μέσα από την αξιοποίηση και τη μεταμόρφωση των φαινομενικά απλών υλικών και δομών- μια πρακτική άκρως συμβολική. Το φυσικό υλικό αποκόπτεται από το περιβάλλον του, αποκτώντας νέα υπόσταση και δύναμη. Η απλότητα, ταπεινότητα του εφήμερου υλικού που επιλέγει, παραπέμπει στις αρχές της Arte Povera[4], με την ανάδειξή αυτού να επέρχεται μέσα από την πολυπλοκότητα στην επεξεργασία κι από την επίμονη μελέτη του. Με τον τρόπο αυτόν, μονιμοποιεί το προσωρινό κι ενισχύει το εύθραυστο, προσδίδοντας του ένα ευρύ φάσμα δυναμικών. Μέσα από την απλότητα και το στοιχείο του ευάλωτου, προκύπτει μια παράδοξη στιβαρότητα.

 

 



[1]  Για την κατασκευή των έργων της ατομικής της έκθεσης, η Christiane Löhr χρησιμοποιεί μια σειρά από φυτικά στοιχεία σε αποξηραμένη μορφή, όπως μίσχους φυτών, χορτάρι, σπόρους, άνθη, σπόρους και ζωικά, όπως τρίχες σκύλου κι αλόγου. 

[2] Έργο που θυμίζει μια άλλη, “αιθέρια” εκδοχή του Untitled or Not Yet της Eva Hesse (1965).

[3] Οι πρωτότυποι τίτλοι των έργων: Οβάλ Αγριάδας/ Klettenoval, Διαπερατός Κύβος/ Durchlässiger Kubus, Μικρή Συσσώρευση/ Kleine Ansammlung, Αψιδωτή Φόρμα/ Bogenform, Μικρός Θόλος/ Kleine Kuppel, Μικρό Κόκκινο Εξάγωνο/ Kleines Rotes Hexagon, Προβιά Αγριάδας/ Klettenvlies, Σπορόσακος/ Samenbeutel.

[4] Δεν αναφέρεται τυχαία, αλλά με έναυσμα τη μαθητεία της δημιουργού, κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών της, δίπλα σε μια από τις κεντρικές φιγούρες του κινήματος της Arte Povera, τον Γιάννη Κουνέλλη, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Düsseldorf.

 

*Photo 2: by Boris Kirpotin



H Γκαλερί Bernier/Eliades παρουσιάζει την πρώτη ατομική έκθεση στην Ελλάδα, της γερμανίδας καλλιτέχνιδας Christiane Löhr, μέχρι τις 8 Ιανουαρίου 2015. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ