Για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, η πρωτότυπη μουσική παράσταση Classic Rock παρουσιάζεται στο αθηναϊκό κοινό στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, όπου, την Τρίτη (17/09), βρέθηκα για να παρακολουθήσω την πρώτη από τις δύο sold out εμφανίσεις.

Δέκα λεπτά μετά τις 9, ο φωτισμός στο σχεδόν κατάμεστο χώρο χαμήλωσε και στη σκηνή έλαβαν τις θέσεις τους οι μουσικοί της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Πράγας και της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, συνοδευόμενοι από τον διάσημο μαέστρο, συνθέτη και ενορχηστρωτή, Friedemann Riehle. Οι πρώτες νότες του δημοφιλούς κομματιού των Deep Purple, «Perfect Strangers», μας εισήγαγαν αστραπιαία στο αναμενόμενο rock κλίμα της βραδιάς και γνωρίσαμε για πρώτη φορά την εξαιρετική rock vocalist από τη Σουηδία, Liz Vandall.

Μετά το πρώτο -από τα πολλά που θα ακολουθούσαν- ενθουσιώδες χειροκρότημα της βραδιάς, μεταφερθήκαμε ακόμη πιο πίσω στο χρόνο και συγκεκριμένα, στη δεκαετία του ’60 με το κομμάτι  «Paint it black» των Rolling Stones. Στη συνέχεια, η Vandall έδωσε τη θέση της στην Marketa Poulickova, ενώ στη σκηνή υποδεχτήκαμε και τον πρώτο special guest της βραδιάς, τον εμβληματικό κιθαρίστα των Scorpions, Uli Jon Roth για το progressive rock τραγούδι «Comfortably Numb» των Pink Floyd, ένα κομμάτι που βρίσκεται στη λίστα με τα 500 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών του περιοδικού Rolling Stone. Ο φημισμένος κιθαρίστας ανταπεξήλθε πολύ καλά στις απαιτήσεις των δύο διάσημων solo του κομματιού, ενώ η ερμηνεύτρια, παρότι αρχικά φάνηκε να μην ταιριάζει φωνητικά με το κομμάτι, κατάφερε να διατηρήσει και να μεταφέρει την ευαισθησία και τη μελωδικότητα του πρωτότυπου κομματιού.

Έπειτα από μια μικρή εισαγωγή από τον Uli Jon Roth, απολαύσαμε το θαυμάσιο hard rock κομμάτι «Well Burn the Sky» των Scorpions, το οποίο ο Γερμανός κιθαρίστας αφιέρωσε στον Jimi Hendrix, καθώς σήμερα συμπληρώνονται 49 χρόνια από την 18η Σεπτεμβρίου του 1970, ημέρα που απεβίωσε ο μεγάλος θρύλος της μουσικής, ενώ οι στίχοι του τραγουδιού αρχικά αποτελούσαν ένα ποίημα γραμμένο μετά το θάνατο του Hendrix από την σύντροφο του, Monika Dannemann. Τα εξαιρετικά solo στην ηλεκτρική κιθάρα και η a cappella ερμηνεία προς το κλείσιμο, ήταν μερικές μόνο από τις ωραιότερες στιγμές του κομματιού σε μια συνολικά πολύ όμορφη ενορχήστρωση και εκτέλεση.

Στο άκουσμα ενός ακόμα διάσημου classic rock κομματιού των Scorpions, «Rock you like a hurricane», το κοινό, που μέχρι εκείνη την ώρα παρακολουθούσε σχεδόν αμέτοχο, ξεσηκώθηκε για τα καλά, ενώ η θερμή αυτή αντίδραση του κόσμου σίγουρα οφείλεται, κατά την γνώμη μου, στην θαυμάσια και δυναμική ερμηνεία της Vandall.

Το επόμενο κομμάτι της setlist ήταν το πολύ ωραίο ορχηστρικό «Cry of the night» του Uli Jon Roth κατά το οποίο απολαύσαμε όμορφα solo στην κιθάρα που «συνομιλούσε» και συμπλήρωνε μουσικά τις δύο ορχήστρες, ενώ το μόνο αρνητικό ήταν η περιττή, ίσως, προσθήκη των φωνητικών του συγκροτήματος Trio Trinity στην αρχή του κομματιού. Στη συνέχεια, ο μαέστρος Friedemann Riehle καλησπέρισε το αθηναϊκό κοινό μιλώντας στα ελληνικά και σε μια ευχάριστη διαδραστική στιγμή προσπάθησε να μας εκπαιδεύσει -με μερική επιτυχία- σε έναν συγκεκριμένο ρυθμό με σκοπό να συνοδεύσουμε τους μουσικούς χειροκροτώντας στο κομμάτι που θα ακολουθούσε.

Ο κόσμος ανταποκρίθηκε για τα πρώτα δευτερόλεπτα και μετά ανέλαβαν εξ’ ολοκλήρου οι μουσικοί για να απολαύσουμε το κομμάτι «Kind of magic» των θρυλικών Queen με το επίπεδο ερμηνείας της Poulickova από το σημείο εκείνο και έπειτα να εκτοξεύεται, με την ίδια να είναι πιο άνετη και εκφραστική. Με την πολύ όμορφη εισαγωγή στο πιάνο και τη συνοδεία του τσέλο, σε μια από τις ομορφότερες στιγμές της βραδιάς, ακούσαμε την μαγευτική μπαλάντα «Love of my life» των Queen, σε μια εκπληκτική ερμηνεία η οποία συνοδεύτηκε από την αυθόρμητη συλλογική ένδειξη ρομαντικής διάθεσης από το κοινό, το οποίο φώτισε το χώρο χρησιμοποιώντας τους φακούς των κινητών του τηλεφώνων.

Η ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε άλλαξε πολύ γρήγορα όταν ήχησαν οι πρώτες νότες από την εισαγωγή του κομματιού των AC/DC, «Highway to hell», σε μια από τις κορυφαίες στιγμές της βραδιάς, ενώ το tempo χαμήλωσε και πάλι όταν η Vandall επανήλθε στη σκηνή για το τελευταίο κομμάτι του πρώτου μέρους της βραδιάς, «Bridge to heaven», ένα κομμάτι προσαρμοσμένο με την προσθήκη στίχων από τον Uli Jon Roth και βασισμένο στην περίφημη άρια Nessun dorma του Giacomo Puccini.

Μετά από 1 ώρα και 10 λεπτά ακολούθησε ένα μικρό διάλειμμα πριν υποδεχτούμε στην σκηνή τον Ray Wilson και τα μέλη της μπάντας του που αποτέλεσαν την ευχάριστη έκπληξη του δεύτερου μέρους της βραδιάς που περιελάμβανε σχεδόν αποκλειστικά κομμάτια από τις ημέρες του βρετανικού συγκροτήματος Genesis. Τα πρώτα κομμάτια που ακούσαμε ήταν το «No son of mine» το οποίο, μέσα από τη δυναμική ερμηνεία του Wilson, έλαβε μια διαφορετική διάσταση σε σύγκριση με την πρωτότυπη εκδοχή με τη φωνή του Phil Collins, ενώ με το up-tempo pop rock κομμάτι «Thats all», το κοινό συμμετείχε χειροκροτώντας ρυθμικά με τον Wilson να έχει κεντρίσει επάξια το ενδιαφέρον και την προσοχή του κοινού. Ακολούθησαν τα πολύ καλά κομμάτια «Land of confusion» των Genesis και «Another day in paradise» του Phil Collins, ενώ πραγματικά θαυμάσια ήταν η ερμηνεία του Wilson στο «Carpet crawlers» με τα αφηγηματικά στοιχεία να προσδίδουν το απαραίτητο πάθος και συναίσθημα στην συνολική έκφραση του Σκωτσέζου.

Ο πλούσιος ήχος από την 12χορδη ακουστική κιθάρα κατά το κομμάτι του Peter Gabriel, «Solsbury hill», σε συνδυασμό με τις συμφωνικές ορχήστρες που πλαισίωναν ιδανικά τη φωνή του Wilson κρατούσαν σε εγρήγορση το κοινό το οποίο ανταποκρινόταν με χαρά σε κάθε νόημα του Wilson να συμμετέχει στα τραγούδια, ενώ μετά το «Follow you follow me» ακολούθησε το μυστικιστικό progressive rock «Mama» το οποίο ο Wilson ερμήνευσε με ιδιαίτερο πάθος και θεατρικότητα και αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα ένα από τα highlights της βραδιάς. Ο Wilson και η μπάντα του εγκατέλειψαν για λίγο την σκηνή και επέστρεψαν μερικά δευτερόλεπτα αργότερα για ένα encore δύο τραγουδιών, το «Congo», ένα ακόμα τραγούδι των Genesis και το εξαιρετικό με στίχους γεμάτους θυμό κομμάτι «Inside» των Stiltskin με το οποίο έκλεισε σε εξαιρετικό rock κλίμα η παράσταση αυτή, 20 λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα.

Συνολικά, έχοντας παρακολουθήσει και την περσινή συναυλία Classic Rock, θα έλεγα ότι η φετινή παράσταση ήταν ακόμα καλύτερη και αυτό ίσως να οφείλεται, πέρα από την πάντα θαυμάσια ενορχήστρωση των κομματιών, στο ανανεωμένο setlist, στις χαρισματικές ερμηνεύτριες του πρώτου μέρους και στην προσθήκη του θαυμάσιου Σκωτσέζου κιθαρίστα και ερμηνευτή, Ray Wilson, ο οποίος  έφερε έναν post-grunge αέρα με τις έξοχες ερμηνευτικές του ικανότητες και την εξαιρετική του σκηνική παρουσία, συμβάλλοντας σε ένα μοναδικό μουσικό θέαμα που πιστεύω απόλαυσαν όλοι οι μουσικόφιλοι που βρέθηκαν στο Ηρώδειο.


Διαβάστε επίσης:

Classic Rock 3: Μία ακόμη συνάντηση του ροκ με τον κλασικό ήχο στο Ηρώδειο