Η One from the Heart παρουσιάζει τη νέα ταινία της Ματί Ντιόπ (Mati Diop) ΔΑΧΟΜΕΗ (DAHOMEY). Το ντοκιμαντέρ γαλλικής παραγωγής έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου και κέρδισε την Χρυσή Άρκτο, Βραβείο Καλύτερης Ταινίας του Φεστιβάλ. Είναι η Επίσημη Πρόταση της Σενεγάλης για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας ενώ έχει επιλεχθεί στα Φεστιβάλ Τορόντο και Νέας Υόρκης, Σαν Σεμπαστιάν, Λονδίνου, Σαράγεβο, Χονγκ Κονγκ, Σίδνεϊ, New Horizons στην Πολωνία, Φεστιβάλ Σαγκάης, Τόκιο και Ντέρμπαν, ανάμεσα σε άλλα. Είναι επίσης υποψήφια για το Βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και υποψήφια για το Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου.

Στις 9 Νοεμβρίου 2021, 26 βασιλικοί θησαυροί από τη Δαχομέη ετοιμάζονται να φύγουν από το Παρίσι για να επαναπατριστούν στον τόπο προέλευσης τους, στο σημερινό Μπενίν. Μαζί με χιλιάδες άλλα, αυτά τα έργα λεηλατήθηκαν κατά τη διάρκεια της εισβολής του γαλλικού αποικιοκρατικού στρατού το 1892. Για αυτά, 130 χρόνια αιχμαλωσίας φτάνουν στο τέλος τους. Ένα από τα αγάλματα αφηγείται το χρονικό της αρπαγής και το δέος της επιστροφής σε ένα νέο κόσμο. Στο Πανεπιστήμιο του Μπενίν οι φοιτητές, εκπρόσωποι μια νέας γενιάς συζητούν και αντιπαρατίθενται γύρω από τη σημασία της χειρονομίας, ανασύροντας σκοτεινές μνήμες αποικιοκρατίας.

Μια ιστορία που μοιάζει να επαναλαμβάνεται σε διάφορες περιοχές του κόσμου και που για τη χώρα μας μοιάζει παραπάνω από γνώριμη καθώς η αρπαγή των Μαρμάρων του Παρθενώνα συνιστά μια ανεπούλωτη ανοιχτή πληγή σε διαρκή εκκρεμότητα. Τι συνιστούν τα κλεμμένα αγάλματα για ένα λαό, για τους ανθρώπους του Μπενίν αν όχι ένα κομμάτι από την ίδια τους την ύπαρξη; Για να θυμηθούμε τον Μακρυγιάννη και τα απομνημονεύματά του: «Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόσην εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν. […] Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μη καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε».

Με αναφορές στους μεγάλους Αλέν Ρενέ και Κρις Μαρκέρ, η Ματί Ντιόπ μιλά για τα δικά της «Μάρμαρα» δημιουργεί ένα συγκλονιστικό δοκίμιο πάνω στη Μνήμη, την Ιστορία και την λεηλασία τους από την πολιτισμένη Δύση και την ίδια στιγμή ένα μανιφέστο πίστης σε μια νέα γενιά ανθρώπων που καλούνται να χτίσουν ένα νέο κόσμο και να ανακαλύψουν μια νέα γλώσσα, όπως αυτό το sui generis κινηματογραφικό υβρίδιο που αποτελεί ένα μοναδικό μείγμα ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, όπου η ποίηση και η διαλεκτική συναντούν τη μαγεία και το σινεμά του φανταστικού.

Σημείωμα της σκηνοθέτριας:

Με την πρώτη μου ταινία Ατλαντικοί, η οποία μεταφέρει το φάσμα των πολιτιστικών μου επιρροών, προσπάθησα να μείνω όσο πιο κοντά στην καλλιτεχνική μου γλώσσα, παίζοντας συνειδητά με τους κανόνες μιας πιο κλασικής αφήγησης. Με τη Δαχομέη, επέστρεψα σε μια πιο ελεύθερη γραφή και τρόπο γυρίσματος πιο κοντά στις προηγούμενες ταινίες μου.

Το βάναυσο κλείσιμο που επέβαλε η πανδημία με έκανε να αναρωτηθώ για το νόημα που ήθελα να έχει η δουλειά μου ως κινηματογραφίστρια και το αντίκτυπο της πολιτικά. Καθώς σκεφτόμουν την ταινία μυθοπλασίας στην οποία ήθελα να αφοσιωθώ τα επόμενα δύο χρόνια, συνέχιζα να εργάζομαι σε μια ποικιλία ειδών και μέσων. Μέσα στην πανδημία, ήμουν τυχερή να λάβω μια ανάθεση έργου που μου επέτρεψε να κάνω μια ταινία, μόνη μου στο σπίτι, χρησιμοποιώντας δικές μου ηχογραφήσεις με τη γιαγιά μου. Μετά την ατελείωτη περιοδεία προώθησης της ταινίας Ατλαντικοί, το να κάνω την ταινία In My Room με περιορισμένα εφόδια ήταν μια ανακουφιστική και επανορθωτική εμπειρία που μου θύμισε την ικανότητά μου να κάνω ταινία «από το τίποτα».
Ένα χρόνο μετά όταν έμαθα ότι 26 θησαυροί από τη Δαχομέη θα επιστρέφονταν στο Μπενίν από τη Γαλλία, σταμάτησα ό,τι έκανα και αποφάσισα να κάνω μια ταινία για αυτό. Άκουσα για πρώτη φορά τον όρο «επανόρθωση» όταν ακόμα έγραφα την ταινία Ατλαντικοί. Ως κινηματογραφίστρια αφρικανικής καταγωγής, αυτή η λέξη σήμαινε πολλά για μένα. Ουσιαστικά αυτό το θέμα διατρέχει όλο μου το έργο. Επίσης, οι ταινίες που έκανα στο Ντακάρ μεταξύ του 2009 και του 2019 μιλούν για μια διαδικασία επιστροφής: επιστροφής στις αφρικανικές μου ρίζες, σε ένα κομμάτι του εαυτού μου που ήταν θαμμένο για τόσο καιρό κάτω από την ηγεμονία του δυτικού περιβάλλοντος μου.

Η ανακοίνωση του Εμανουέλ Μακρόν στην Ουαγκαντούγκου, το σχέδιο «για τον επαναπατρισμό αφρικανικής πολιτιστικής κληρονομιάς μέσα σε πέντε χρόνια», ήταν ένα σοκ, γιατί συνειδητοποίησα ότι δυστυχώς δεν είχα ποτέ φανταστεί την πιθανότητα κάτι τέτοιο να συμβεί κατά τη διάρκεια της ζωής μου, ίσως από παραίτηση. Δεν είχα φανταστεί ποτέ πώς θα έμοιαζε μια τέτοια επανόρθωση και καθώς προσπαθούσα να το οπτικοποιήσω, μια ταινία ήδη σχηματιζόταν στο μυαλό μου.

Αρχικά, οραματίστηκα μια ταινία μυθοπλασίας που θα αφηγούνταν την επική περιπέτεια ενός έργου τέχνης από την απόσπαση του στο τέλος του 19ου αιώνα έως την επιστροφή στην πατρίδα του το 2075. Έπρεπε να αναφέρεται στο μέλλον, απλά γιατί μου φαινόταν εντελώς απίθανο να επιστραφούν αντικείμενα όσο θα ζούσαμε εμείς ώστε να είμαστε μάρτυρες ενός τόσο ιστορικού κεφαλαίου.

Σε κάθε περίπτωση είχα ενημερώσει τους παραγωγούς μου, ότι αν όντως πραγματοποιηθεί επαναπατρισμός έργων τέχνης (από τη Γαλλία στον τόπο καταγωγής τους) ήθελα οπωσδήποτε να το τραβήξω, οπότε έπρεπε να είμαστε σε επιφυλακή. Διαβάζαμε τις εφημερίδες μέχρι που έγινε η ανακοίνωση ξαφνικά ότι 26 βασιλικοί θησαυροί από την Αμπομέη (Μπενίν) θα επιστρέφονταν στις 10 Νοεμβρίου 2021 και έπρεπε να οργανώσουμε το γύρισμα. Ήταν ένας αγώνας δρόμου, να ζητήσουμε άδεια από την κυβέρνηση του Μπενίν για να συνοδεύσουμε τους θησαυρούς – η κυβέρνηση έγινε συνεργάτης στην ταινία ενώ μας εγγυήθηκε την ανεξαρτησία για την οποία επιμείναμε- ενώ ταυτόχρονα οργανώναμε όλα τα θέματα για ένα γύρισμα από το Παρίσι ως την Κοτονού, ένα μέρος όπου δεν είχα ξαναβρεθεί.

Η ταινία σχηματίστηκε με γυρίσματα και μοντάζ από το 2021 έως το 2023, ένα μείγμα ντοκιμαντέρ και φαντασίας. Οι περίοδοι γυρισμάτων ήταν προγραμματισμένες να συμπίπτουν με το ταξίδι των θησαυρών, ξεκινώντας με την αναχώρηση τους από το Μουσείο Μπρανλί (Musée du Quai Branly), το ταξίδι τους σε ένα αεροπλάνο, έως την άφιξη τους στην Κοτονού. Το δεύτερο γύρισμα στην Κοτονού, αφορούσε στην εγκατάσταση των αντικειμένων στον εκθεσιακό χώρο μέσα στο προεδρικό μέγαρο από την ομάδα των επιμελητών του Μπενίν, συμπεριλαμβανομένου του Calixte Biah, τον οποίο ακολουθήσαμε από το Παρίσι και του Alain Godonou, επιμελητή της έκθεσης. Στη συνέχεια έμεινα στην Κοτονού για ένα μήνα προετοιμάζοντας το άλλο μεγάλο κομμάτι της ταινίας που εστιάζει στο πώς βλέπουν την επανόρθωση των θησαυρών οι νέοι άνθρωποι στο Μπενίν. Επέλεξα να το δείξω αυτό μέσα από μια δημόσια συζήτηση στο πανεπιστήμιο της Αμπομέη-Καλαβί. Μετά από τη συνέχιση του μοντάζ, μια τρίτη σεκάνς γυρίστηκε στο 2022: η έκθεση με τα αντικείμενα, όπου επανενώθηκε ο λαός του Μπενίν με τους θησαυρούς του και στη συνέχεια μια βραδινή σεκάνς φαντασίας και περιπλάνησης στην Κοτονού. Παράλληλα, δούλευα με τον Αϊτινό συγγραφέα Makenzy Orcel για το κείμενο της φωνής του αγάλματος.

Αυτό που διακρίνει το ντοκιμαντέρ από τη μυθοπλασία αφορά κυρίως στην διαδικασία της γραφής. Ήθελα να νιώσω την εμπειρία της ελεύθερης γραφής που δεν είναι εφικτή σε μια ταινία μυθοπλασίας. Μου αρέσει να ξεφεύγω από τις συμβάσεις του μέσου και μου αρέσει η ιδέα να επανεφευρίσκω την προσέγγιση μου στο γράψιμο με κάθε ταινία. Η Δαχομέη είναι ένα ντοκιμαντέρ φαντασίας. Αν οι άνθρωποι βγαίνοντας από το σινεμά αναρωτιούνται για αυτό που είδαν και νιώθουν ότι έζησαν μια ξεχωριστή εμπειρία, τότε αισθάνομαι ότι έχω συμβάλει στο να γίνει ο κινηματογράφος πιο καινοτόμος, με εκπλήξεις. Αυτό αναζητώ κι εγώ από μία ταινία ως θεατής, από όπου κι αν προέρχεται.

Στα ντοκιμαντέρ, η γραφή είναι πρώτα από όλα μια άποψη πάνω στους ανθρώπους ή μια κατάσταση. Το γράψιμο ξεκινάει με την κινηματογραφική γλώσσα που μεταφράζει (ή προδίδει) τη σχέση με τον κόσμο, με τους άλλους ανθρώπους και με τον εαυτό σου. Στο τέλος όταν βλέπεις μια ταινία, ντοκιμαντέρ ή μυθοπλασία, η μόνη ερώτηση είναι αν το σινεμά συμβαίνει ή όχι.
Όταν έφτασα στο μουσείο στο Παρίσι με τη διευθύντρια φωτογραφίας Josephine Drouin Viallard, όταν τα αντικείμενα θα απομακρύνονταν από τον εκθεσιακό χώρο και θα έμπαιναν σε κουτιά, δεν ξέραμε τι να περιμένουμε και ήμασταν διστακτικές σε αυτό το ιδρυματικό περιβάλλον. Στην ταινία Statues meurent aussi των Αλέν Ρενέ και Κρις Μαρκέρ (1953), μία ταινία που είχα στο νου μου ως αναφορά, τα πλάνα των αγαλμάτων τείνουν προς το θείο. Είναι ταυτόχρονα ένα πολιτικό μανιφέστο και μία ταινία τέχνης. Στόχευα στην ίδια αισθητική δύναμη, αλλά σε ένα ντοκιμαντέρ δεν μπορείς να ελέγξεις τα πάντα γύρω σου. Μόνο μία λήψη είναι εφικτή, σε μόνο ένα σημείο. Είναι τώρα».

Ταυτότητα ταινίας
Δαχομέη

  • Σκηνοθεσία: Ματί Ντιόπ
  • Σενάριο: Ματί Ντιόπ, Μαλκένζι Ορσέλ
  • Φωτογραφία: Τζοζεφίν Ντρούιν-Βιάγιαρντ
  • Μοντάζ: Γκαμπριέλ Γκονζάλεζ
  • Μουσική: Γουόλι Μπονταρου, Ντιν Μπλαντ
  • Διάρκεια: 68 λεπτά
  • Έγχρωμο
  • Χώρες παραγωγής: Γαλλία, Σενεγάλη, Μπενίν
  • Έτος παραγωγής: 2024