Στο μυθιστόρημά του με τίτλο “Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων” (Del amor y otros demonios) ο Κολομβιανός συγγραφέας Gabriel García Márquez περιγράφει ένα μύθο για ένα μυστηριώδες νεαρό κορίτσι με μακριά χάλκινα μαλλιά του οποίου οι μπούκλες συνεχίζουν να πληθαίνουν και να μακραίνουν ακόμη και μέσα στον τάφο της μετά τον θάνατό της. Η έκθεση “Περί θανάτου και άλλων δαιμονίων” δανείζεται την εικόνα αυτή για να παρουσιάσει την τρίτη σε σειρά ομαδική έκθεση μετά το Nyctophilia (2015) και το Tender Is The Night (2016) και να στοχαστεί πάνω στο σκοτάδι και το θάνατο μέσα από δεκαεπτά εικαστικά έργα και μία έκδοση.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ο Ύπνος και ο δίδυμος αδελφός του, ο Θάνατος, ήταν θεοί, παιδιά της Νύχτας και του Ερέβους. Τον Ύπνο τον οποίο θεωρούσαν ήσυχο και πράο θεό ή δαίμονα που πλανιόταν στη γη απεικόνιζαν πότε ως ωραίο νέο που έσπερνε στη Γη γλυκά όνειρα ή κοιμόταν σε μια κλίνη, και πότε ως δαίμονα με φτερά που μετέφερε ένα νεκρό με το θάνατο. Στο έργο τους The Gates of Horn and Ivory o Παναγιώτης Λουκάς και η Μαλβίνα Παναγιωτίδη ενώνουν αυτές τις δύο εκδοχές του Ύπνου σε μια μορφή φτιαγμένη από πηλό με εξαιρετική λεπτότητα, φαντασία και λεπτομέρεια. Ο τίτλος του αποτελεί μια λογοτεχνική εικόνα που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Οδύσσεια όταν η Πηνελόπη εκφράζει την πεποίθησή της ότι το όνειρο πως ο σύζυγός της Οδυσσέας πρόκειται να επιστρέψει είναι ψευδές. Αργότερα, η φράση συναντάται συχνά για να εκφράσει ότι τα αληθινά όνειρα, εκείνα δηλαδή που είναι προφητικά και πραγματοποιούνται περνούν από τις πύλες του κέρατος, ενώ τα ψευδή, εκείνα που δεν αντιστοιχούν σε γεγονότα έρχονται μέσα από την πύλη του ελεφαντόδοντου.
Τα κερί σαν σύμβολο αποτελεί μια υπόμνηση εσωτερικής αλλοιώσεως, ή αλλαγής. Όπως εκείνο λιώνει καθώς καίγεται, όμοια του και οι εμπειρίες αλλοιώνουν τους ανθρώπους. Ταυτόχρονα το σβησμένο κερί αποτελεί υπόμνηση του θανάτου, υπενθυμίζει το πέρασμα του χρόνου, την παροδικότητα της ζωής, το εύθραυστο της ανθρώπινης ύπαρξης. Το Every Morning There Is Something Wrong αποτελεί χαρακτηριστικό έργο του Παναγιώτη Λουκά ο οποίος στη ζωγραφική του συνδυάζει αριστοτεχνικά το λυρισμό με το μαύρο χιούμορ ξετυλίγοντας μία προσωπική εικονογραφία που απαρτίζεται από φανταστικά πλάσματα, αινιγματικά τοπία και αλληγορικές παραστάσεις που άπτονται συμβολικών νοημάτων. Οι τίτλοι του, συνήθως σατυρικοί ή ειρωνικοί, παραπλανούν και απλώνουν ένα πέπλο μυστηρίου γύρω από αφηγήσεις όπου ελλοχεύουν το σκοτεινό και το ανερμήνευτο.
Στο βιβλίο “Για το Πνευματικό στην Τέχνη” ο Kandinsky περιγράφει το μαύρο ως “Nichts, ein Nichts”, δηλαδή ένα τίποτα χωρίς δυνατότητες, ένα ουδέν που πέθανε μόλις έσβησε ο ήλιος, μία αέναη σιωπή χωρίς μέλλον ούτε ελπίδα, κάτι το σβησμένο όπως μια πυρά που έχει καεί ή ένα πτώμα που δεν νιώθει τίποτα. Το αποκαλεί επίσης “μαύρο του θανάτου” ένα χρώμα που όλα τα απορροφά και γίνεται ο απόηχος μιας απάνθρωπης θλίψης. Αυτή τη γλώσσα που ενώνει τις μορφές με τα χρώματα αλλά ακόμη και με τα υλικά μέσω της αντίληψής μας για τις υφές (μαλακό-σκληρό, ελαφρύ-βαρύ, ανθεκτικό-εύθραυστο) χρησιμοποιεί ο Δημήτρης Εφέογλου ο οποίος πραγματεύεται την έννοια του μετασχηματισμού και της φθοράς παράγοντας διάτρητα σχέδια/γλυπτά τα οποία ερευνούν τα όρια του μέσου και των αισθήσεών μας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Τα έργα-τοτέμ και το The Magician της Μαριάννας Ιγνατάκη εστιάζουν στη σχέση της μαγείας με τη ζωή και τον θάνατο. Παράλληλα τα τρία Totem τα οποία παίρνουν τα ονόματά τους από το σχήμα τους και την ομοιότητα τους με τα αντίστοιχα κινεζικά ιδεογράμματα (Shǔ 鼠 The Rat (The Ugly) / Shān 山 Sunny The Mountain (The Lady) / Xiǎo Dòng 洞 小 The Little Hole (The Cave)) συνδέονται με τα αρχαία διδάγματα του Κομφούκιου γύρω από το σώμα. Σύμφωνα με τον Κομφούκιο (551-479 π.Χ.) τα μαλλιά δεν ανήκουν στο ίδιο το άτομο αλλά στους προγόνους του, οπότε το να κοπούν σημαίνει ασέβεια, καταστροφή του σώματος και προσβολή προς την οικογένεια, τις αξίες και τις παραδόσεις. Επίσης το μήκος και το χτένισμα των μαλλιών από την αρχαία ως και τη μοντέρνα Κίνα συνδέονταν με το κοινωνικό status, την εθνικότητα, ακόμη και τις πολιτικές πεποιθήσεις. Κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Qing (1644-1912) το ξυρισμένο μέτωπο με τα υπόλοιπα μαλλιά πλεγμένα σε πλεξούδα γίνεται αναγκαστικά το κατεξοχήν κούρεμα για τους άνδρες και ταυτόχρονα το εισιτήριο τους για να παραμείνουν ζωντανοί. Οποιοσδήποτε φέρει κάποια άλλη κόμμωση υποδηλώνει δημόσια την ανυποταγή του στην κυριαρχία του αυτοκράτορα και η ποινή του είναι ο αποκεφαλισμός.
Η γνωστή Πολωνέζα εικαστικός Aleksandra Waliszewska λίγα χρόνια μετά τις συνεργασίες της στην Ελλάδα με το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ και την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη για την ταινία The Capsule (2012) παρουσιάζει τέσσερα χαρακτηριστικά της έργα που δεν ξεπερνούν τα 25×35εκ. και τα οποία εξιστορούν διαφορετικά σουρεαλιστικά σενάρια, άλλοτε ζωγραφισμένα με ένα παιδικό και άλλοτε με ένα νέο-γοτθικό στυλ. Η Waliszewska μπλέκει εικόνες που μοιάζουν να είναι βγαλμένες από διαστρεβλωμένα παραμύθια, με μεσαιωνικές αναφορές και αρχετυπικές σκηνές από την ιστορία της τέχνης δημιουργώντας έργα σκοτεινά και κάποιες φορές μακάβρια. Ο θάνατος, σταθερά παρόν στο έργο της, γίνεται συναίνεση και κοιτά τον θεατή στα μάτια, ενώ ακόμη και τα πιο τρομακτικά οράματα μοιάζουν να μην τρομοκρατούν τους πρωταγωνιστές τους.
To Xoanon είναι μια ταινία του εικαστικού ντουέτου TWIN AUTOMAT που αποτελείται από την Ειρήνη Καραγιαννοπούλου και την Sandrine Cheyrol. Οι ταινίες τους διαμορφώνονται ως κινούμενα σχέδια, ψευδο-ντοκιμαντέρ και βιντεο-εγκαταστάσεις που διερευνούν παγκόσμια κοινωνικά και φιλοσοφικά ζητήματα μέσω μιας πληθώρας μεθόδων DIY, low fi και πειραματικών πρακτικών. Το έργο παρουσιάζει μια φρενήρη αλλά εξαιρετικά ακριβή τοποθέτηση ευρημάτων από αρχειακό υλικό, πρωτότυπο υλικό και υλικό τεκμηρίωσης. Αυτή η «τυχαία» συλλογή μας ταξιδεύει μέσα από διάφορα συστήματα πίστης, σε παραφυσικά φαινόμενα που απεικονίζουν την ανάγκη της ανθρωπότητας να κατανοήσει το σύμπαν και να επαινέσει κάποιον για τη δημιουργία του. Στο Xoanon συναντά κανείς επίσημα και εναλλακτικά συστήματα πεποιθήσεων, μια κοπέλα που παραπονιέται για την εμπορευματοποίηση του θανάτου στην εποχή μας, ufos, ακόμη και έναν ιεροκήρυκα ο οποίος βλέπει τον Θεό σε κάθε μικρό σύννεφο. Επιπλέον, μαγικά φίλτρα, σκοτεινά οράματα και συμβουλές επιβίωσης συντάσσουν ένα έργο που μας μεταφέρει κατ’ επανάληψη από το πραγματικό στο μεταφυσικό και από τη λογική στο μύθο.
Η ομάδα ΣΑΠΡΟΦΥΤΑ 01 αποτελείται από τους Νάντια Αργυροπούλου, Μαρίνα Βρανοπούλου, Άρη Τσούτσα/Γιάννη Κουρούδη (Κ2 design), Μαλβίνα Παναγιωτίδη, Γιασεμή Πέρου και Γιώργο Τζιρτζιλάκη. Το Σαπρόφυτα 01: Atlas Horribilis. Documents of Occult and Paranormal Phenomena είναι μία έκδοση που προτείνει ένα νέο αφηγηματικό είδος, τη “νουβέλα του αναυθεντικού”, η οποία συνίσταται σε ένα μη γραμμικό μοντάζ ευρημάτων, αναπαραγωγών και υλικού τεκμηρίωσης. Περιλαμβάνει αποκόμματα (cut outs) από βιβλία, δημοσιεύματα εφημερίδων και περιοδικών, λεπτομέρειες της ειδησεογραφίας και εικονογραφημένων εκδόσεων, ερασιτεχνικές φωτογραφίες και μουσειολογικό υλικό γύρω από μία σειρά από ανοίκεια, αποκρυφιστικά, τρομακτικά και παραφυσικά φαινόμενα. Η περιεκτική και τυχαία αυτή η συλλογή προέρχεται αποκλειστικά από τοπικές πηγές, αναδεικνύοντας το τοπικό πολιτισμικό πλαίσιο του mediascape.
Ο Εμμανουήλ Μπιτσάκης παρουσιάζει τρία ζωγραφικά έργα μικρών διαστάσεων -χαρακτηριστικά της πρακτικής του- στα οποία ο θάνατος παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Σε ένα από αυτά, στο La Perdita della Principessa (Ο Χαμός της Πριγκίπισσας) βλέπουμε τον ίδιο να υποδύεται την πριγκίπισσα που έφαγε ο λύκος. Με φόντο τον Υμηττό, το Νοσοκομείο Αφροδίσιων και Δερματικών Νόσων Ανδρέας Συγγρός αλλά και κτίρια φανταστικά τοποθετημένα στην Αθήνα που απλώνεται στο βάθος βλέπουμε το διάσημο κτήνος της Ζεβοντάν να καταβροχθίζει τον καλλιτέχνη. Ο χαμός του δεν δηλώνει απλά πένθος ή απώλεια, αλλά πρόκειται να δράσει ταυτόχρονα παραδειγματικά για τους υπόλοιπους. Δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο που θυσιάζεται, αλλά ο ίδιος ο δημιουργός, ως πριγκίπισσα. Το «Θηρίο της Ζεβοντάν» από το οποίο εμπνεύστηκαν οι αδερφοί Γκριμ για αρκετά παραμύθια τους ήταν ένα μυστηριώδες ζώο που εμφανίστηκε το 1764 στην περιοχή Ζεβοντάν (Gevaudan) στην νοτιο-κεντρική Γαλλία και το οποίο επί τρία έτη τρομοκρατούσε τους κατοίκους των γύρω περιοχών με τις επιθέσεις του. Περιγράφηκε ως ένα λυκόμορφο πλάσμα σε μέγεθος αγελάδας το οποίο ακόμα και σήμερα οι μελετητές δεν έχουν καταφέρει να ταυτίσουν με κάποιο γνωστό ζώο. Συνήθως τα θύματα του κτήνους ήταν γυναίκες και μικρά παιδιά που φύλαγαν τα κοπάδια τους στα λιβάδια. Τα πτώματα των άτυχων θυμάτων βρίσκονταν διαμελισμένα ή φρικτά ακρωτηριασμένα και πολλές φορές αγνώριστα. Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι το τέρας μύριζε ανυπόφορα. Επίσης ότι ενώ ήταν παρόντα ζώα, αυτό επέλεγε να επιτεθεί σε ανθρώπους. Ο τρόπος που σκότωνε τα θύματά του, ήταν το να ξεσκίζει το λαιμό τους με τα δόντια του. Κατά μια εκτίμηση το τέρας σκότωσε πάνω από 100 ανθρώπους και τραυμάτισε σοβαρά άλλους 30. Ο de Beaufor (1987) αναφέρει 210 επιθέσεις που είχαν ως αποτέλεσμα 113 θανάτους και 49 τραυματισμούς. Παρά το μεγάλο ποσοστό αναλφαβητισμού της περιοχής, τα γεγονότα μας είναι γνωστά λόγω των πρακτικών και των καταλόγων που κράτησαν κάποιοι μορφωμένοι ντόπιοι κληρικοί, όπως ο αββάς Pierre Pourcher που έγραψε πάνω από 1000 σελίδες για τα εν λόγω συμβάντα. Πολλές ερμηνείες έχουν διατυπωθεί για τη φύση του παράξενου αυτού ζώου. Καμιά δεν έχει γίνει γενικά αποδεκτή και μελετητές, ιστοριοδίφες και φυσιοδίφες συνεχίζουν να ερίζουν μέχρι σήμερα. Κατά την περίοδο της δράσης του, οι έντρομοι χωρικοί άλλοτε το θεωρούσαν λυκάνθρωπο, θεϊκή τιμωρία για τις αμαρτίες τους, σατανικό πλάσμα υποχείριο κάποιας μάγισσας, άλλοτε πάλι ως την προσωποποίηση του ίδιου του διαβόλου. Άλλες θεωρίες τέλος συγκλίνουν προς την άποψη ότι ήταν ένα υβρίδιο λύκου ή μια τερατογένεση λύκου και σκύλου ή αρκούδας.
Το έργο του Κωνσταντίνου Λαδιανού που απεικονίζει ένα κορίτσι ξαπλωμένο σε ένα κρεβάτι (που θα μπορούσε να είναι και νεκροκρέβατο) είναι ένα από τα σπάνια -εάν όχι το μοναδικό- έργο του ζωγράφου ως τώρα που δεν βασίζεται στο πορτρέτο κάποιου υπαρκτού προσώπου. Έχοντας το κεφάλι πάνω σε ένα μαύρο μαξιλάρι και τα χέρια της στη καρδιά, το νεαρό κορίτσι που κανείς δεν ξέρει εάν κοιμάται ή εάν πέθανε περιστοιχίζεται από τα όνειρα και τις προσδοκίες μιας ολόκληρης ζωής που της ‘βαραίνουν’ τον ύπνο. Πρόκειται άραγε για μια ζωή που διακόπηκε απότομα; Όλα όσα θα ζούσε από τη παιδική ηλικία έως την ενηλικίωση και τον θάνατο απλώνονται μπροστά της σαν κουρτίνα. Στα δεξιά του ένα άλλο από τα “νεκροζώντανα” έργα του Λαδιανού απεικονίζει έναν άνδρα ξαπλωμένο σε ένα ανάκλιντρο. Ο τρόπος που αναγκάζεται ο θεατής να κοιτάξει μέσα από τα ανοίγματα του χαραγμένου αλουμινίου για να αντικρίσει τα ζωγραφισμένα μέρη του θυμίζει τις εικόνες των αγίων που καλύπτονται με ασήμι και άλλα πολύτιμα μέταλλα αφήνοντας ορατές μονάχα μικρές ζωγραφισμένες επιφάνειες. Είναι αυτός ο νεαρός ένας άγιος; Έχει ήδη αγιοποιηθεί ή ζει ανάμεσά μας; Τα όρια και οι αφηγήσεις στα έργα του Λαδιανού συχνά μπλέκονται και στις δυο περιπτώσεις όμως συμβαίνει αυτό που ο Άγγλος ποιητής (και καθολικός ιερέας) Gerard Manley Hopkins γράφει σε ένα από τα ποιήματα του “All life death does end and each day dies with sleep”. (δηλ. “Ο θάνατος τελειώνει όλη τη ζωή και κάθε μέρα πεθαίνει με τον ύπνο”).
Καλλιτέχνες
Aleksandra Waliszewska, TWIN AUTOMAT, Δημήτρης Εφέογλου, Μαριάννα Ιγνατάκη, Κωνσταντίνος Λαδιανός, Παναγιώτης Λουκάς, Εμμανουήλ Μπιτσάκης, Μαλβίνα Παναγιωτίδη, ΣΑΠΡΟΦΥΤΑ
Φωτογραφία θέματος: Emmanouil Bitsakis, La Perdita Della Principessa, Acrylics on wood 31,5 X 25,3 CM