“Δεν θέλαμε να ξέρουμε”: H μαρτυρία μιας γυναίκας που βρέθηκε στο κέντρο της εξουσίας της χιτλερικής Γερμανίας. Μια προειδοποίηση για την επιστροφή των αυταρχικών καθεστώτων. Ο ρόλος της ατομικής στάσης και ευθύνης στην εξέλιξη της Ιστορίας.
Η Πόμσελ Μπρουνχίλντε, η οποία πέθανε τον Ιανουάριο του 2017, σε ηλικία 106 ετών, ανήμερα της Ημέρας Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος, υπήρξε στενογράφος από το 1942 έως το 1945 ενός από τους μεγαλύτερους εγκληματίες της Ιστορίας. Η γερμανική έκδοση που κυκλοφόρησε πρόσφατα συμπίπτει με το ομώνυμο ντοκιμαντέρ, βασισμένο σε συνεντεύξεις της Πόμσελ, σε σκηνοθεσία των Christian Krönes, Olaf S. Müller, Roland Schrotthofer και Florian Weigensamer.
Στο βιβλίο της η Πόμσελ που συνεργάστηκε με τον κοινωνιολόγο Thore D. Hansen μάς δίνει εκ των έσω μια εικόνα της κοινοτοπίας του κακού. Η ίδια επέμενε ότι, παρότι δούλευε στους εσωτερικούς κύκλους των Ναζί, δεν είχε ιδέα για το μέγεθος της θηριωδίας. Χαρακτηρίζει τον εαυτό της μια «απολιτίκ» παρατρεχάμενη, που έβαζε πάνω απ’ όλα τη δουλειά της, την αίσθηση του καθήκοντος και την επιθυμία της να ανήκει στο σύνολο, χωρίς να διαφέρει. Η αφοπλιστική ειλικρίνειά της μας φέρνει αντιμέτωπους με το ιδιαίτερα φλέγον στις μέρες μας ζήτημα της προσωπικής ευθύνης για τα πολιτικά γεγονότα και τις συνέπειες του αναζωπυρούμενου εθνικισμού και λαϊκισμού. Πόσο κοντά τελικά είμαστε στο να φτάσουμε κι εμείς κάποια στιγμή σαν κι εκείνη να υποστηρίζουμε: «Δεν θέλαμε να ξέρουμε»;
«Ξέρω ότι σήμερα κανείς δεν μας πιστεύει – όλοι νομίζουν ότι τα ξέραμε όλα. Δεν ξέραμε τίποτα. Όλα ήταν ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Το πιστέψαμε. Το κατάπιαμε. Έμοιαζε απολύτως εύλογο» δηλώνει η Πόμσελ σε μια συνέντευξή της στους New York Times.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Florian Weigensamer, ενός εκ των σκηνοθετών του ντοκιμαντέρ, «η Πόμσελ δεν ήταν ένθερμη ναζίστρια. Απλά δεν την ένοιαζε και κοιτούσε αλλού». Μόνο μετά το τέλος του πολέμου συνειδητοποίησε την πλήρη έκταση των θηριωδιών που είχαν διαπραχθεί. Το βιβλίο που μεταφράζεται ήδη σε 15 γλώσσες μπορεί να ιδωθεί και ως προειδοποίηση ενάντια στον εφησυχασμό και την άρνηση σε εποχές ανόδου του δεξιού λαϊκισμού.
Μετά την πτώση του Βερολίνου η Πόμσελ συνελήφθη από τους Σοβιετικούς και φυλακίστηκε έως το 1950. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν έκανε παιδιά και έζησε σε σχετική αφάνεια μέχρι το 2011, οπότε μια γερμανική εφημερίδα δημοσίευσε μια συνέντευξή της ως κατάθεση ενός από τους τελευταίους αυτόπτες μάρτυρες της δραστηριότητας του στενού κύκλου της ναζιστικής ηγεσίας. Η συνέντευξη προκάλεσε τεράστιο ενδιαφέρον και οδήγησε στη δημιουργία του ντοκιμαντέρ για τη ζωή της και του βιβλίου της. Πέθανε στις 27 Ιανουαρίου του 2017 χωρίς να προλάβει την έκδοση του βιβλίου και την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ.
Παρέμεινε έως τον θάνατό της οξεία παρατηρητής της σημερινής πολιτικής κατάστασης και υπό το φως της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ και της παγκόσμιας επανόδου του δεξιού λαϊκισμού ήλπιζε ότι η ιστορία της μπορεί να αποτελέσει μια προειδοποίηση στις τωρινές και μελλοντικές γενιές για τους κινδύνους του δεξιού εξτρεμισμού.
Στο ντοκιμαντέρ, που έχει λάβει μέρος σε περισσότερα από εννέα διεθνή φεστιβάλ, η Πόμσελ παρουσιάζεται σε πολύ κοντινό πλάνο μπροστά σε μαύρο φόντο. Το υλικό της συνέντευξης είναι διάσπαρτο με αποσπάσματα φράσεων του Γκέμπελς και αρχειακό υλικό, το μεγαλύτερο κομμάτι του οποίου ήταν μέχρι στιγμής αδημοσίευτο, από το Μουσείο Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ στην Ουάσινγκτον και από το Steven Spielberg Film and Video Archive.
Σε μια εποχή που ο δεξιός λαϊκισμός βρίσκεται σε άνοδο στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, το βιβλίο και το ντοκιμαντέρ για μια από τις τελευταίες αυτόπτες μάρτυρες στα ενδότερα του καθεστώτος των Ναζί χρησιμεύει ως υπενθύμιση πως το φάντασμα και η απειλή του φασισμού είναι πάντοτε παρόντα.
«Πιστεύω πως όσοι λένε σήμερα ότι θα είχαν κάνει περισσότερα για τους καημένους τους Εβραίους το εννοούν. Όμως ούτε κι εκείνοι θα είχαν κάνει κάτι. Τότε ολόκληρη η χώρα ήταν κάτω από ένα είδος θόλου και όλοι εμείς ζούσαμε σε ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Όχι, δεν θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο. Εκτός εάν καταλήξουμε να κατηγορήσουμε το σύνολο του γερμανικού πληθυσμού που επέτρεψε τελικά στην κυβέρνηση να πάρει τον έλεγχο. Σε αυτό συμβάλαμε όλοι, χωρίς να εξαιρώ τον εαυτό μου».
Μπρουνχίλντε Πόμσελ