Το Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου διανύει τον 3ο χρόνο λειτουργίας του, τον 3ο χρόνο συνεχούς προσφοράς στον πολιτισμό και την εκπαίδευση. Φέτος, διοργανώνει για τρίτη χρονιά το «Θέατρο στο Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου», ένα πρωτότυπο project βασισμένο στην τεχνική του museum theatre, με θέμα «Γκάζι, 1984…».
Καλλιτέχνες και ομάδες, καλούνται να γράψουν ένα θεατρικό κείμενο εμπνευσμένο από το παλιό εργοστάσιο φωταερίου της Αθήνας τη δεκαετία του 1980. Τα τέσσερα καλύτερα θεατρικά κείμενα που θα επιλεγούν από επιτροπή αξιολόγησης πρόκειται να παρασταθούν στους χώρους του Μουσείου, στο πλαίσιο της έκθεσης «GR80S. Η Ελλάδα του Ογδόντα στην Τεχνόπολη». Στόχος είναι οι καλλιτέχνες μέσω των παραστάσεών τους να δώσουν τη δική τους ερμηνευτική προσέγγιση, συνδυάζοντας τη μουσειακή εμπειρία με την καλλιτεχνική δημιουργία.
Λίγο πριν την λήξη του διαγωνισμού, ζητήσαμε να μάθουμε περισσότερα γι’ αυτή την εξαιρετικά, ενδιαφέρουσα δράση από την Δέσποινα Ανδριοπούλου, μουσειολόγο και μουσειοπαιδαγωγό, η οποία μας προετοιμάζει για μία μοναδική εμπειρία και μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις της για το μέλλον του θεάτρου στο μουσείο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
– Αφορμή για την συζήτησή μας, είναι «Το Θέατρο στο Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου». Πείτε μας, αρχικά, πώς ξεκίνησε η ιδέα γι’ αυτό το πρωτότυπο project;
Η ιδέα γι’ αυτό το project ξεκίνησε το 2014 στην ουσία, από το γεγονός ότι ψάχναμε να βρούμε έναν τρόπο να εντάξουμε την τεχνική του museum theatre στο Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου. Πρόκειται για την χρήση τεχνικών θεάτρου μέσα σε έναν μουσειακό χώρο, προκειμένου να δοθεί μία άλλη ερμηνευτική προσέγγιση, πιο βιωματική και πιο καλλιτεχνική. Εμείς, ως μουσείο, με αυτή τη δράση το πήγαμε και ένα βήμα παραπέρα, καθώς δεν γίνεται μία ιστορική ερμηνεία μέσω των εκθεμάτων. Οδηγήσαμε τους καλλιτέχνες σε νέες δημιουργίες έχοντας ως έναυσμα την βιομηχανική κληρονομιά του μουσείου. Το 2014 ήταν ένας διαγωνισμός θεατρικών μονολόγων, τη δεύτερη χρονιά ήταν ένας διαγωνισμός παραμυθιού και φέτος ενός ολόκληρου θεατρικού έργου. Δεν πρόκειται όμως μόνο για έναν διαγωνισμό συγγραφής, αλλά και παράστασης. Δηλαδή, τα έργα που θα προκριθούν θα παρασταθούν μέσα στους χώρους του Βιομηχανικού Μουσείου, που αποτελούν και το ζωντανό σκηνικό των παραστάσεων.
– Ποια ήταν η ανταπόκριση τις δύο προηγούμενες χρονιές;
Αρχικά, υπήρξε μεγάλη ανταπόκριση από την πλευρά των καλλιτεχνών που έστειλαν πολλά κείμενα και στη συνέχεια από τον κόσμο που θέλησε να έρθει να δει τις παραστάσεις. Οπότε, και από τις δύο πλευρές ήταν θετική η ανταπόκριση και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η δράση συνεχίζεται για τρίτη χρονιά.
– Φέτος, η δράση πραγματοποιείται με θέμα «Γκάζι, 1984…». Το 1984 αποτελεί χρονιά- ορόσημο καθώς σταματά η λειτουργία του εργοστασίου. Ποιοι ήταν όμως οι λόγοι που επιλέξατε αυτή τη θεματική;
Αφενός, όπως είπατε κι εσείς, το 1984 είναι η χρονιά που έκλεισε το εργοστάσιο με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Με τις αλλαγές, δηλαδή, που επήλθαν και επηρέασαν την ευρύτερη περιοχή του Γκαζιού ιστορικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά. Η λειτουργία του εργοστασίου είχε ως συνέπεια το Γκάζι να είναι μία περιοχή αρκετά υποβαθμισμένη. Με το κλείσιμο του εργοστασίου και την αξιοποίηση των εγκαταστάσεών του, μπαίνουμε στην δεύτερη περίοδο πλέον, όπου το εργοστάσιο μετατρέπεται σε χώρο πολλαπλών, πολιτιστικών εκδηλώσεων της Τεχνόπολης και σε μουσειακό χώρο. Γίνεται λοιπόν μία στροφή, από την υποβαθμισμένη περιοχή που ήταν στο Γκάζι του σήμερα: ένα πολιτιστικό κύτταρο της πόλης της Αθήνας.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, γενικότερα, τον τελευταίο καιρό κινούμαστε σε ρυθμούς 80ς, γιατί διοργανώνουμε την έκθεση «GR80s. Η Ελλάδα του Ογδόντα στην Τεχνόπολη», από τις 25 Ιανουαρίου μέχρι τις 12 Μαρτίου. Οπότε, ήταν μία πολύ καλή ευκαιρία να συνδεθεί η δράση και με την έκθεση. Ο κόσμος θα έρθει και θα δει μία παράσταση η οποία αφορά το Εργοστάσιο Φωταερίου την δεκαετία του ‘80, μέσα σε μία έκθεση που θα έχει μετατρέψει ολόκληρη την Τεχνόπολη σε γενιά του ‘80!
– Με ποια κριτήρια θα επιλεχθούν τα έργα που θα παρουσιαστούν στο πλαίσιο της έκθεσης;
Θα υπάρχει μία επιτροπή αξιολόγησης, η οποία θα κρίνει ποια θα είναι τα τέσσερα καλύτερα θεατρικά κείμενα από αυτά που θα υποβληθούν. Αυτό που εμείς φροντίζουμε είναι, οι άνθρωποι της επιτροπής να προέρχονται από διαφορετικούς τομείς οι οποίοι καλύπτουν όλο το διαγωνισμό. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν: ένας άνθρωπος ειδικός στο museum theatre (Φωτεινή Βενιέρη), ένας ηθοποιός που στην ουσία είναι ο πρακτικός του θεάτρου ο οποίος μπορεί να κρίνει κατά πόσο το κείμενο είναι παραστάσιμο (Κατερίνα Μαυρογεώργη), και ένας σκηνοθέτης που είναι επίσης απαραίτητος για τον ίδιο ακριβώς λόγο (Χριστίνα Χριστοφή). Επειδή φέτος έχουμε αυξήσει κάπως τον βαθμό δυσκολίας του διαγωνισμού, θεωρήσαμε ότι πρέπει στο πρακτικό κομμάτι να δοθεί περισσότερη έμφαση. Κι όταν λέω ότι αυξήσαμε τον βαθμό δυσκολίας, αυτό συνέβη γιατί οι παραστάσεις θα είναι κινούμενες. Δηλαδή, το ίδιο το κοινό θα μετακινείται από το ένα κτίριο στο άλλο, οπότε αυτό το κάνει πιο δύσκολο και για τον συγγραφέα αλλά και για τους ηθοποιούς που θα αναλάβουν αυτό το ρόλο.
Αυτό που περιμένουμε σαν μουσείο είναι, οι καλλιτέχνες να δώσουν την δική τους ερμηνευτική προσέγγιση γι’ αυτό το θέμα, τόσο με την μουσειολογική όσο και με την καλλιτεχνική έννοια. Δεν σας κρύβω ότι κι εγώ είμαι πάρα πολύ περίεργη να δω τις παραστάσεις! Αυτό είναι και η ιδιαιτερότητα του διαγωνισμού, το ότι δεν γνωρίζουμε ακριβώς τι θα δούμε.
– Θέατρο στο Μουσείο, λοιπόν. Πώς κρίνετε αυτή τη νέα, εξωστρεφή τάση των μουσείων;
Είμαστε πολύ υπέρ της εφαρμογής τέτοιων τεχνικών, οι οποίες στο εξωτερικό είναι πάρα πολύ διαδεδομένες, ενώ εμείς στην Ελλάδα τώρα τις ανακαλύπτουμε δειλά- δειλά. Το Βιομηχανικό Μουσείο είναι ένα από τα μουσεία που αξιοποιούν αυτή την τεχνική και προσπαθούν να την εφαρμόσουν, σε πειραματικό στάδιο θα έλεγα. Κι αυτό είναι και το ωραίο. Μακάρι να συμβαίνουν τέτοιες δράσεις στο μουσείο γιατί το θέατρο είναι μια πάρα πολύ δυνατή μορφή τέχνης που μπορεί να προσφέρει μία πιο βιωματική εμπειρία στον επισκέπτη- θεατή. Ο επισκέπτης, δηλαδή, γίνεται από επισκέπτης μουσείου θεατής θεάτρου και το αντίστροφο. Πράγμα που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου.
– Κατ’ επέκταση, το μουσείο, από τόπο έκθεσης τεκμηρίων του παρελθόντος και μνημείο βιομηχανικής κληρονομιάς, μετατρέπεται σε τόπο αναπαράστασης. Δεν έχει όμως και αρκετές δυσκολίες ένα τέτοιο εγχείρημα;
Ασφαλώς και έχει πολλές δυσκολίες, καθώς δεν γίνεται σε έναν θεατρικό χώρο που μπορείς να έχεις όλες τις απαραίτητες προδιαγραφές (τον φωτισμό, τον ήχο κ.α.) που απαιτούνται για μία παράσταση και για την διευκόλυνση του ηθοποιού. Αυτό όμως είναι και η πρόκληση! Δεν είμαστε θέατρο, είμαστε μουσείο που προσπαθεί να προσεγγίσει με έναν διαφορετικό τρόπο – πιο «συναισθηματικό» θα έλεγα – το κοινό. Κάνουμε επίκληση στο συναίσθημα, όχι στο μυαλό και στην μάθηση, όπου συνήθως στόχευαν τα μουσεία μέχρι τώρα.
– Θεωρείτε πως το κοινό είναι εκπαιδευμένο σε τέτοιου είδους δράσεις;
Εγώ πιστεύω ότι το κοινό είναι πάντα έτοιμο και ανοιχτό να συμμετάσχει και αυτό είναι το ενδιαφέρον. Όταν αρχίσουμε εμείς ως μουσεία και προσφέρουμε τέτοιες δράσεις, αυτός είναι και ο ρόλος μας∙ να μπορέσουμε να εκπαιδεύσουμε το κοινό.
– Τί προσφέρει στον επισκέπτη η εμπειρία θέασης μιας παράστασης μέσα σε ένα μουσείο;
Είναι ακριβώς αυτό που λέτε. Για έναν επισκέπτη, είναι ένας διαφορετικός τρόπος ερμηνείας, όπου μέσω της θεατρικής τέχνης βιώνει μία πολύ δυνατή εμπειρία. Κι αυτή είναι η πιο σημαντική λέξη σ’ αυτή τη δράση, η “εμπειρία”! Η εμπειρία εκείνης της στιγμής που βλέπει την παράσταση. Η στιγμιαία εμπειρία, η τόσο έντονη, μέσα στο χώρο του μουσείου, νομίζω ότι είναι κάτι μοναδικό.
– Από την άλλη, τί μπορεί να προσφέρει μία τέτοια δράση στο ίδιο το μουσείο;
Για εμάς, ως μουσείο, είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό το project. Δεν το διοργανώνουμε απλά, είναι κάτι που το αγαπάμε και το στηρίζουμε. Σίγουρα έχει πάρα πολλά να μας προσφέρει. Από το πιο απλό, ότι μπορείς να αυξήσεις την επισκεψιμότητα του μουσείου σου και να έρθουν άνθρωποι που υπό άλλες συνθήκες μπορεί να μην ερχόντουσαν ποτέ, μέχρι το ότι είναι μία δράση χάρη στην οποία ζούμε κι εμείς μία διαφορετική εμπειρία. Βλέπουμε ένα χώρο, που έχουμε συνηθίσει να δίνουμε μια ερμηνεία μέσω της απλής ξενάγησης, να μεταλλάσσεται και να δίνεται μια άλλη ερμηνεία μέσα από μία νέα καλλιτεχνική δημιουργία.
– Ποιοι είναι οι στόχοι και οι φιλοδοξίες σας για το μέλλον αυτής της δράσης, καθώς και του Βιομηχανικού Μουσείου Φωταερίου;
Όσον αφορά την συγκεκριμένη δράση, οι στόχοι μας είναι να μπορούμε να την συνεχίσουμε, να στηριχθεί από την καλλιτεχνική κοινότητα και από το κοινό και να την μάθει περισσότερος κόσμος. Μακάρι τέτοιου είδους δράσεις να αποτελέσουν έναυσμα και για άλλα μουσεία να κάνουν κάτι αντίστοιχο. Ελπίζω, όλα τα μουσεία της Ελλάδας να μπορούν να γεμίσουν με θέατρο στο μουσείο. Είναι ένα πολύ ωραίο όνειρο που εύχομαι να πραγματοποιηθεί.
– Όπως αναφέρατε και νωρίτερα, τα καλύτερα θεατρικά έργα που θα προκύψουν από τον διαγωνισμό θα παρουσιαστούν στο πλαίσιο της έκθεσης «GR80S. Η Ελλάδα του Ογδόντα στην Τεχνόπολη». Με αυτή την αφορμή, θα θέλατε να μας πείτε τί είναι για σας αυτή η δεκαετία;
Για μένα, προσωπικά, η δεκαετία του 80 είναι η παιδική μου ηλικία. Είναι μια δεκαετία μου την αγαπώ και βλέπω τώρα αρκετά από τα αποτελέσματα της. Ωστόσο, εγώ την βλέπω μεγάλη νοσταλγία… Νομίζω ότι θα πρέπει όλοι να δουν την έκθεση, ώστε να μάθουν οι μικρότεροι, να θυμηθούν οι παλαιότεροι και να σχηματίσει ο καθένας την δική του άποψη και γνώμη.
Επιπλέον, αυτή η έκθεση είναι μία μοναδική ευκαιρία, καθώς αποδεικνύει ότι ένα τόσο κοντινό μας παρελθόν – και αυτό σχετίζεται και με το ίδιο το Μουσείο Φωταερίου – μπαίνει πλέον στην Ιστορία.
– Σας ευχαριστώ για την ωραία συζήτηση. Κλείνοντας, θα θέλατε να προσθέσετε κάποιες απαραίτητες πληροφορίες για τον φετινό διαγωνισμό «Γκάζι, 1984…»;
Σας ευχαριστώ κι εγώ. Θα ήθελα να υπενθυμίσω τις ημερομηνίες:
Οι καλλιτέχνες και οι ομάδες μπορούν να υποβάλλουν τα κείμενά τους μέχρι τις 23 Ιανουαρίου 2017 (στις 14:00). Τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν στις 29 Ιανουαρίου 2017 και οι παραστάσεις θα παρουσιαστούν στις 10 και 11 Μαρτίου 2017 σε δύο από τους τρεις χώρους του μουσείου. Οι ενδιαφερόμενοι, μπορούν να βρουν περισσότερες χρήσιμες πληροφορίες για τον διαγωνισμό στην ιστοσελίδα της Τεχνόπολης.
Περισσότερες πληροφορίες για τον διαγωνισμό «Γκάζι, 1984…», εδώ και για την έκθεση «GR80s. Η Ελλάδα του Ογδόντα στην Τεχνόπολη», εδώ