Η Εταιρεία Θεάτρου Χώρος και ο Σίμος Κακάλας παρουσιάζουν στις 28 & 29 Αυγούστου 2015 στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου τον Ορέστη του Ευριπίδη σε μετάφραση Γιάννη Τσαρούχη.
Η Δήμητρα Κούζα, που υποδύεται το Χορό, την Ελένη, τον Αγγελιοφόρο, την Ερμιόνη και τον Απόλλωνα, με αφορμή την παράσταση, μας μίλησε για τα πρώτα της βήματα στο θέατρο, τα δέκα χρόνια στον «Χώρο» και τη πολύπλευρη σχέση της με τον Σίμο Κακάλα, αλλά και τους ανθρώπους του Ορέστη που θα μπορούσαμε να τους συναντήσουμε και σήμερα.
Διαβάστε όσα μας είπε, καθώς αποτελούν πρόσθετους λόγους για να δείτε την παράσταση.
Culturenow. Gr: Πως προέκυψε η ενασχόληση σας με το θέατρο; Υπάρχει κάποια στιγμή που θυμάστε πιο έντονα από τα πρώτα σας βήματα στο θεατρικό σανίδι;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Δήμητρα Κούζα: Υπήρχε πάντα στο μυαλό μου, αλλά χωρίς τη σκέψη να γίνω ηθοποιός συγκεκριμένα. Δεν ήξερα ακριβώς τί. Πάντως κάτι που να ενέχει αυτόν τον χώρο. Ήταν καλοκαίρι λοιπόν όταν η αδερφή μου η Έλενα με φώναξε να αντικαταστήσω μια κοπέλα σε μια ερασιτεχνική παράσταση, την οποία σκηνοθετούσε. Με το που δέχτηκα να το κάνω, νομίζω αυτό ήταν! Παράτησα και πανελλήνιες και όλα και ξεκίνησα προετοιμασία για τη δραματική σχολή. Δεν υπήρχε πλέον γυρισμός.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που βγήκα στη σκηνή, ως επαγγελματίας ηθοποιός πλέον. Έπαιζα τον Περιηγητή στη Γκόλφω. Είχαμε περιοδεία και έτυχε να κάνουμε πρεμιέρα στην πόλη από την οποία κατάγομαι, τη Δράμα. Έτρεμαν τα πόδια μου, η καρδιά μου νόμιζα θα πεταχτεί έξω από το σώμα μου. Η σκηνή εντωμεταξύ ήταν μικρής διάρκειας. Αλλά δεν είχε καμία σημασία.
Cul. N.: Μιλήστε μας λίγο για τη συνεργασία σας με το Σίμο Κακάλα, που μετρά σχεδόν δέκα χρόνια ζωής, αλλά και για την Εταιρεία Θεάτρου «Χώρος». Ποιοι είναι οι καλλιτεχνικοί –και μη- στόχοι που σας ενώνουν;
Δ. Κ.: Το Σίμο τον είχα καθηγητή στο 2ο έτος της δραματικής σχολής του Κ.Θ.Β.Ε. Μου πρότεινε να μπω στο θίασο, όπως και έγινε την επόμενη ακριβώς μέρα που αποφοίτησα από τη σχολή. Η σχέση μας είναι πολύπλευρη. Σχέση δασκάλου-μαθητή, σκηνοθέτη-ηθοποιού. Εταίροι στον «Χώρο». Σχέση οικογενειακή.
Φέτος το καλοκαίρι έκλεισα δέκα χρόνια από τότε που μπήκα στην εταιρεία. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Εγώ η ίδια έχω αλλάξει. Συνεχίζει να υπάρχει κοινή διάθεση και πίστη σε αυτό που κάνουμε και αντοχή σε δυσκολίες που μπορεί να παρουσιάζονται. Και αυτό για μένα είναι υπεραρκετό.
Cul. N.: Ο Ορέστης του Ευριπίδη, σε μετάφραση Γιάννη Τσαρούχη, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Σίμου Κακάλα, που παρουσιάστηκε πριν μερικούς μήνες σε μία πρώτη εκδοχή (για κλειστό χώρο), συνεχίζει την πορεία του και «καταφθάνει» στην Επίδαυρο για να «ρίξει» την αυλαία των φετινών Επιδαυρίων. Θα μπορούσατε να μας παρουσιάσετε τον Ορέστη μέσα από τα δικά σας μάτια;
Δ. Κ.: Ο Ορέστης του Ευριπίδη περιγράφει ήδη από την εισαγωγή έναν κόσμο όπου επικρατεί το συναίσθημα και όχι η λογική. Αναφέρεται στον Τάνταλο, τον προπάτορα της γενιάς του Ορέστη και της Ηλέκτρας, ο οποίος τιμωρήθηκε από τους θεούς, γιατί ήταν φλύαρος, όλο μιλούσε.
Και έτσι με αυτήν την εισαγωγή, ο Ευριπίδης μας προετοιμάζει για έναν κόσμο ανθρώπων, τους περισσότερους από τους οποίους, αν όχι όλους, θα μπορούσαμε να τους συναντήσουμε και σήμερα. Κυριεύονται από τα συναισθήματα τους. Δεν αναλαμβάνουν κάποια ευθύνη. Οι Θεοί φταίνε. Ο Τυνδάρεως έρχεται για να διδάξει στον Ορέστη τους παλιούς νόμους. Τον κατηγορεί, λέγοντας ότι το έγκλημα που διέπραξε η Κλυταιμνήστρα έπρεπε να τιμωρηθεί με εξορία και όχι με αίμα. Και στη συνέχεια ο ίδιος ζητάει από το λαό να σκοτώσουν τον Ορέστη για το έγκλημα που διέπραξε.
Είναι ένας κόσμος ανθρώπων που κυριεύονται από τα πάθη τους, Λειτουργούν παρορμητικά. Η λογική και τα επιχειρήματα απουσιάζουν. Ο Θεός , που μου δίνει την εντύπωση ότι είναι εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια και παρακολουθεί να δει αν θα τα καταφέρουν οι άνθρωποι μόνοι τους, έρχεται στο τέλος για να επαναφέρει την τάξη.
Είναι ένα σύμπαν που μοιάζει να μην μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα που είχαν και οι προπάτορες του. Η προηγούμενη γενιά κληροδοτεί στην επόμενη βάσανα και κακιά τύχη. Η επόμενη γενιά μοιάζει να μην μπορεί να διδαχτεί τα λάθη της προηγούμενης, αλλά τα επαναλαμβάνει, σαν να μην μπορεί να ξεφύγει.
Cul. N.: Σε ποιους βασικούς άξονες κινήθηκε η έρευνά σας; Εκτός από την εμφανή και σημαντική αλλαγή που είναι ο χώρος, τί διαφορετικό προτείνει η δεύτερη σκηνική εκδοχή του έργου;
Δ. Κ.: Η πρώτη εκδοχή για κλειστό χώρο, ήταν πιο ανοιχτή προς τον κόσμο. Υπήρχε άνοιγμα και χώρος ακόμα και για αυτοσχεδιασμό. Τώρα για τον ανοιχτό χώρο συμβαίνει το αντίθετο. Κάποια πράγματα είναι πιο ερμητικά. Δεν χωράει ιδιαίτερα ο αυτοσχεδιασμός. Υπάρχει ο Ευριπίδης, ο Τσαρούχης και οι ήρωες αυτού του δράματος, που διεκδικούν και μιλούν για αυτά που τους συμβαίνουν.
Cul. N.: Από ερμηνευτικής πλευράς, ποιες δυσκολίες και προκλήσεις ενέχει αυτή η σκηνοθετική πρόταση (αν λάβουμε υπ’ όψιν φυσικά την εναλλαγή ρόλων αλλά και την χρήση της μάσκας);
Δ. Κ.: Να κρατηθεί αυτή η λεπτή ισορροπία που χρειάζεται η εκφορά του λόγου. Ενός λόγου που είναι ποιητικός με μια μετάφραση που τον κάνει ταυτόχρονα σημερινό.
Στην παράσταση υποδύομαι το Χορό, την Ελένη, τον Αγγελιοφόρο, την Ερμιόνη και τον Απόλλωνα. Συνηθίζουμε πάντα στις παραστάσεις μας όλοι οι ηθοποιοί να υποδυόμαστε παραπάνω από έναν ρόλους. Αλλά αυτό δεν παύει ποτέ να είναι μια τεράστια πρόκληση και χαρά. Η εναλλαγή από τον ένα στον άλλον, πολλές φορές και κατευθείαν. Το πώς θα ανακαλύψεις το βάδισμα τους, την κίνηση τους, την ομιλία τους. Με ποιόν τρόπο θα διαφοροποιηθούν μεταξύ τους ή μπορεί να έχουν και κάποια κοινά στοιχεία και ποιά θα είναι αυτά.
Cul. N.: Πως νιώθετε που μετά από δύο χρόνια (Άσκηση Επίδαυρος-Σύσσημον) θα βρεθείτε ξανά στη ορχήστρα της Επιδαύρου, στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ και ποιο είναι για εσάς το «στοίχημα» αυτής της παράστασης;
Δ. Κ.: Αισθάνομαι ακόμα μεγαλύτερη αγωνία από ότι την πρώτη φορά. Αλλά και μεγαλύτερη λαχτάρα. Σαν ερωτική σχέση. Την πρώτη φορά δεν είχα ιδέα τί θα βίωνα. Υπήρχαν διάφορες όμορφες εκπλήξεις. Τώρα γνωρίζεις λίγα περισσότερα και πας με αυτήν την λαχτάρα. Να τα ξανασυναντήσεις, αλλά και να αφεθείς σε οτιδήποτε καινούριο. Το θέατρο της Επιδαύρου είναι μαγικό. Στέκεσαι στην ορχήστρα και γίνεται ζεστό, φιλικό και σαν από πάντα οικείο. Ανεβαίνεις τέρμα στις κερκίδες και επιμηκύνεται δίνοντας σου τέλεια οπτική και ακουστική.
Cul. N.: Στην Αρχαία Ελλάδα το θέατρο, μεταξύ άλλων, ήταν ένα μέσο για να διδαχθούν οι πολίτες την αξία της Δημοκρατίας και του διαλόγου. Σε μία εποχή, όπως η σημερινή, που κυριαρχούν οι παράλληλοι μονόλογοι και εκλείπει ο γόνιμος και αποτελεσματικός διάλογος, ποιος είναι ή θα έπρεπε να είναι, κατά τη γνώμη σας, ο ρόλος του θεάτρου;
Δ. Κ.: Νομίζω ότι για να επιτευχθεί κάτι σε οποιαδήποτε περίσταση, υπάρχει ένα σύνολο συνθηκών που οδηγούν εκεί. Η φύση του θεάτρου είναι να ψυχαγωγεί, με την έννοια της πνευματικής και αισθητικής μόρφωσης και διασκέδασης, να προβληματίζει, να εγείρει συναισθήματα και σκέψεις. Να προκαλεί συζητήσεις, συγκρούσεις. Δεν νομίζω ότι είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά σε κάθε περίπτωση. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί τη φύση του θεάτρου.
Cul. N.: Κλείνοντας, θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας τα σχέδια/προσδοκίες σας για το μέλλον, ως ομάδα αλλά και σε προσωπικό επίπεδο;Υπάρχει περίπτωση να δούμε και τρίτη εκδοχή του Ορέστη;
Δ. Κ.: Σχέδια στην εποχή που ζούμε είναι μάλλον λίγο δύσκολο να κάνεις. Ευελπιστώ πάντως ότι θα μπορέσει σχετικά άμεσα να λειτουργήσει ο χώρος μας στο Βοτανικό ως θεατρικός.
Photo credits: George Kladouris
Ο «Ορέστης» του Ευριπίδη, σε μετάφραση Γιάννη Τσαρούχη και σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα, πρόκειται να παρουσιαστεί στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2015. Περισσότερες πληροφορίες.