Τον Απρίλιο του 1991, έφυγε πρόωρα από τη ζωή ένας καλλιτέχνης χαρισματικός, πλημμυρισμένος ποιητική ευαισθησία, εσωστρεφής και ιδιαίτερα ταπεινός. Αν και συνηθίζονται οι «αγιοποιήσεις» και τα διθυραμβικά πορτρέτα για ανθρώπους του πολιτισμού μετά το θάνατό τους, ο συγκεκριμένος ίσως ήταν από τις σπάνιες περιπτώσεις που τέτοιες περιγραφές όχι μόνο σκιαγραφούν επαρκώς την προσωπικότητά του, μα επιπλέον όσα αναφέρονται κατά καιρούς για αυτόν είναι μικρότερα της πραγματικής του αξίας.
Ο Δημήτρης Λάγιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ζάκυνθο, τόπο που αγάπησε βαθιά. Επηρεάστηκε παιδί ακόμα, από την πνευματικότητα και τη μουσική παράδοσή της. Παράδοση που ερεύνησε σε όλη του τη ζωή και αποτύπωσε με ενδιαφέροντα τρόπο στο έργο του. Ο πατέρας του τραγουδούσε ψαλμούς στην εκκλησία, άριες και ζακυνθινά τραγούδια, ένα μουσικό συνονθύλευμα που χαράχτηκε στην ψυχή του συνθέτη.
Ξεκίνησε να σπουδάζει στο Εθνικό Ωδείο θεωρητικά, πιάνο και κιθάρα, ενώ την τετραετία 1974-1978, μετακόμισε στο Σικάγο, ώστε να επεκτείνει τις σπουδές του. Παράλληλα ερεύνησε το ελληνικό τραγούδι. Ξαναγύρισε στην Ελλάδα περίπου το 1980 και εγκαταστάθηκε πλέον οριστικά. Με μεγάλη αγάπη για το νησί του και θέλοντας να συμβάλλει στην διαμόρφωση της παιδείας των συμπατριωτών του, δημιούργησε τις «Γιορτές λόγου και τέχνης (Ζακύνθεια)», το «Μουσικό Ασκηταριό» και το «Κάλβειο ωδείο», παντρεύοντας ερασιτέχνες καλλιτέχνες και λόγιους δημιουργούς σε λαογραφικές πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Οι δισκογραφικές του απόπειρες ξεκίνησαν το 1975 με έναν σπανιότατο σήμερα δίσκο, που περιλάμβανε τέσσερα επαναστατικά τραγούδια του Ρήγα Φεραίου και καθένα προλόγιζε ο Χρήστος Λαδάς. Το 1982, χρονιά ορόσημο, κυκλοφορεί ο «Ήλιος ο Ηλιάτορας», με την ομώνυμη ποιητική συλλογή του Ελύτη μελοποιημένη. Συμμετέχουν μεγάλα ονόματα: Ελένη Βιτάλη, Γιώργος Νταλάρας, Νίκος Δημητράτος και ξεχωρίζουν σημαντικά τραγούδια όπως «Όμορφη και παράξενη πατρίδα», «Τρελοβάπορο», «Γεια σου κύριε μενεξέ» κα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Την επόμενη χρονιά, δύο λαϊκοί δίσκοι, «Ο Άη Λαός» σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη με τη φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου και το «Εδώ που γεννηθήκαμε» σε ποίηση Φώντα Λάδη με τον Αντώνη Καλογιάννη, κάνουν ακόμη πιο αισθητή την παρουσία του Δημήτρη Λάγιου στα δισκογραφικά πράγματα. «Θα με δικάσει», «Περαστικός κι αμίλητος», «Και κάθε νύχτα», είναι μερικά τραγούδια που ακόμη και σήμερα προκαλούν αίσθηση.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, που η επαφή του με την Κύπρο τον έκανε να αγαπήσει το νησί και να συμβάλλει στην πολιτιστική του προβολή, ξεκίνησε να μελοποιεί ποιήματα κυπρίων αγωνιστών και λογοτεχνών και να πραγματοποιεί συναυλίες με το μουσικό σύνολο «Διάσταση». Προσπάθειες που για το ευρύ κοινό ήρθαν στο φως αρκετά αργότερα. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80, κυκλοφόρησαν οι «Σκιές», σε στίχους και μουσική δικούς του, που περιλάμβαναν τραγούδια όπως «Σε καρτερούσα» και «Σκιές». Επιπλέον, με την ορχήστρα του Δήμου Πατρέων, βγήκαν οι «Ρωγμές» ένα ονειρικό έργο ορχηστρικών συνθέσεων και όχι μόνο, με τις συμμετοχές καλλιτεχνών όπως η Μαρίζα Κωχ.
Στα «Τραγούδια του Σολωμού και της Ζάκυνθος», ο Λάγιος επανεκτελεί παραδοσιακά τραγούδια, μελοποιεί Σολωμό (πχ «Γαλήνη», «Αγνώριστη») και άλλους τοπικούς ποιητές. Χρόνια μετά, ύστερα από επίμονες προσπάθειες του Γιώργου Νταλάρα και άλλων καλλιτεχνών, εκδόθηκαν έργα γνωστά από εκείνη την εποχή, όπως «Των Αθανάτων», με ένα ηρωικό κυπριακό πνεύμα («Ηρώων γη», «Καρτερούμεν») και το Ίνα Τι, θρησκευτικό χορόδραμα με παραδοσιακή ζακυνθινή εκκλησιαστική μουσική, σε ποίηση του Δαυίδ και δική του. Μάλιστα στο νησί του το «Ίνα τι», κατέχει μία δεσπόζουσα θέση στην κατανυκτική ατμόσφαιρα του Πάσχα.
Το σπουδαιότερο όμως έργο του αποτελεί και το κύκνειο άσμα του. Η «Ερωτική πρόβα στο θάνατο», είναι ένα χορόδραμα που περιγράφει την πορεία προς το τέλος με όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις. Μετά το χαμό του, δισκογραφήθηκε με προσπάθειες του Νταλάρα και άλλων και αποτελεί μέχρι σήμερα την πιο διάσημη δουλειά του. Φωνές όπως των Κατσιμιχαίων, της Σαββίνας Γιαννάτου και του ίδιου, ακούγονται στα τραγούδια «Να ονειρεύομαι», «Μαρία ακόμα σ’ αγαπώ» (γραμμένο για τη μητέρα του), «Μην την πιστεύεις την αγάπη», «Μωβ» κα.
Στην προσωπική του ζωή, ήδη από τα χρόνια της Αμερικής γνώρισε και ερωτεύτηκε την γυναίκα του Πέγκυ Φοινινή, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την «Υακύνθη», όνομα που της έδωσε για να την «αφιερώσει στη Ζάκυνθο». Μάλιστα με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, που έχει επίσης κόρη με το ίδιο όνομα, έγραψαν ένα εξαιρετικά τρυφερό κομμάτι, τη «Φωνή της Υακύνθης» προς τιμήν των παιδιών τους.
Όλα τα χρόνια της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, ο Δημήτρης αγαπήθηκε πολύ. Ο Παπαδόπουλος και ο Νταλάρας έχουν πει για αυτόν ότι ήταν από τους λίγους που τους πλησίασαν χωρίς συμφέρον και υστεροβουλία, ενώ ο Ελύτης πως από τις δεκαπέντε περίπου εκδοχές που είχε ακούσει για τον «Ηλιάτορα», του Λάγιου ήταν εκείνη που τον εντυπωσίασε περισσότερο.
Ο ίδιος ήταν ένα πλάσμα ταπεινό και διακριτικό. Οι συνθέσεις του χαρακτηρίζονταν από ένα έντονο στοιχείο που ακροβατούσε μεταξύ ονείρου και μελαγχολίας. Οι στίχοι του μιλούσαν για τη θάλασσα, τη νοσταλγία και την αγάπη, με μία ισορροπημένη εξιδανίκευση. Μελοποίησε Κάλβο, Καρυωτάκη και πολλούς Ζακυνθινούς ποιητές. Ίδρυσε ανάμεσα σε άλλα, μουσικά σχολεία στον Άλιμο και τη Μύκονο, σύνολα όπως οι «Ραψωδοί» που τραγουδούσαν σε αρχαιολογικούς χώρους και το Σχολείο παραδοσιακής μουσικής.
Αν και διαθέτει μία τέτοια σημαντική εργογραφία, είναι δυστύχημα να υπάρχει δισκογραφημένο ένα μικρό κομμάτι της. Ο Λάγιος σπανίως τιμάται πια σε μεγάλη κλίμακα. Τοπικά αφιερώματα και γιορτές υπάρχουν, όμως στην Αθήνα η τελευταία μεγάλη διοργάνωση προς τιμήν του, ήταν το 2011 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στο πλαίσιο ενός «Κύκλου ελληνικού τραγουδιού/ Ο Άγνωστος Ελληνισμός». Πράγματι «άγνωστος», αν σκεφτεί κανείς ότι αρκετοί δεν γνωρίζουν τον συνθέτη ενός χιλιοτραγουδισμένου κομματιού όπως το «Όμορφη και παράξενη πατρίδα». Ας ευχηθούμε να υπάρξει ενεργοποίηση από σημαντικούς φορείς και να συλλεχθεί το ποικίλο υλικό τραγουδιών, ορχηστρικών συνθέσεων και ποιημάτων. Ήδη στην πατρίδα του γίνονται προσπάθειες από χορωδίες και μουσικούς να διασωθεί ένα μέρος αυτών.
Από εκδοτικής πλευράς, κυκλοφόρησαν δύο εξαντλημένα πλέον βιβλία. Το λεύκωμα «Δημήτρης Λάγιος» (1996) από τις εκδόσεις Καστανιώτη με φωτογραφίες και μαρτυρίες συνεργατών και η ποιητική συλλογή του Διονύση Σέρρα «Τραγουδώντας για την Κύπρο και το Δημήτρη Λάγιο» (2001).
Έσβησε μία ανοιξιάτικη μέρα του Απριλίου του ’91 χτυπημένος από καρκίνο στον πνεύμονα. Ήταν περίπου 40 ετών. Αν δεν τον προλάβαινε ο θάνατος, γενική εκτίμηση είναι πως με τόσα πράγματα που θα μπορούσε να είχε δώσει ακόμη, τόσες ομορφιές να εξωτερικεύσει, θα περιλαμβανόταν ήδη στο Πάνθεον των σημαντικότερων Ελλήνων καλλιτεχνών. Οι στάχτες του σκορπίστηκαν σε Ζάκυνθο και Κύπρο το Μάιο του 1991.