Ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου της Δήμητρας Λουκά είναι δηλωτικός του θέματος του βιβλίου αλλά και του τρόπου που η συγγραφέας θα το πραγματευτεί, συνδυάζοντας σε λίγες λέξεις δύο ιστορίες, οι ρίζες των οποίων χάνονται στα βάθη του χρόνου: τον μύθο της Περσεφόνης και το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας. «Η Περσεφόνη στο στόμα του λύκου» είναι μια συλλογή διηγημάτων τα οποία επιχειρούν να οικειοποιηθούν και να επαναφηγηθούν τον αρχαίο ελληνικό μύθο της αρπαγής της Περσεφόνης, είτε στο σήμερα, είτε επενδύοντας τον με ψευδοϊστορικά στοιχεία, είτε τοποθετώντας τον σε διαφορετικά μέρη του κόσμου και σε ποικίλες άλλες παραδόσεις. Το βιβλίο χωρίζεται σε σε δύο κεφάλαια, το καθένα με διηγήματα που κινούνται τα μεν στον άξονα της αέναης επιστροφή και τα δε στον άξονα της αρπαγής. Η φρέσκια, ανατρεπτική ματιά και η άνεση στη διαχείριση και μετουσίωση του υλικού κάνουν αυτή τη συλλογή, που ανήκει στη μακρά και πάντα επίκαιρη παράδοση της επαναφήγησης, να ξεχωρίσει.
***
– Αν όχι όλα, πολλά από τα διηγήματα της τελευταίας σας συλλογής ακροβατούν ανάμεσα στη μυθοπλασία και την μυθολογία. Πόσο βάρος δώσατε στην έρευνα και πόσο στη δική σας φαντασία;
Η έρευνα χρειάζεται για να εντοπιστούν τα πρωτογενή υλικά ενός μύθου που θα σου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει η φαντασία, που οφείλει να σκάψει βαθιά για να φωτίσει τον μύθο με το δικό της υποκειμενικό φως. Γιατί το θέμα δεν είναι η απλή αναπαραγωγή ενός μύθου. Το ζητούμενο είναι πώς θα τον ανανεώσεις, θα τον αναποδογυρίσεις, θα τον σχολιάσεις μπολιάζοντάς τον με τους αισθητικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς της εποχής σου, θα αποσπάσεις τις αντικειμενικές αξίες και σημασίες του, για να τους προσδώσεις τη δική σου λογοτεχνική φωνή. Και για να το κάνεις αυτό, πιστέψτε με, απαιτείται να αξιοποιήσεις όλα τα αποθέματα της φαντασίας που διαθέτεις.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
– Η επαναφήγηση (retelling) μύθων και παραμυθιών από μια άλλη οπτική, συχνά από την πλευρά του θύματος, φαίνεται να ανθίζει τα τελευταία χρόνια. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;
Οι επαναφηγήσεις μύθων και παραμυθιών δεν είναι κάτι καινούργιο στον χώρο της λογοτεχνίας. Ήδη από την εποχή του μοντερνισμού, ενός κινήματος που ανέπτυξε σχέση έντασης με τον μύθο, οι μυθικές αφηγήσεις αποτελούσαν προσφιλές διακείμενο. Πιθανόν, όπως έχει ήδη επισημανθεί από πολλούς θεωρητικούς, λόγω της παραμυθητικής τους λειτουργίας στη σκληρή και παράλογη ιστορικοκοινωνική πραγματικότητα της εποχής μας. Είναι αλήθεια μάλιστα ότι τα θύματα των μύθων και των παραμυθιών, οι αδικημένοι από τη μυθολογία ή την λαϊκή παράδοση ήρωες, βρίσκουν συχνά δικαίωση μέσα από την επαναφήγηση τέτοιων ιστοριών, ίσως γιατί οι συγγραφείς αισθάνονται συχνά την ανάγκη να αποκαταστήσουν μέσα από τα έργα τους κάθε μορφή αδικίας δίνοντας φωνή στον αδύναμο άνθρωπο. Και αυτό όμως δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Αρκεί να θυμηθούμε τους «Τρώες» (1900) του Κ. Π. Καβάφη, όπου ο ποιητής δείχνει τους ηττημένους ήρωες να υποφέρουν για την πτώση κλαίγοντας και αποκαλύπτοντας την αδυναμία τους, ή την «Κασσάνδρα» (1983) της Christa Woolf, όπου τα γεγονότα του Τρωικού Πολέμου παρουσιάζονται και πάλι μέσα από την οπτική γωνία των ηττημένων. Αν θέλουμε, πάντως, να μιλήσουμε για άνθιση των retellings σήμερα, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο, αυτή θα την εντοπίσουμε οπωσδήποτε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, εκεί όπου η επιτυχία ενός βιβλίου ή μιας ταινίας κρίνεται κυρίως από το μέγεθος των πωλήσεων ή των κερδών που αποφέρει. Και επειδή η δεκτικότητα ενός αναγνώστη ρυθμίζεται και από την προγενέστερη αναγνωστική του εμπειρία, που σίγουρα περιλαμβάνει δημοφιλείς μύθους και παραμύθια, τα retellingς σίγουρα πουλάνε.
– Πώς τοποθετείστε απέναντι στον χαρακτηρισμό των διηγημάτων σας ως “φεμινιστικών”; Τον αποδέχεστε ή όχι, και γιατί;
Θεωρώ ότι οποιαδήποτε κατηγοριοποίηση/ταξινόμηση στον χώρο της τέχνης μπορεί να αδικήσει σημαντικά ένα έργο. Έχω γράψει διηγήματα στα οποία αρθρώνεται ένας φεμινιστικός αφηγηματικός λόγος που εναντιώνεται στις παραδομένες αξίες της πατριαρχίας. Στο πρόσωπο της Περσεφόνης άλλοτε επιβεβαιώνεται η σκληρή μοίρα που η πατριαρχία επιφυλάσσει στις θηλυκότητες και άλλοτε συμβολοποιείται το γυναικείο φύλο που αυτοκαθορίζεται και μπορεί να γευτεί τη λυτρωτική ελευθερία. Αυτό, ωστόσο, δεν γίνεται ποτέ προγραμματικά. Γιατί κάθε «πολιτική» πρόθεση μπορεί να οδηγήσει στη συγγραφή μονοδιάστατων και απλοϊκών λογοτεχνικών κειμένων. Αν κάποιος προσεγγίσει τα διηγήματά μου ως «φεμινιστικά» με το σκεπτικό ότι είναι γραμμένα από μια γυναίκα συγγραφέα και επομένως παρουσιάζουν διάφορα χαρακτηριστικά, ιδεολογικά και αισθητικά, που ξεχωρίζουν ως θηλυκά, πολύ φοβάμαι ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να παραγνωρίσει άλλα σημαντικά θέματα που προκύπτουν από αυτά: τη θεμελιώδη σχέση μάνας και κόρης, τη χρήση της εικονικής πραγματικότητας στη διαχείριση του ψυχικού πόνου, τις ταξικές ανισότητες, τις αιφνίδιες ανατροπές του βίου, το προαιώνιο σφιχταγκάλιασμα της ζωής με τον θάνατο. Το ότι μέσα από τα διηγήματά μου επιχειρώ να «υπερασπιστώ το δικαίωμα των γυναικών να κάνουν αυτό που λαχταρά η καρδιά τους» ή όπως έγραψε ο Άρης Μαραγκόπουλος να πάρω «δια της γραφής αναδρομική εκδίκηση για όλες τις ταπεινωμένες Δήμητρες και τις βιασμένες Περσεφόνες του άδικου τούτου κόσμου», σας διαβεβαιώ ότι αφορά μια πρόθεση βαθύτατα καλλιτεχνική.
– Η συμπερίληψη μύθων και ιστοριών από όλον τον κόσμο παραπέμπει στην επιστήμη της συγκριτικής μυθολογίας και στη δουλειά μεγάλων μορφών όπως ο Τζόζεφ Κάμπελ. Είχατε τέτοιες επιρροές;
Η ενασχόλησή μου με τους μύθους και τις ιστορίες από όλο τον κόσμο οφείλεται στην αγάπη που ανέπτυξα για αυτό το πρωτογενές υλικό από παιδί, είχα την ευτυχία να μεγαλώσω σε ένα σπίτι όπου η λαϊκή προφορική παράδοση έπαιζε σημαντικό ρόλο, και δεν οφείλεται σε επιρροές από τον τρόπο που η λεγόμενη «λόγια κουλτούρα» προσέγγισε τον μύθο.
– Πιστεύετε ότι το αναγνωστικό κοινό είναι πλέον σε θέση να αναγνώσει κριτικά μύθους και ιστορίες που διαιωνίζουν πατριαρχικά στερεότυπα ή όχι; Εάν όχι, τι παρεμβάσεις θα προτείνατε;
Πιστεύω πως ναι. Οι εξωτερικές συνθήκες, για παράδειγμα η ανάδειξη και στη χώρα μας κινημάτων όπως το #MeToo, ευνοούν σίγουρα την εν λόγω διαδικασία. Και επειδή η λογοτεχνική μετάπλαση των μύθων γίνεται κυρίως μέσα από ένα σύστημα κοινωνικών και ιστορικών αναφορών που ο συγγραφέας επιλέγει από την εποχή του, θεωρώ σχεδόν απίθανο να μην μπορέσει ένας αναγνώστης να τις αναγνωρίσει. Φυσικά, η κριτική τοποθέτηση του αναγνώστη απέναντι σε ένα κείμενο έπεται της συγκίνησης που αυτό οφείλει να του προκαλέσει. Για αυτό η πρόκληση της συγκίνησης είναι πάντα ο πρώτος μου στόχος.
– Αν θα μπορούσατε να συμπυκνώσετε σε μια φράση τι ήταν αυτό που σας συγκίνησε στον μύθο της Περσεφόνης και σας ώθησε στη συγγραφή αυτή της συλλογής, τι θα λέγατε;
Ο ανείπωτος πόνος της απώλειας που έζησε η Δήμητρα για την Περσεφόνη.
Διαβάστε επίσης:
Δήμητρα Λουκά – Η Περσεφόνη στο στόμα του λύκου: Διηγήματα από τις Εκδόσεις Κίχλη
Δείτε το κείμενο του Γιάννη Αντωνιάδη για το βιβλίο:
«Η Περσεφόνη στο στόμα του λύκου» της Δήμητρας Λουκά είναι μια αναδρομή στη δύναμη του μύθου