Η εκρηκτική κωμωδία της Ελένης Ράντου, βασισμένη στη διασκευή του Νηλ Σάιμον πάνω στα διηγήματα του Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ, ολοκληρώνεται την Κυριακή 13 Απριλίου στο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». Μια παράσταση που αγκαλιάστηκε από το κοινό, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία για δεύτερη χρονιά, με πολλά sold out, φέρνοντας στην επιφάνεια τις αδυναμίες και τα πάθη των ηρώων της. Σκηνοθετεί ο Νικορέστης Χανιωτάκης.
Το CultureNow μίλησε με την ηθοποιό Δήμητρα Στογιάννη για την παράσταση.
***
– Πώς θα περιγράφατε το χιούμορ της «Βότκας Μολότοφ»; Και ποιο στοιχείο του ανεβάσματος πιστεύετε πως αγγίζει τον κόσμο, ώστε να συνεχίζει σταθερά η παράσταση την επιτυχημένη πορεία της;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η «Βότκα Μολότοφ» είναι ένα έργο που απαρτίζεται από διηγήματα του αξεπέραστου Άντον Τσέχωφ, έχει υποστεί επεξεργασία από τον Νηλ Σάιμον που τα δραματοποίησε και κατέληξε στα έμπειρα χέρια της Ελένης Ράντου που το έφερε στην τελική του μορφή, στην κωμωδία. Οπότε καταλαβαίνετε ότι το έργο έχει εμποτιστεί από το πνεύμα και το χιούμορ διαφορετικών εποχών και αντιλήψεων.
Η θεματολογία δε του έργου είναι κατά βάση ανθρωποκεντρική. Μας θυμίζει διάφορα πάθη μας και ελαττώματα ή ακόμα μας βγάζει από τη βολή μας αλλά με έναν τέτοιο ανάλαφρο τρόπο που γίνεται ιδιαίτερα ευχάριστο για όλους.
-Από τα διηγήματα του Αντόν Τσέχωφ, στα οποία βασίστηκε το κείμενο της παράστασης, ποιο ξεχωρίζετε και γιατί;
Ένα πολύ αγαπημένο διήγημα είναι το «Απαγορεύεται το Κάπνισμα», όπου υποδύομαι μια αυστηρή δασκάλα που έχει πάρει πολύ στα σοβαρά τον ρόλο της σαν παιδαγωγός αλλά και σαν μητέρα. Μεγαλώνει μόνη το παιδί της κι έχει βάλει τη ζωή τους σε τάξη αλλά και σε ωραιότατα «κουτάκια». Είναι εξαιρετικά προοδευτική για την εποχή της και χρησιμοποιεί μεθόδους πολύ προχωρημένες για τον 19ο αιώνα. Ώσπου ξαφνικά η ανατροπή της έρχεται από κει που δεν το περιμένει. Της ανακοινώνεται ότι ο επτάχρονος γιος της που ως εκείνη τη στιγμή τον παρουσίαζε σαν παιδί θαύμα, καπνίζει. Έτσι, γκρεμίζεται ξαφνικά όλο το οικοδόμημα κι ενώ μετέρχεται όλων των τρόπων για να τον πείσει ότι αυτό δεν πρέπει να το κάνει ένα παιδί μιας τέτοιας ηλικίας, καταλήγει να «χαμηλώσει» το εγώ της, να ταπεινωθεί και να περάσει το μήνυμα στο παιδί μέσα από τη «δίκη του γλώσσα», επινοώντας δηλαδή ένα παραμύθι.
Όλη αυτή η διαδρομή αυτού του κομματιού το κάνει εξαιρετικά ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, ενώ το μήνυμα που περνάει μέσα από αυτό είναι εξαιρετικά ψυχοφελές.
-Φαντάζομαι πως από όταν ήσασταν στη σχολή του Κ.Θ.Β.Ε θα είχατε φανταστεί κάπως τη φιγούρα του Ρώσσου συγγραφέα… Πώς σας φάνηκε ο ρόλος αυτός στην παράσταση – παρατηρήσατε ομοιότητες αυτού που είχατε πλάσει στο μυαλό σας με την ερμηνεία του Τάσου Χαλκιά;
Η αλήθεια είναι ότι πάνω στον Τσέχωφ εξετάστηκα από τον Βασίλη Παπαβασιλείου που ήταν τότε ο διευθυντής του ΚΘΒΕ για να περάσω τις εισαγωγικές εξετάσεις της σχολής. Και με τον Τσέχωφ ασχολήθηκα κι αργότερα στο «Εργαστήρι Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας» που έκανα με τον Στάθη Λιβαθινό, στο Εθνικό Θέατρο. Ο συγγραφέας αυτός είναι πολύ αγαπημένος κι έχω ξοδέψει πολλές ώρες στην προσπάθειά μου να κατανοήσω το όλο πνεύμα της γραφής του, σε συνάρτηση πάντα με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής. Αυτό που κάνει, λοιπόν, πάνω στη σκηνή ο έμπειρος Τάσος Χαλκιάς, με πείθει απολύτως ότι κάπως έτσι θα μπορούσε να εμπνέεται για να γράψει κι ο ίδιος ο συγγραφέας. Χωρίς να παραβλέπουμε πάντα το γεγονός ότι ο ηθοποιός φιλτράρει μέσα από τον δικό του εαυτό τον ρόλο, όποιος και να είναι αυτός.
-Υπάρχει κάποιο κοινό χαρακτηριστικό ανάμεσα στους χαρακτήρες που περιδιαβαίνουν από μπροστά μας στην αίθουσα Ιφιγένεια του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος»;
Όλοι οι χαρακτήρες, αποκυήματα της φαντασίας του συγγραφέα, έχουν μια ανθρώπινη διάσταση. Είναι άνθρωποι με πάθη, με αδυναμίες, με προβλήματα που χρήζουν επίλυσης… Και όλοι συγκλίνουν στο εξής. Ότι με ενδιαφέροντα τρόπο για τον θεατή, με ευχάριστο και τελικά αστείο τρόπο προσπαθούν να επιλύσουν ο καθένας το πρόβλημά του.
-Κατά τη γνώμη σας ποια είναι τα συστατικά μιας επιτυχημένης κωμωδίας;
Μακάρι να είχα συνταγή αλλά φοβάμαι πως κανείς δεν την έχει. Σίγουρα πάντως, χρειάζεται αμεσότητα. Και ρυθμό. Και αντίληψη. Και αλήθεια. Είναι αυτό που λέει κι ο Σαίξπηρ στον Άμλετ ο οποίος προτείνει στους ηθοποιούς να παίζουν με μέτρο. Χωρίς υπερβολές. «Το πάθος βγαίνει πιο δυνατό όταν το αδυνατίζεις». Και να συνάδει όλο αυτό το παιχνίδι εκεί πάνω με την απλότητα και την αλήθεια της φύσης. Κι όσο πιο διακριτικά «παθαίνει» ο ηθοποιός (με την έννοια ότι αφήνει να του συμβούν τα παθήματα) τόσο πιο γεμάτα και εύληπτα εισπράττει ο θεατής.
-Όταν παίζετε κωμωδία «μετράτε» περισσότερο το γέλιο ή το χειροκρότημα;
Δεν προσδοκώ τίποτα από τα δύο. Με ενδιαφέρει να μην χάσει ο κόσμος τον χρόνο του. Να είμαι παρούσα να αφουγκραστώ τους θεατές που είναι από κάτω και να επικοινωνήσουμε μαζί αυτή τη συνθήκη. Να βιώσουμε μαζί και ενεργητικά αυτή την ιστορία που οι ηθοποιοί θα πούμε παίζοντας και αυτοί θα εισπράξουν παρακολουθώντας. Και τότε έρχεται και το γέλιο και το χειροκρότημα. Αρκεί να μην είναι αυτοσκοπός.
-Για κλείσιμο, θα θέλατε να μας πείτε μια αγαπημένη σας ατάκα από το έργο;
«Να πάρεις μαζί σου τη μάνα σου στο εξωτερικό. Να σε κάνει ρεζίλι. Να γυρίζει να σας κοιτάζει όλο το εξωτερικό»
Διαβάστε επίσης:
Βότκα Μολότοφ, του Νηλ Σάιμον σε διασκευή Ελένης Ράντου στον Ελληνικό Κόσμο