Φέτος, ο Δημήτρης Κίτσος ενσαρκώνει τον 17χρονο Νίκολα, ένα παιδί διαζευγμένων γονιών που μένει με τη μητέρα του. Ο άλλοτε χαμογελαστός Νικόλας έχει παρατήσει το σχολείο του, λέει ψέμματα και εξαφανίζεται με τις ώρες. Τι του συμβαίνει; Η θλίψη σιγά – σιγά τον κυριεύει. Η παράσταση «Ο Γιος», το ευαίσθητο αυτό έργο του Φλοριάν Ζελλέρ, θέτει στο επίκεντρό του και σχολάζει αιχμηρά την εφηβεία και τα τεράστια επικοινωνιακά χάσματα μεταξύ γονέα και εφήβου,και παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, στην Κεντρική Σκηνή.
Ο νεαρός ηθοποιός, που πρωταγωνιστεί στην παράσταση, μας μιλά για το ταμπού θέμα της εφηβικής κατάθλιψης, για την ομάδα που έχει δημιουργήσει τους C for Circus, που όπως λέει «Είναι η δεύτερη οικογένειά του», αλλά και για την πληθώρα θεατρικών παραγωγών που έχουν κατακλύσει πλέον την πρωτεύουσα: «Αλλά και τι να γινόταν δηλαδή. Να σκηνοθετούσαν μόνο 10 άνθρωποι και να έπαιζαν αυτοί οι 20-30 ίδιοι ηθοποιοί; Ούτε αυτό είναι δίκαιο.[…] Πώς γίνεται να μπορείς να σκηνοθετείς 3-4 παραστάσεις το χρόνο; Ή να παίζεις σε 4 παραστάσεις; Που βρίσκεις την έμπνευση, την όρεξη, τη χαρά, την ανάγκη, τη διαύγεια, το πάθος; Εγώ δε θα μπορούσα».
– Φέτος, πρωταγωνιστείς στον «Γιο», που παρουσιάζεται στο θέατρο του Νέου Κόσμου. Μίλησε μας λίγο για το έργο και τους ήρωες που θα δούμε επί σκηνής.
Το έργο εκ πρώτης όψεως, στην αρχή, φαίνεται έως και απλοϊκό λόγω της καθημερινής συνθήκης που παρουσιάζει. Ένα τυπικό χωρισμένο ζευγάρι, ο πατέρας έχει ξαναπαντρευτεί και προσφάτως απέκτησε και δεύτερο γιο, η μητέρα είναι προσκολλημένη στο παρελθόν, δικηγόροι, η νέα γυναίκα, ο Νικολά (ο γιος), έχει κατάθλιψη και μόλις ξεκινάει το έργο πηγαίνει να ζήσει με τον πατέρα του γιατί δεν αντέχει άλλο στο ίδιο σπίτι με τη μαμά, και τέλος ο ψυχίατρος ο οποίος προσπαθεί να προστατέψει τον Νικολά.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το όλο ζήτημα είναι ότι δεν είναι απλοϊκό καθόλου. Η εξωτερική σύμβαση είναι μόνο. Η ίδια η γραφή έχει τέτοια «αρχιτεκτονική» που ήταν ένας γρίφος στα δικά μου μάτια. Νομίζω βέβαια πως, καλώς, ο θεατής δε θα δει αυτή την πολυπλοκότητα. Δε θα ζοριστεί από πράγματα που δεν καταλαβαίνει. Θα του φανεί απλό.
– Το έργο θέτει στο επίκεντρο του την εφηβεία και την κατάθλιψη. Πόσο δύσκολο είναι να μεταφέρεις τέτοια ευαίσθητα θέματα στην σκηνή;
Είναι πολύ δύσκολο. Καταρχάς, εγώ το βλέπω ως ένα χρέος απέναντι σε ανθρώπους που πάσχουν/ουμε/είχαμε ή θα έχουμε. Με έναν τρόπο λες και ο Νικολά ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Αυτό απαιτεί επομένως από εμένα να μην καταφύγω ούτε σε γραφικότητες, ούτε σε βαρετά για τον θεατή πράγματα. Θέλω να τον παρουσιάσω όσο πιο ζωντανό, αληθινό και με όλες τις πτυχές που μπορεί να είχε (αν ζούσε). Αυτό είναι ένας διαρκής αγώνας σε κάθε παράσταση και το αποτέλεσμα λίγες φορές θα με αφήσει ικανοποιημένο.
– Πιστεύεις πως η εφηβική κατάθλιψη, αλλά και γενικότερα οι ψυχικές ασθένειες και η επίσκεψη σε ψυχολόγο είναι ένα θέμα ταμπού για τους σημερινούς γονείς;
Φυσικά! Κι εγώ που «ξέρω» ότι δεν θα έπρεπε, ουσιαστικά καταλαβαίνω πως το αντιμετωπίζω πολύ συχνά ενοχικά. Πολύ πιο εύκολα θα επικοινωνήσω ένα θέμα σωματικής υγείας μου, παρά μια ψυχική μου κατάσταση/ασθένεια και πολύ δυσκολότερα θα κατέφευγα σε ψυχίατρο από ότι σε έναν παθολόγο. Δυστυχώς ακόμη, μεταφέρεται αυτό το ζήτημα (των ψυχικών ασθενειών) από γενιά σε γενιά, μέσα στην οικογένεια, στους φίλους στο σχολείο, στα αστεία, με έναν τρόπο που δημιουργεί πολύ συχνά το αίσθημα της ντροπής και ότι κάτι πάει λάθος. Επομένως καταφεύγουμε στο να κρύψουμε την ασθένεια με σοβαρές συνέπειες μιας και δεν θα την αντιμετωπίσουμε όπως πρέπει. «Όλα θα πάνε καλά!», όπως λέει και στο έργο.
– Ποιο είναι το σπουδαιότερο, κατά τη γνώμη σου μήνυμα αυτής της παράστασης;
Να μην είσαι ποτέ σίγουρος για αυτά που πιστεύεις.
– Ποια φράση του έργου σε αγγίζει προσωπικά;
Δε θα ήθελα να την αποκαλύψω γιατί τότε θα πάψει να με συγκινεί. Δε θέλω να την προδώσω. Την κρατάω για μένα.
– Είσαι συνιδρυτής της ομάδας C for Circus. Πώς προέκυψε αυτή η ομάδα και τι συμβολίζει για σένα;
Είναι η δεύτερη οικογένειά μου. Ξεκινήσαμε οι περισσότεροι από την φοιτητική θεατρική ομάδα του Πολυτεχνείου της Θεσσαλονίκης. Το 2008 αποφασίσαμε ύστερα από πρόταση του σκηνοθέτη μας τότε, να ιδρυθεί μια κλειστή ομάδα, η οποία θα δουλεύει πολύ πιο εντατικά και χωρίς να δέχεται κάθε χρόνο καινούρια μέλη (κάτι που συνέβαινε στη φοιτητική) Όποιος ήθελε θα μπορούσε να πάει στην πρώτη συνάντηση.
Με τον καιρό καταλήξαμε αυτοί οι 11 που είμαστε τώρα. Κάναμε πρόβες στο υπόγειο του Pierrot le Fou (ένα μπαρ στη Θεσσαλονίκη), στο Πολυτεχνείο στα κρυφά, σε πάρκα, αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, προβάδικα… Μετά νοικιάσαμε το δικό μας χώρο, κάναμε παραστάσεις εκεί, άλλοτε παίζαμε στο δρόμο, κάναμε κάποια projects και σιγά σιγά αρχίσαμε να κατεβαίνουμε στην Αθήνα για να σπουδάσουμε πλέον αυτό που είχαμε αγαπήσει μέσα από την ομάδα. Είναι η δεύτερη οικογένεια μου με τα καλά και τα κακά. Σε αυτήν επιστρέφω και από αυτή καμμιά φορά φεύγω.
-Tι ήταν αυτό που σε έκανε να ακολουθήσεις τον δρόμο της υποκριτικής;
Ο Παύλος και η Ειρήνη από την ομάδα. Στα 24 μου. Είχα μετακομίσει (για 4η φορά) προσφάτως, είχα ένα κουτάβι, έδινα μαθήματα για τη σχολή μου (Τοπογράφος)…είχα ένα «πλάνο». Aλλά….
– Υπάρχει κάποια παιδική ανάμνηση σου όσον αφορά το θέατρο που σε σημάδεψε;
Μπα, δε θα το έλεγα. Δεν το απολάμβανα ως θεατής πολύ. Όπως και με τα σπορ, προτιμώ να παίζω παρά να βλέπω. Στην εφηβεία, το σχολείο του κολλητού μου είχε θεατρική ομάδα και είχα ζηλέψει. Είχα πάει και σε πρόβα τους. Κάνανε τον Αλι Πασά αν δεν κάνω λάθος. Μεγάλη μ…ια. Αλλά είχα ζηλέψει.
– Οι θεατρικές παραστάσεις στην Αθηνά γίνονται ολοένα και περισσότερες. Ως ένας νέος ηθοποιός πώς αντιλαμβάνεσαι αυτή τη κατάσταση;
Δεν έχω μέτρο σύγκρισης άλλων εποχών. Για μένα αυτό είναι το κανονικό. Βλέπω πως δημιουργούνται διάφορα προβλήματα, πολλές παραστάσεις σημαίνει διάσπαση του κοινού, άρα τα χρήματα δε μένουν σε μια συγκεκριμένη μερίδα καλλιτεχνών αλλά παίρνουν κάποιοι από λίγα και κάποιοι άλλοι από ακόμη λιγότερα. Άντε να ζήσεις. Κάνεις 2 δουλειές ταυτόχρονα. Αλλά και τι να γινόταν δηλαδή. Να σκηνοθετούσαν μόνο 10 άνθρωποι και να έπαιζαν αυτοί οι 20-30 ίδιοι ηθοποιοί; Ούτε αυτό είναι δίκαιο. Αλλά το πρόβλημα κατ’ εμέ δεν έχει να κάνει με την πληθώρα των ηθοποιών που έχουν ανάγκη να παίξουν και για αυτό φτιάχνουν αυτοσχέδιες ομάδες. Δεν μπορείς να περιορίσεις την ανάγκη του άλλου και ούτε θα έπρεπε, όπως και δεν μπορείς να αποφασίσεις μέσω απλοϊκών εξετάσεων ποιος έχει να προσφέρει κάτι και ποιος όχι. Ίσα ίσα που μπορεί να είναι θετικό. Παίρνεις την κατάσταση στα χέρια σου. Σκηνοθετείς αντί να περιμένεις.
Και δεδομένης της έλλειψης οικονομικών πόρων σε μια τέτοια περίπτωση, σκαρώνεις λύσεις, γίνεσαι εφευρετικός, έρχεσαι σε επαφή με δύσκολα υλικά. Το πρόβλημα είναι πως οι συντελεστές, είτε για βιοποριστικούς λόγους, είτε γιατί τους γίνεται μια πρόταση και δεν μπορούν να πουν όχι, δουλεύουν τόσο πολύ που επί της ουσίας ξεζουμίζονται και εν τέλει οι παραστάσεις φτιάχνονται από μισοπεθαμένους, κουρασμένους καλλιτέχνες. Και το κοινό, σιγά σιγά φεύγει. Πώς γίνεται να μπορείς να σκηνοθετείς 3-4 παραστάσεις το χρόνο; Ή να παίζεις σε 4 παραστάσεις; Που βρίσκεις την έμπνευση, την όρεξη, τη χαρά, την ανάγκη, τη διαύγεια, το πάθος; Πόσο χρόνο αφιερώνεις κάθε φορά; Και προφανώς υπάρχουν εξαιρέσεις που έχουν τέτοιες ικανότητες, αλλά το κάνει πολύς κόσμος. Εγώ δε θα μπορούσα.
– Αν μπορούσες να ζήσεις σε μία άλλη εποχή, πέρα από τη δικιά μας, ποια θα επέλεγες και γιατί;
Σε όλες που μπορώ να θυμηθώ/φανταστώ αυτή τη στιγμή. Θέλω να δω δεινόσαυρους, να ζήσω στην αρχαία Ελλάδα να δω μια παράσταση αρχαίας τραγωδίας και να κυκλοφορώ με σανδάλι και «σεντόνι», πολύ γελοία εικόνα, να ζήσω τα 30’ς στην Αμερική, τη τζαζ, το 80 στη Σοβιετική Ένωση, τα 70ς στην Αμερική, χίπης, τον 17ο αι με τους Ινδιάνους…ουου
– Ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σου;
Να πάω στην Αφρική. Πρέπει να πείσω κάποιους ανθρώπους πρώτα.