Με αφορμή τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από το θάνατο του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ, ο Δημήτρης Λιγνάδης παρουσιάζει στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, ένα εμβληματικό έργο του παγκόσμιου δραματολογίου, τη «Δεσποινίδα Τζούλια». Λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα, ο Δημήτρης Λιγνάδης, σκηνοθέτης αλλά και ο Ζαν της παράστασης που θα δούμε στις 10 και 11 Ιουνίου, απαντά στις ερωτήσεις του Culturenow.gr αφήνοντάς μας μια χαραμάδα να κρυφοκοιτάξουμε τη σκηνική του πρόταση στο αριστούργημα του μεγάλου Σουηδού συγγραφέα.
Συνέντευξη: Μαριάννα Παπάκη
Culturenow.gr: Κύριε Λιγνάδη αφορμή για την κουβέντα μας είναι η παράσταση του έργου «Δεσποινίς Τζούλια» που θα παρουσιαστεί σε δική σας σκηνοθεσία στο Φεστιβάλ Αθηνών στις 10 και 11 Ιουνίου. Πείτε μας λίγα λόγια για την επιλογή του συγκεκριμένου έργου του Στρίντμπεργκ. Ήταν δική σας ιδέα ή πρόταση του Φεστιβάλ δεδομένου πως συμπληρώνονται και 100 χρόνια από το θάνατο του συγγραφέα.
Δημήτρης Λιγνάδης: Ήταν μια δική μου σκέψη που τη μοιράστηκα με τους ιθύνοντες του Φεστιβάλ, μέσα σε άλλες σκέψεις που είχα, γιατί συνήθως δεν έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου, αφήνω τα πράγματα να προκύψουν. Αυτή η ιδέα τώρα σε συνδυασμό με τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από το θάνατο του κορυφαίου συγγραφέα, λειτούργησε καλά και έτσι το Φεστιβάλ είπε το «ναι».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η «Δεσποινίς Τζούλια» είναι ένα από τα έργα που έχει κάθε σκηνοθέτης ή ηθοποιός στο μυαλό του. Είναι εμβληματικό αυτό το έργο.
Cul.N.: Eίναι επίσης ένα από τα έργα του Στρίντμπεργκ και γενικότερα του διεθνούς δραματολογίου που αγαπά το ελληνικό κοινό να βλέπει και κατά συνέπεια οι Έλληνες καλλιτέχνες να ανεβάζουν. Πού πιστεύετε πως οφείλεται αυτή η προτίμηση, σε ποια στοιχεία του έργου;
Δ.Λ.: Τόσο πολύ αγαπιέται αυτό το έργο που έχει ανέβει τόσες πολλές φορές που αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι παραστάσεις του να μην ευτυχούν πάντα. Όσο μεγαλώνει ο παρονομαστής ενός κλάσματος ίσως μικραίνει η αξία του καμιά φορά. Είναι ένα πολύ αγαπητό έργο και όχι τυχαία. Αυτή η αγάπη οφείλεται εκεί που οφείλονται όλες οι προτιμήσεις∙ στα ραδιενεργά έργα, όπως μου αρέσει να ονομάζω τα κλασικά. Αυτά που εκπέμπουν μία ραδιενέργεια ανά τους αιώνες. Όχι μόνο ο τρόπος αλλά και τα θέματα τα οποία θέτει αυτό το έργο είναι θέματα συμπαντικά και προαιώνια. Ειδικά το συγκεκριμένο έργο που έχει να κάνει με τη συνύπαρξη, δε θα ’λεγα πάλη, των δύο φύλων.
Cul.N.: Στη δική σας σκηνοθετική απόδοση ποια στοιχεία του έργου επιχειρείτε να φωτίσετε;
Δ.Λ.: Στη δική μου παράσταση φυσικά πρώτο μέλημά μου είναι η αφήγηση της ιστορίας. Αλλά αυτό που δεσπόζει στην παράσταση δεν είναι το ερώτημα τί είναι αυτή η πάλη των δύο φύλων αλλά σε ποιό φύλο βρίσκεται η ανδρική ψυχολογία και σε ποιό η γυναικεία.
Ενώ δηλαδή τον Στρίντμπεργκ τον διέπει ένας μισογυνισμός στα περισσότερα έργα του, τουλάχιστον γι’ αυτό κατηγορήθηκε …
Cul.N.: Όχι άδικα βέβαια αν σκεφτεί κανείς και τη ζωή του …
Δ.Λ.: … Όχι άδικα, εδώ αυτό το μόρφωμα γυναίκας όπως είναι η Τζούλια, είναι αρκούντως ποιητικό, αρκούντως ρομαντικό, αρκούντως απόλυτο, αρκούντως ουτοπικό σαν συνείδηση και σαν ψυχολογία που θα ’ λεγε κανείς πως αυτό θα ταίριαζε σε έναν άντρα. Ενώ αντιθέτως, η άκρως ρεαλιστική, γειωμένη ψυχολογία του Ζαν είναι αυτή που θα ταίριαζε σε μια γυναίκα. Εκεί εστιάζω κι εγώ στην παράσταση. Τονίζω τα ποιητικά στοιχεία της Τζούλιας, της Ιουλίας αν θέλετε, και τα “φαμφαρόνικα” αλλά πολύ γειωμένα στοιχεία του Ζαν.
Cul.N.: Εκτός από τη σκηνοθεσία ερμηνεύετε και τον ρόλο του Ζαν.
Δ.Λ.: Το παλεύω. Δεν θα ’λεγα τον ερμηνεύω, θα ’λεγα καταθέτω τον ρόλο. Νομίζω πως το μεγαλύτερο μέρος της σκηνοθεσίας μου είναι στην ερμηνεία της Τζούλιας.
Cul.N.: Και ως προς το υποκριτικό βάρος σε σχέση με τον Ζαν, πώς τον προσεγγίζετε εσείς αυτό τον χαρακτήρα; Πώς τον βλέπετε;
Δ.Λ.: Είναι ένας άντρας με όλα τα στερεότυπα του αντρικού προτύπου δηλαδή το φλερτ, την τάση για ανέλιξη, την κατακτητική διάθεση, τη φιλοδοξία για υλικά πράγματα. Όμως στο τέλος αποδεικνύεται πως απ’ όλα αυτά λείπει ένα μεγάλο στοιχείο∙ η ποίηση, η φυγή προς κάτι ονειρικό. Δεν είναι τυχαίο πως ο Στρίντμπεργκ, όταν τους αντιπαραθέτει στους δύο πρώτους παράλληλους μονολόγους, διαδοχικούς μονολόγους, στα όνειρά τους, η Τζούλια είναι στον ουρανό και θέλει να κατέβει στη γη, να προσγειωθεί ακόμα και να πέσει και ο Ζαν στο όνειρό του βλέπει πως σκαρφαλώνει.
Cul.N.: Με άλλα λόγια αλληλοσυμπληρώνονται αυτοί οι ρόλοι;
Δ.Λ.: Φυσικά γι’ αυτό και ανέφερα τη λέξη «συνυπάρχουν». Είναι μια ηλεκτρική συνύπαρξη. Και νομίζω συνυπάρχουν αυτοί οι δύο ρόλοι στους αιώνες. Δεν έχει καμία σημασία εάν ο Ζαν έχει μουστάκι και η δεσποινίς Τζούλια στήθος. Σημασία έχει ότι ο Ζαν είναι πολύ πιο κοντά στην αρραβωνιαστικιά του την Κριστίν, που είναι ο άρχοντας της κουζίνας, ενώ, η Τζούλια στο τέλος αυτοκτονεί. Η Τζούλια στο τέλος ζητάει αγάπη, ζητάει έρωτα, ζητάει πράγματα που δεν γίνονται.
Cul.N.: Η συνύπαρξη του θηλυκού με το αρσενικό θυμίζει λίγο τη συνύπαρξη του καλού με το κακού.
Δ.Λ.: Θα έλεγα του Προπατορικού Αμαρτήματος. Το καλό και το κακό υπάρχει στην κυτταρική μνήμη όλων των λαών σε σχέση με το Προπατορικό Αμάρτημα. Τί είναι καλό, τί είναι αμαρτία… Φυσικά και τίθενται ηθικά τέτοια ζητήματα αλλά το κυριότερο που υπάρχει στην παράστασή μου είναι να συνυπάρξουν αυτές οι δύο περίεργες ψυχολογίες.
Και πάντα επειδή συζητάμε τα ερωτήματα του έργου δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε αντίθεση με αυτά που θα ήθελε ο Στριντμπεργκ για το νατουραλίστικο θέατρό του, (γιατί εκεί εντάσσεται η Τζούλια στο απόλυτα καθημερινό, “αποτυπωτικό” ας το πούμε θέατρο) και σύμφωνα με τον πολύ διάσημο πρόλογο – μανιφέστο του για το σύγχρονο θέατρο που έχει κάνει στο έργο, εμείς πηγαίνουμε ένα έργο δωματίου σε ένα γήπεδο μπάσκετ.
Cul.N.: Στην Πειραιώς 260, να θυμίσουμε το χώρο…
Δ.Λ.: Ναι, στην Πειραιώς 260. Το θέμα του χώρου που ανέφερα λοιπόν, αυτομάτως, εγείρει τις δικές του αξιώσεις για το τί παράσταση θα είναι. Δεν μπορεί να είναι μια παράσταση σουρντίνας, ημιτονίων κι εγώ επέλεξα να είναι ο χώρος άδειος για να μπορέσω να ανοίξω, να εξακτινώσω την παράσταση σε ακραίες μορφές έκφρασης. Υπάρχει δηλαδή τραγούδι, υπάρχει πάρα πολλή κίνηση, Υπάρχουν οι ποιητικές εικόνες όπως θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε. Δεν είναι μια παράσταση κουτιού.
Cul.N.: Αυτό σημαίνει πως η διάταξη του κοινού θα είναι κάπως ιδιαίτερη;
Δ.Λ.: Όχι, η διάταξη του κοινού θα είναι κανονική απλώς η σκηνή θα είναι σχεδόν άδεια. Να φανταστείτε ούτε ικριώματα δράσης για τα φώτα δεν θα υπάρχουν, ούτε πατάρι και ούτε θα το κλείσουμε για να το κάνουμε κουτί. Γι’ αυτό και ως προς το εικαστικό μέρος της παράστασης κρατήσαμε την αισθητική του χώρου. Δεν υπάρχει δηλαδή ουσιαστικά σκηνικό. Δυο – τρία αντικείμενα.
Cul.N.: Πολύ ενδιαφέρουσα είναι όμως η αισθητική του συγκεκριμένου χώρου.
Δ.Λ.: Είναι, ναι! Πολύ ενδιαφέρουσα, προβληματική κάπως ή αν θέλετε, προβληματικά ενδιαφέρουσα. Δηλαδή είναι θέμα ήχου, καταλάβατε. Γίνονται περφόρμανς πιο πολύ παρά ένα θέατρο ακριβούς πρόζας ας πούμε. Ε! Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα. Πώς θα γεμίσει ένα τεράστιο κουτί με ένα μικρό διαμάντι!
– Δεν είναι μόνο ο χώρος όμως! Είναι και τρία ισχυρά υποκριτικά φορτία. Θέλω να βάλω και τον εαυτό μου μέσα σε αυτό. Η Στεφανία (σ.σ.: Γουλιώτη), η Μαρία (σ.σ.: Πρωτόπαπα) και ο ομιλών.
Cul.N.: Πείτε μας μερικά λόγια για την επιλογή των δύο κυριών που συμπρωταγωνιστείτε.
Δ.Λ.: Εδώ και καιρό μου έλεγε η Στεφανία ότι ήθελε να συνεργαστούμε, και της είπα ορίστε, να η ευκαιρία. Να το κάνουμε. Τη Μαρία Πρωτόπαπα την επέλεξα γιατί θεωρώ το ρόλο της Κριστίν θεωρητικά έκκεντρο, κομβικό στο έργο. Γι’ αυτό είμαι πολύ χαρούμενος που μου είπε το ναι η Μαρία γιατί είναι ένας ρόλος ξέρετε, που δε λέει πολλά αλλά σημαίνει τα περισσότερα με την σημειολογική έννοια. Κι αυτό το κράτησα στην παράστασή μου.
Cul.N.: Και η συνεργασία με την Ηρώ η οποία υπογράφει τη μουσική της παράστασης πώς προέκυψε;
Δ.Λ.: Θεωρώ ότι η Ηρώ είναι ένα πολυεργαλείο μουσικό. Είναι ξέρετε, κάποιοι άνθρωποι που λες θα θελα κάποια στιγμή να συνεργαστώ μαζί τους. Έτσι και με την Ηρώ και έτυχε τώρα. Είναι και δική μου φίλη και της Στεφανίας και είναι εξαιρετικά ταλαντούχα. Επίσης έδειξε και τεράστια διαθεσιμότητα στις πρόβες. Διάθεση και διαθεσιμότητα. Γιατί στους άλλους συνεργάτες μου (Εύα Νάθενα, Σάκης Μπιρμίλης, Άκης Γουρζουλίδης) είναι δεδομένη η διαθεσιμότητα ενώ, με την Ηρώ συνεργάζομαι για πρώτη φορά.
Cul.N.: Σε μία πολύ δύσκολη περίοδο για τη χώρα μας το Ελληνικό Φεστιβάλ πραγματοποιείται και φέτος παρά τις δυσκολίες. Ποια η γνώμη σας για το ρόλο ενός φεστιβάλ σε περιόδους κρίσης όπως αυτή που διανύουμε αλλά και γενικότερα των καλλιτεχνών.
Δ.Λ.: Πρώτα απ’ όλα να σας πω πως οι καλύτεροι σπόροι, τα καλύτερα φυτά φύονται σε άγονα εδάφη. Αφήστε που πιστεύω πως γενικά η κρίση στην Ελλάδα είναι η τελευταία της ίσως ευκαιρία. Δυσάρεστη ευκαιρία, πάντως ευκαιρία. Νομίζω πως δεν πρέπει να πτοείται κανένα φεστιβάλ πολύ περισσότερο αυτό με το θέμα της κρίσης. Όταν υπάρχει διάθεση και φαντασία γίνονται τα πράγματα και με λιγότερα λεφτά. Τώρα, η θέση ενός φεστιβάλ, αν μου επιτρέπετε είναι πολιτιστική και εκπαιδευτική μαζί. Δηλαδή πάντα πρέπει να υπάρχει μια δεσπόζουσα θεματική, να υπάρχει μία σχέση μεταξύ των επιλογών και ένας σκοπός. Και νομίζω πως ο Γιώργος Λούκος έχει δώσει μία πολύ σοβαρή κατεύθυνση στο φεστιβάλ. Αν έπρεπε να πω και το δικό μου πετραδάκι στη σκέψη θα έλεγα ότι δεν πρέπει το φεστιβάλ αυτό ειδικά στους μεγάλους χώρους, όπως η Επίδαυρος, να χάσει τον τουριστικό του χαρακτήρα.
Cul.N.: Ο οποίος πολλές φορές έχει καλύψει οικονομικά και το κόστος άλλων παραγωγών.
Δ.Λ.: Φυσικά! Δεν πρέπει να κάνουμε το φεστιβάλ από μία ασύδοτη υπόθεση για όλη τη μάζα ένα event για λίγους. Πρέπει πάντα να υπάρχει η χρυσή τομή.
Cul.N.: Κύριε Λιγνάδη, σας ευχαριστώ πολύ
Δ.Λ.: Κι εγώ σας ευχαριστώ.