Στις μέρες μας, υφίσταται μια γενικευμένη τάση να λησμονούμε τα παρελθόντα γεγονότα -διάβαζε Ιστορία.

Όσο για μας τους καλλιτέχνες, για παράδειγμα, αντιλαμβανόμαστε την ανεκτικότητα της αστικής κοινωνίας προς το πρόσωπό μας, ως αναγνώριση της σπουδαιότητάς μας και μάλιστα, ίσως κάποιοι από εμάς να θεωρούν την ανεκτικότητα απέναντι σε «οριακές» είτε «αποκλίνουσες» συμπεριφορές ως δική μας «κατάκτησή».  Μας διαφεύγει ασφαλώς, ότι πρόκειται μόνον για την μεταφορά του μοντέλου του καλλιτέχνη-παλιάτσου από την αυλή του αυθέντη, στην σύγχρονη εποχή, ως καλλιτέχνη-διασκεδαστή των αστών. Περαιτέρω, και επ’ αυτού καμιά «κατάκτηση» δεν πραγματοποιήσαμε.. αντιθέτως, πρόκειται μόνον για δοτή παραχώρηση.

Συνάμα, στο πρόσωπο του καλλιτέχνη, επιδαψιλεύονται χαρακτηριστικά που προέρχονται από την δυναμική της αγοράς. Ας μην λησμονούμε εξ άλλου, ότι η συγκεκριμένη δυναμική, αναπαράγει την ιδεολογία της –κάθε κρατούσα ιδεολογία αυτοαναπαράγεται- κι αυτή στη συνέχεια, συστήνει το δημόσιο πρόσωπο του καλλιτέχνη. Αλλά μόνον το δημόσιο; Δεν αποτελεί κρύφιο άλλωστε, πως η φιλαυτία και ο εγωτισμός της ιδιοσυστασίας του καλλιτέχνη τον καθιστούν ευεπήφορο σε κάθε μύθο που θρέφει τον ναρκισσισμό του. Έτσι, ο μηχανισμός του γίγνεσθαι, απαλείφεται, για να υποκατασταθεί από την πεποίθηση του ολοκληρωμένου, του τέλειου είναι.

Το ζήτημα ασφαλώς που θίγεται εδώ, είναι η εδραιωμένη γενικώς πεποίθησή μας περί την δυνατότητα του αυτοπροσδιορισμού μας, τουλάχιστον στο επίπεδο της αυτεπιγνώσεως (per se). Το τελευταίο, συνιστά ασφαλώς αναγκαία προϋπόθεση της ίδιας μας της λειτουργίας ως δημιουργών –αλλά οπωσδήποτε όχι και ικανής. Μπορούμε όμως να αγνοήσουμε τον παράγοντα του ετεροπροσδιορισμού;

Ας παρακολουθήσουμε τις παρατηρήσεις που ακολουθούν:
«. ..η  ζωγραφική που ιστορούσε σκηνές της καθημερινής ζωής, (genre), υπήρξε ιδιαιτέρως αγαπητή στους νεότευκτους αστούς. Δεν την αγόραζαν επειδή ταυτίζονταν με τους απεικονιζόμενους χαρακτήρες, αλλά με το ηθικό δίδαγμα του πίνακα (οι έντιμοι, ικανοί και σκληρά εργαζόμενοι ευημερούσαν, ενώ οι ανίκανοι πένονταν, όπως ακριβώς τους άξιζε. Κανείς όμως δεν αγόραζε τα έργα του A. Brouwer, (παρά μόνον άλλοι ζωγράφοι, ο Rembrandt και ο Rubens), αφού ο ρεαλισμός του, απέφευγε την ηθικολογία    …από τον 18ο αιώνα και μετά, πληθαίνουν τα μέτρια έργα. Την αιτία, πρέπει να την αναζητήσουμε κυρίως στην αντίθεση μεταξύ τέχνης και αγοράς…»   (1) J. Berger 1972

Αυτά, από τότε ασφαλώς (1637), αλλά καθώς οι καιροί άλλαζαν και από την παράμετρο του «άλλοθι» της αστικής τάξης περνούσαμε στην παράμετρο της «κουλτούρας»:
«…η προέλαση της μαζικής κουλτούρας μέσω του τύπου, του ραδιοφώνου και του κινηματογράφου, υποβίβασε τα κριτήρια που είχε θεσπίσει μια μειοψηφία ικανών να διακρίνουν την υψηλή τέχνη…»  F.R. Leavis 1930

Ας παραγνωρίσουμε τα περί «ικανών», διότι ανοίγει άλλο ζήτημα κι ας παραμείνουμε μόνον στην επισήμανση περί την μαζική κουλτούρα. Παρακάτω, ακόμα μια παρατήρηση στην ίδια κατεύθυνση:
«…σε όλες τις τέχνες, η παραγωγή σαβούρας σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερη απ ότι παλιότερα, αφού οι άνθρωποι επιδίδονται σε μια δυσανάλογη κατανάλωση ως προς την υφιστάμενη δυνατότητα παραγωγής τέχνης…»  A. Huxley Παρίσι 1958

Κι εδώ, θα παραγνωρίσουμε την έννοια της «κατανάλωσης» καθώς και πάλι θα εμπλακούμε σε άλλη προβληματική. Ελλείψει χώρου, θα παραμείνουμε στον αρχικό άξονα, και παρακάτω:
«…Από το ένα μέρος εκδίδονται και καλά βιβλία σε εκατομμύρια αντίτυπα, αναπαράγονται και καλοί πίνακες μαζικά……από το άλλο μέρος όμως, το κεφάλαιο ανακαλύπτει τεράστιες δυνατότητες κέρδους με την παραγωγή καλλιτεχνικών ναρκωτικών..» Ernst Fisher 1945

Ασφαλώς υπήρξαν και εξαιρέσεις, οι οποίες όπως συμβαίνει πάντοτε, επιβεβαιώνουν τον κανόνα:
«..οι Νταντά, επιχείρησαν να υπονομεύσουν την λειτουργία των έργων τους ως υλικό εσωτερικής ενατένισης, και περιφρόνησαν την δυνατότητά τους ως εμπορευσίμου προϊόντος…»     W. Benjamin 1936

Γεγονός πάντως, που δεν απέτρεψε την ικανότητα της δυναμικής της αγοράς να ενσωματώσει εν τέλει κι αυτά τα έργα στο σύνολο των εμπορευματικών προϊόντων και παρακάτω:
«..το εμπόριο λειτουργεί μόνον όταν μπορεί να μετράει τα δεδομένα μεγέθη, κι επομένως, έγνοια του είναι να υπολογίζει συγκεκριμένα μεγέθη. Αυτονόητο είναι λοιπόν, ότι στα αντικείμενα της δραστηριότητάς του περιλαμβάνονται μόνον εκείνα που είναι επιδεκτά ελέγχου… »  Edouard Fux 1897

Εκτός κι αν τα έργα τέχνης, -αν το πιστεύει κανείς- δεν αποτελούν εμπορευματικό προϊόν. Και παρακάτω:

«… στην Ελλάδα, τα επόμενα 20 χρόνια, θα κατασκευασθούν περίπου 140.000 κατοικίες αστικές και παραθεριστικές. Κι όπως όλοι τώρα θέλουν να έχουν πίνακες στο σπίτι τους, λογάριασε το λιγότερο 3 πίνακες στο καθένα, πόσο μας κάνει; Άντε, 400.000 κομμάτια. Και πού θα βρεθούν τόσοι πίνακες; Θα κάνουμε εισαγωγή; Και έχουν όλοι χρήματα να τους αγοράσουν ;  …….»   σκεπτικό ιδιώτη, παραγωγού αντιτύπων 2006 Αθήνα

Ασφαλώς, το ποσοστό συμμετοχής των παραγόντων αυτοπροσδιορισμού και ετεροπροσδιορισμού, στο επίπεδο της αυτεπιγνώσεως, ποικίλει κατά περίπτωση. Η πεποίθηση της δυνατότητας αυτοπροσδιορισμού εξ άλλου (εντασσόμενη στην αναγκαία συνθήκη για την λειτουργία μας), καθώς καταλήγουν οι σύγχρονες μελέτες περί την οντογένεση και την λειτουργία του εγκεφάλου, δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί μήτε στην τροποποιημένη «γενική νοημοσύνη», μήτε και στην ιδιαίτερη «λανθάνουσα νοημοσύνη». Οι καλλιτέχνες, βρισκόμαστε μάλλον πιο κοντά στο μοντέλο του «ηλίθιου σοφού», αφού η κοινωνική μας συμπεριφορά πλησιάζει περισσότερο σ εκείνην ενός αυτιστικού.  (1)

Επιχείρησα με το σύντομο σημείωμα να αναδείξω την ύπαρξη και συμβολή αντι-κειμενικών παραγόντων,  τόσο στην διαμόρφωση του δημοσίου προσώπου των καλλιτεχνών, όσο και στην ίδια τους την λειτουργία κατά δημιουργική πράξη. Μαζικού τύπου εξαίρεση στον κανόνα, συναντούμε μόνον στην περίπτωση ορισμένων επαναστάσεων –για όσο διήρκησε η επαναστατική περίοδος.
Στην χώρα μας τώρα, κι ενώ μας περισφίγγει η δεινή οικονομική, θεσμική και ηθική πραγματικότητα, που έχουν επιβάλλει –και μάλιστα εκείνοι που συνεισέφεραν κατά το πρόσφατο παρελθόν στην συνάρθρωσή της (διάβαζε, από λιγότερο, έως περισσότερο, άπαντες οι μετέχοντες στο πολιτικό φάσμα του κοινοβουλευτισμού καθώς και οι συν αυτοίς), οι πολίτες (;), δεν φαίνεται για την ώρα τουλάχιστον να συγκινούνται ιδιαιτέρως. Λογικό  είναι λοιπόν, να μην αναμένει κανείς τίποτε περισσότερο από εμάς τους «ηλίθιους σοφούς» .

Υ.Γ. Σε μια από τις πρόσφατες προσκλήσεις του ΕΕΤΕ, για να συζητηθούν θέματα τα οποία ενδιέφεραν περισσότερα από 100 μέλη, εμφανίστηκαν έξη (6)

(1)  V.S. Ramachandran 1998,  M. S. Gazzaniga 1998,  W. W. Norton 1997,  D. J. Simons 1996

Info:

Ο Δημήτρης Μανίνης είναι αυτοδίδακτος εικαστικός και αυτοδίδακτος συγγραφέας. Παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο απ όπου πήρε το πτυχίο Φυσικής, και στο Πολυτεχνείο. Δίδαξε στο Κολλέγιο Αθηνών, στα εργαστήρια Εικαστικών του Δήμου Αγ. Παρασκευής και Παλλήνης. Παρουσίασε την εργασία του στην Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα σε 9 ατομικές, στο Τορίνο το 2006 (γκαλερί Accademia – Χειμερινοί Ολυμπιακοί) και στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2009 (Ίδρυμα Εικαστικών Antonio Dal Ponte). Βιβλία του εκδόθηκαν από τους εκδοτικούς οίκους Κάκτος, Καστανιώτης, Ελληνικά Γράμματα και Ακρίτας.