Ένας κύκλος οχτώ λαϊκών τραγουδιών απαρτίζουν το άλμπουμ με τίτλο «Ο Γκρεμιστής». Αυτή είναι η νέα δισκογραφική συνεργασία του Δημήτρη Παπαδημητρίου με τον Κώστα Μακεδόνα, με τον τίτλο του άλμπουμ να έρχεται απ’ ευθείας από το μνημειώδες ποίημα του Κωστή Παλαμά. Οι στίχοι του τελευταίου, αλλά και των Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Βύρωνα Λεοντάρη, και κυρίως του Μάνου Ελευθερίου αποκτούν μια νέα ζωή μέσω της μουσικής του Παπαδημητρίου.

Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου έχει καταπιαστεί όμως και με τον Κ. Π. Καβάφη. Η συναυλία του «…που γι’ Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός», με μελοποιημένα ποιήματα του  Καβάφη, φιλοξενήθηκε για πρώτη φορά στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης στις 25 Μαΐου 2024. Τώρα, νέο προσωπικό στοίχημα για τον συνθέτη αποτελεί η δεύτερη παρουσίαση του εμβληματικού αυτού έργου στη Στέγη. Έτσι, το Σάββατο 2 Νοεμβρίου, το έργο του Κ. Π. Καβάφη θα ζωντανέψει ξανά μέσα από τις μελωδίες του Δημήτρη Παπαδημητρίου σαν «μια παλιά έξις» ή «ένας εφηβικός έρωτας», σε κάθε γωνιά της Κεντρικής Σκηνής της Στέγης.

***

Για το δίσκο «Ο Γκρεμιστής»

-Πώς έγινε η επιλογή των ποιημάτων που έχετε στο άλμπουμ;

Υπάρχει νομίζω σαφής η κοινωνική ανάγκη επαναδημιουργίας ενός πολιτικού λόγου στο τραγούδι. Ενός λόγου που να εφαρμόζει στα υπερδιογκωμένα και…άρρητα προβλήματα του σήμερα, ιδίως των νέων. Η νέα γενιά το βιώνει με αδιανόητα οδυνηρό τρόπο. Το Ηip Hop είναι ασφαλώς το σύγχρονο πολιτικό τραγούδι των νέων, είτε μας αρέσει είτε όχι. Δεν υπάρχει κάτι άλλο σύγχρονο να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο στους νέους. Εκεί συντελείται και η συνένωση του διαπροσωπικού-ερωτικού βιώματος με την κοινωνική καταγγελία και ακόμη την επαναστατική (προγλωσσική ίσως) πρόθεση.

Κράτησα αυτές τις παρατηρήσεις μου γιατί ότι υπάρχει και παραμένει ζωντανό για δεκαετίες σίγουρα καλύπτει κάποιες ανάγκες και δεν περιμένει την άδειά μας για να συνεχίσει τον θρίαμβό του. Έτσι λοιπόν έκανα έναν δίσκο με τέτοια συστατικά, στο δικό μου όμως μήκος κύματος. Υπάρχουν τουλάχιστο 6 πολιτικά τραγούδια πάνω σε κείμενα με βαθύ και υπαρξιακό περιεχόμενο και τέσσερα ερωτικά ποιήματα με υπόγεια υπαρξιακή και επαναστατική διάθεση. Και εννοείται ότι για να πείσει το ένα από τα τρία αυτά στοιχεία πρέπει να ενυπάρχουν και τα άλλα δύο. Ο Έρωτας που δε φέρνει επανάσταση, και ο επαναστάτης που δεν έχει ερωτισμό είναι νεκρά σχήματα.

Όλα αυτά βέβαια (περιττό να το πω) είναι μακριά από κάθε κομματικότητα. Άλλωστε εδώ και πολύ καιρό η πολιτική ανησυχία του λαού βρίσκεται σε μεγάλο αδιέξοδο. Δεν εκφράζεται κομματικά Ο δίσκος αυτός ίσως να είναι πολιτικός δίσκος κυρίως για τους απέχοντες των εκλογών.

-Γιατί αποφασίσατε πως το συγκεκριμένο έργο του Κωστή Παλαμά ταιριάζει για τίτλος αυτής της δισκογραφικής σας δουλειάς;

Η προκλητικότητα της λέξης είναι δηλωτική μιας προφητείας που την βλέπω γραμμένη κάθε μέρα σε κάθε δελτίο ειδήσεων: οι κοινωνίες μας, αν συνεχίσουν να παράγουν προγλωσσικούς ανθρωποειδείς εργάτες-πειθήνιους καταναλωτές, μια μέρα θα τους βρουν με όπλα στα χέρια στους δρόμους. Όχι όμως οργανωμένους, και με μια συγκεκριμένη ιδεολογία: χωρίς να μπορούν να αρθρώσουν δομημένο λόγο, απλά θα καταφύγουν στην βίαιη έκφραση της δυσαρέσκειας τους. Άλλωστε το βλέπετε ήδη: Σήμερα πιά η Bία είναι μια Ιδεολογία. Χωρίς διαμορφωμένο λόγο. Χωρίς δευτερογενή στόχο. Η βία είναι πλέον αυτοσκοπός. Ειδικά στις ηλικίες τις μικρότερες όπου το σιδηρούν πρόγραμμα του αφανισμού της γενικής παιδείας, της συνειδητής αποστροφής από την τέχνη και την πνευματικότητα, το σύγχρονο εκπαιδευτικό μας πρόγραμμα έχει ολοκληρώσει το σχεδιασμένο έργο του. Σε αυτά όλα το κράτος απαντά φυσικά και αυτό με βία. Αφού έχει επανδρωθεί από τέκνα αυτής της παιδείας. Σοβεί αυτό το σχέδιο πενήντα χρόνια πλέον. Και βέβαια και η πλειοψηφία τείνει να έχει “λοκάρει” σε αυτή την τροχιά. Δεν γίνεται λοιπόν πλέον να διορθώσεις κάτι χωρίς να πρέπει να το σείσεις εκ θεμελίων. Ο Γκρεμιστής είναι και ο Χτίστης. Αλλά πρέπει πρώτα να γκρεμίσεις για να χτίσεις. Ή όπως λέει ο Καβάφης στην περίφημη «Δυνάμωση» του «Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει ας βγεί από το σέβας και την υποταγή (…..) το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθεί, έτσι θ’αναπτυχθεί ενάρετα στη γνώση».

Τα τραγούδια του album «Ο Γκρεμιστής» κυκλοφορούν σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες αλλά και σε φυσικό προϊόν (cd και βινύλιο) από την Panik Records και το Ελληνικό Σχέδιο.

-Κατά τη γνώμη σας, υπάρχει κάποια βασική αρχή στη σύνθεση λαϊκών τραγουδιών στο σήμερα;

Όχι – εάν με τον όρο «βασική αρχή» υπαινίσσεται κάποιος την «συνταγή». Συνταγή έχουν τα μαζικά παράγωγα των «λαϊκών» εταιρειών δίσκων και των πανάκριβων “λαϊκών νυχτομάγαζων”. Βασική αρχή υπάρχει στην ιστορική συνείδηση ενός λαού. Η λαϊκή μουσική είναι μια διαμορφωμένη και πλήρης μουσική γλώσσα με διακριτό ηχόχρωμα, φόρμες, αρμονίες και λειτουργίες διαμορφωμένες μεν αλλά και διαρκώς αναδιαμορφούμενες. Το λαϊκό ποτάμι περνάει μπροστά μας με παντοία φερτά υλικά, αλλά στον διχτάκι του λαϊκού χρυσοθήρα λίγα είναι τα ρινίσματα χρυσού που θα πάρει μαζί του να τα έχει για πάντα.

-Τι είναι αυτό που ξεχωρίζετε στο ηχόχρωμα και την καλλιτεχνική παρουσία του Κώστα Μακεδόνα;

Κοίτασμα φωνής, εκφραστική δύναμη, καλό χαρακτήρα, μουσικότητα… Αυθεντικότητα. Επικοινωνιακή δεινότητα που προκύπτει από το γεγονός ότι χωρίς να προδίδεται το αληθινό περιεχόμενο των τραγουδιών, ο Μακεδόνας μπορεί να το «περνάει» με αμεσότητα στο ευρύ κοινό. Μαγικό όπλο για να κάνεις γνωστά στον κόσμο κείμενα που θέλεις να φέρεις κοντά τους.

Λίγοι είναι οι τραγουδιστές με αυτές, ιδίως τις τελευταίες, αρετές. Και είναι αρετές που δεν διδάσκονται, δεν μεταφέρονται. Είναι θαρρείς εκ γενετής.

-Καταλυτικής σημασίας στην πορεία και στην εξέλιξή σας υπήρξε η συνάντηση με τον Μάνο Χατζιδάκι. Στα μάτια σας, έχετε κάποιος «χρέος» προς τη νεότερη γενιά καλλιτεχνών;

Και βέβαια έχω χρέος προς το μέλλον, όλοι έχουμε.

Αλλά θα ήταν άδικο να μην αναφέρω ότι κυρίως ο Μίκης είχε εκφράσει σε μένα αληθινό άγχος για το μέλλον του τραγουδιού, με όρισε δηλαδή δημοσίως και πριν με γνωρίσει προσωπικά, να φροντίσω με κάθε τρόπο για αυτό. Και είναι περίεργο που ο Μάνος, που είχε μια αποστασιοποιημένη σχέση με την υστεροφημία και το μέλλον, (αγαπούσε όμως τους σύγχρονους νέους) ήταν αυτός μόνο που οργάνωσε αγώνες τραγουδιού! Κι εγώ λοιπόν, στο όνομά τους οργάνωσα πέντε φορές Αγώνες Τραγουδιού, με μοχλό το Ελληνικό Σχέδιο, όπου με βοήθησε σύσσωμος ο κόσμος των δημιουργών και με περιφρόνησαν όλοι οι «μεγάλοι τραγουδιστές» πλην του Μανώλη Μητσιά.

-«Οι Σταθμάρχες», αποτελούν τραγούδι-«παραγγελία» από τον ίδιο τον Μάνο Ελευθερίου σε εσάς. Σας είχε δικαιολογήσει μήπως την επιλογή του;

Όχι, γιατί ήξερε ότι θα ήταν αναίτιο. Ο Ελευθερίου ήξερε να μιλάει όταν έπρεπε. Όταν έχεις το ποίημα τι την θες την εξήγηση; Δεν υπήρξε καμία απορία εκατέρωθεν. Το πράγμα πήρε κάποια λεπτά της ώρας, από το τηλεφώνημα μέχρι την αποστολή του τραγουδιού πίσω με τη μορφή πρόχειρου ηχογραφήματος στο κινητό μου. Βάζω και την απάντησή του στην αποδοχή της μελοποίησης, σύνολο είκοσι λεπτά.

-Σε μια συνέντευξή σας είχατε πει πως μετά από μια συναυλία που είχατε δώσει στην Ιαπωνία διαπιστώσατε πως στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου η ελληνική μουσική θεωρείται στενάχωρη. Σε ποια γωνιά της Γης θα θέλατε να παρουσιάσετε τον «Γκρεμιστή», ώστε να δείτε πως εκλαμβάνει ο κόσμος τη μουσική σας;

Ειδικά για τον Γκρεμιστή μου αρκεί και μου περισσεύει η Ελλάδα. Αν τον μετέφραζα θα έγραφα και άλλην μουσική… Έχω άλλα έργα που θα μου έκανε αίσθηση να παιχτούν στο εξωτερικό. Ειδικά ο Καβάφης, τα δύο μου Κοντσέρτα, οι Μινιατούρες και η Συμφωνία μου εκδίδονται σε 130 μεγάλες πόλεις σε όλο τον κόσμο. Θα ήθελα και το Σατυρικόν να το δω στην Ιταλία- κόντεψε να γίνει κάποια στιγμή και ελπίζω να το πραγματοποιήσουμε Αυτό θα έχει πλάκα.

-Η έντονη ενασχόλησή σας με τη μελοποίηση ποιημάτων έχει επηρεάσει το πώς διαβάζετε / απολαμβάνετε την ποίηση;

Το ανάποδο θα έλεγα, με περισσότερη ασφάλεια. Το διάβασμα με βοήθησε να τα καταλαβαίνω πολυδιάστατα και να τα μελοποιώ μέσα από την ανάγκη μου να τα μοιραστώ με τον κόσμο. Όπως αν σου πουν ένα καλό ανέκδοτο, όταν δεις μια υπέροχη ταινία, δες να το μοιραστείς. Ωστόσο η διαδικασία της μελοποίησης, ιδιαίτερα μεγάλων σε έκταση έργων μου έδειξε ότι μόνο μετά την μελοποίηση το έχεις περάσει το ποίημα πραγματικά στο δέρμα σου. Με το διάβασμα βαδίζεις το δρομάκι του ποιήματος, με παπούτσια – άντε, το πολύ με γυμνά πόδια. Με την μελοποίηση σέρνεσαι με την κοιλιά γυμνός επάνω του. Κάθε ελάχιστο πετραδάκι, κάθε λακκουβίτσα ή ανηφορίτσα, αφήνουν τη γρατζουνιά ή την πληγή τους πάνω στο σώμα σου, ανεξίτηλη πολλές φορές.

Για την επιστροφή του έργου «…που γι’ Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός» στην Στέγη

-Ποιο ήταν το πρώτο ποίημα του Καβάφη που μελοποιήσατε;

Το «Έτσι» που το είδα αναρτημένο ως κάδρο στον τοίχο πάλαι ποτέ φίλου. Ήταν το φωτοτυπημένο χειρόγραφο του ποιήματος, αφού ανήκει στα «Απαγορευμένα» ποιήματα, πού εξεδόθησαν πολύ αργότερα. Ήμουν εξοικειωμένος με τον γραφικό χαρακτήρα και έτσι από μακριά αναρωτήθηκα ποιο ποίημα του Καβάφη ήταν. Μου απάντησε «Το Μακριά» και κατάλαβα ότι ήταν ένα άγνωστο ποίημα. Αυτό, ότι ήταν ένα άγνωστο ποίημα, χωρίς τον μεγάλο μύθο γύρω του με ενθάρρυνε να το μελοποιήσω, πέραν του ότι είναι ένα θαυμάσιο ποίημα. Η «νομιμοποίηση» που προσφέρει το απόλυτο κάλλος στην ανηθικότητα. Η Ιστορία της Φρύνης αλλά με άνδρα. Ένα θέμα τεράστιο. Φωτοτύπησα κι εγώ την φωτοτυπία και …προέβην.

-Μπορείτε να μας «ξεναγήσετε» λίγο στη δημιουργική διαδικασία που ακολουθείτε;

Ένα είναι το σίγουρο: Πρέπει στο σπίτι όλοι να κοιμούνται. Να υπάρχει ένα αδιατάρακτο οκτάωρο. Χωρίς κανένα «ξύπνημα». Αυτό μόνο. Από εκεί και πέρα ένας είναι ο κανόνας. Ξεκίνα αμέσως, πιάσε το από οπουδήποτε. Όλοι οι δρόμοι θα σε οδηγήσουν στο ίδιο σημείο. Σύντομα, και γυρίζοντας πίσω, μπορεί (και μάλλον) θα πετάξεις αυτή την πρώτη αρχή, που όμως αυτή προκάλεσε την σημαντική συνέχεια που θα κρατήσεις. Η πιο μεγάλη πυρκαγιά ξεκινά με μια σπίθα.

-Θέλετε να μας μεταφέρετε στα επίσημα εγκαίνια της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας; Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;

Ήταν η πρώτη φορά που ξαναπήγα στην Αλεξάνδρεια. Ήταν αυτό το γεγονός μαζί με το ότι επέστρεψα ως μια επιλογή της Αιγύπτου να είμαι ο συνθέτης που θα συμμετείχα στα εγκαίνια- ήταν μια ρεβάνς για τον διωγμένο Ελληνισμό (διωγμένος ήταν ο Ελληνισμός από τον Νασερισμό, και όχι από τον Αιγυπτιακό λαό). Αλλά και για τον πατέρα μου που είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του, που την τήρησε μέχρι και τον θάνατό του. Ήρθε και ο μεγάλος αδελφός μου, κάτι που με συγκίνησε και με εξέπληξε πολύ, δεν το περίμενα. Ήταν οι τραγουδιστές-μονομάχοι που είχαν συγκινηθεί από τον ασύγκριτο αίσθημα που σου μεταφέρει η αίθρια, ιδανικά ελληνική αίσθηση της Αλεξάνδρειας. Ήμασταν μια γροθιά. Η αίθουσα γέμισε με επισήμους και πολύ κόσμο που ήρθαν όλοι μαζί. Ήταν κι η σύζυγος του Μουμπάρακ. Η ΟΣΜ έπαιξε πραγματικά καλά, με φιλότιμο και τσαγανό. Δεν είχαμε κάνει καν πρόβα- η εύθυμη ανοργανωσιά των Αιγυπτίων είναι παροιμιώδης.

Τώρα το έργο συμπληρωμένο και «δικαιωμένο», παίζεται στην Στέγη, που την διοικεί θαυμάσια ο μεγάλος αδελφός μου, την έκτισε θαυμάσια ο άλλος αδελφός μου και βαίνουν όλα κατά το ποιητικό όνειρο του πατέρα και της μητέρας μου που πρόλαβαν και την θεμελίωσαν. Και θα ακουστεί μέσα ο δικός μας Καβάφης. Νοιώθω σαν τον Αμμόνη λοιπόν. Τι καλύτερο για την «Καβαφική» μας οικογενειακή προϊστορία: Ο Καβάφης πάντα έδινε και έπαιρνε στο σπίτι μας- και εξακολουθεί, σας διαβεβαιώ, Οι πάντες διεξιφίζοντο για το τάδε ή το άλλο θέμα της ποίησης του, αλλά και ακόμα ξιφουλκούν αμέσως για τέτοια ζητήματα. Η μητέρα μου θυμάμαι, τσακώθηκε δημόσια (φιλολογικά) με τον Στρατή Τσίρκα για τον Καβάφη, και ξαναμιλήσαν κάπου είκοσι χρόνια μετά στο σπίτι του αείμνηστου Κώτσου Γιαννάκη, στην Πεντέλη…άλλα χρόνια τότε. Αλλά και τώρα… δεν έχω παράπονο.