Η παράσταση «Η πόλη ή πώς να κοιμηθείτε ήσυχα» παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στο Θέατρο 104. Πρόκειται για μια πολιτική κωμωδία του Παναγιώτη Γκιζώτη, μια πρωτότυπη δραματουργία, σε συνομιλία με το “Υπό Έλεγχο” του Γάλλου Φρεντερίκ Σόνταγκ, που παίρνει ως αφορμή τη σύγχρονη πόλη και αναδεικνύει στιγμές του καθημερινού της βίου. Πολίτες που ανησυχούν, εφησυχάζουν, επιτηρούν, ερωτεύονται αλλά και ακροβατούν στα όρια μεταξύ τρέλας και πλήρους διαύγειας ξεπροβάλλουν από τα στενά της και επιχειρούν να αρθρώσουν μια φωνή μέσα από τους αποπνικτικούς μηχανισμούς της.

***

-Κάποτε η εσωτερική μετανάστευση προς την Αθήνα, είχε συνδεθεί μεταξύ άλλων – και με το απρόσωπο στοιχείο της πόλης, και την ευκαιρία διαφυγής από τις κλειστές, επαρχιακές κοινότητες και τα μετεμφυλιακά πάθη. Μέσω της παράστασης, μιλάτε για μια νέα εποχή της αστικοποίησης;

Η παράσταση μας φωτίζει, μέσω του κεντρικού χαρακτήρα (μιας γυναίκας που θεωρεί πως η ζωή της είναι σίριαλ) αυτό που ονομάστηκε: “μητροπολιτικό σοκ”. Το σοκ της μητρόπολης, είναι μία έννοια που αναφέρεται στο σοκ που μπορούν να προκαλέσουν στον άνθρωπο της πόλης, τα αλλεπάλληλα ερεθίσματα, η διαρκής έκθεση στην τυχαιότητα και το άγνωστο. Αυτό που αναφέρατε ως ‘’απρόσωπο στοιχείο’’, είναι πολλές φορές και μία άμυνα που εξασκεί καθημερινά ο άνθρωπος, ώστε να μη σοκάρετε από την καθημερινότητα. Ο οργανισμός μαθαίνει να αναισθητοποιείται. Το βλέμμα μαθαίνει να προσπερνά. Τι θα γινόταν όμως αν ένας άνθρωπος ξυπνούσε μία μέρα και κοιτούσε γύρω του χωρίς αυτές τις άμυνες; Τί θα γινόταν αν όλες αυτές τις κάμερες που καθημερινά αντικρίζουμε – βγαίνοντας από το μετρό, περπατώντας στο δρόμο, μπαίνοντας σε ένα μαγαζί τις λαμβάνουμε όντως υπόψιν; Αν ξαφνικά κοιτούσες γύρω σου και επέτρεπες να συνδεθείς – με όλο σου το είναι – με κάποιον που μέχρι χθές αγνοούσες εντελώς;

-Πώς συμβάλει σε αυτό η μακέτα που έχει τοποθετηθεί στη σκηνή του Θεάτρου 104 και η κινηματογράφηση που γίνεται κατά τη διάρκεια της παράστασης;

Η μακέτα κινηματογραφείται και ταυτόχρονα επιτελεί τρεις λειτουργίες. Η πρώτη είναι αυτή της άμεσης επιτήρησης: ό,τι συμβαίνει στην πόλη φαίνεται και ό,τι φαίνεται καταγράφεται μέσω της κάμερας (η κάμερα εδώ είναι ένα όπλο στα χέρια ενός κυνηγού που με ένα κλικ, σε τσάκωσε)! Η δεύτερη είναι αυτή της κλίμακας: μία πόλη, σε κλίμακα μακέτας, τοποθετημένη σε ένα μεγάλο τραπέζι, γύρω της τα ανθρώπινα σώματα -σαν πεινασμένοι γίγαντες, σαν Τιτάνες, σαν Θεοί- και πίσω τους η προβολή, οι μικροσκοπικοί άνθρωποι της πόλης, σε κλίμακα κινηματογράφου… Η τρίτη λειτουργία είναι αυτή της κρυψώνας. Αν ελέγχω ό,τι βλέπω, τότε βλέπω μόνο ό,τι ελέγχω. Το Πανοπτικόν (αυτό το αρχιτεκτονικό μοντέλο που τα πάντα είναι φανερά και επιτηρούνται) είναι καταδικασμένο να αποτύχει, γιατί η επιτήρηση επικεντρώνεται στο χώρο και ο χώρος πάντα θα γεννάει κρυψώνες. Μέσα σε ένα δώμα, σε κάποια ταράτσα, ένα ζευγάρι σχεδιάζει τη δικιά του διέξοδο, αναζητώντας τον καλύτερο δυνατό τρόπο για να δραπετεύσει.

-Σκοπός του ανεβάσματος είναι και μια εστίαση στο πρόσωπο αυτού που εθελοτυφλεί; Αυτού που κάνει «πως κοιμάται ήσυχα» και μοιάζει να αδιαφορεί για αυτό το «Πανοπτικόν» που βιώνουμε;

Δεν εστιάζουμε τόσο σε αυτόν που αδιαφορεί, όσο σε αυτούς που προσπαθούν να μας πείσουν πως “όλα είναι καλά” και πως πρέπει να κοιμόμαστε ήσυχοι. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν κάθε δικαίωμα να πιστεύουν πως τα πράγματα είναι όντως καλά. Όλα είναι τέλεια, όταν έχεις και το μαχαίρι και το πεπόνι. Χαμογελάτε ρε, τι σας ζητάνε;

-Γιατί η ιστορία μας εξελίσσεται κατά τη διάρκεια μιας εθνικής εορτής;

Η εξουσία, προσπαθεί συχνά να ταυτίσει το πρόσωπό της, με το πρόσωπο του έθνους. Έτσι, η εθνική εορτή στην παράστασή μας, είναι μία γιορτή επίδειξης και προσωπολατρίας. Η “Ήσυχη μέρα” είναι μία γιορτή πρόφαση, μια γιορτή στο όνομα του έθνους, που όμως έχει το πρόσωπο του κυβερνήτη.

-Πώς θα περιέγραφες το χιούμορ  της παράστασης;

Μπουφόνικο. Είνα η ίδια λειτουργία της πολιτικής σάτιρας που έχει τις ρίζες της πολύ παλιά. Το χιούμορ είναι πολιτικό, σατιρικό, προκαλεί το γέλιο με θέματα δύσκολα και γι’ αυτό είναι και επικίνδυνο. Γιατί κάνει τον βασιλιά να μοιάζει με αλογόμυγα.

– Σε συναντάμε επί σκηνής, αλλά εκτός από ηθοποιός, διαβάζω πως έχεις επιμεληθεί και τη μουσική της παράστασης. Ξενάγησέ μας λίγο στα ηχοτοπία που διαμόρφωσες για την «Πόλη».

Τα μουσικά θέματα υπηρετούν τη δράση. Κάποια έχουν ένα στοιχείο μυστηρίου. Παρεμβολές και “χιόνια” των fm, δίνουν την αίσθηση της ναυτίας, μια αίσθηση ότι σε παρακολουθούν. Υπάρχει επίσης ένα κομμάτι φτιαγμένο με εφαρμογή AI, και ένα που παραπέμπει σε θέμα δελτίου ειδήσεων. Η μουσική όπως και η πόλη έχει ένα στοιχείο αποσπασματικότητας.

-Είδα κάπου που έλεγες πως έχεις χρησιμοποιήσει και ηχογραφήσεις σου από κινητοποιήσεις στη Γαλλία – Γιατί θεώρησες σημαντικό να υπάρχει φυσικός ήχος; Πραγματικές ηχογραφήσεις; Από πού αλλού έχεις αντλήσει υλικό;

Δραματουργικά θεωρήσαμε ότι ο φυσικός ήχος θα έδινε την κίνηση που έλειπε από την μακέτα. Οι πραγματικές ηχογραφήσεις δίνουν το στοιχείο που απουσιάζει. Την απόδειξη ζωής. Της κίνησης. Χρησιμοποιήσαμε διάφορες ηχογραφήσεις. Υπάρχει ο ήχος της Αθήνας από το Λυκαβηττό, ηχογραφήσεις από την ημέρα της Βαστίλλης στο Παρίσι, πάρκα από το Nanterre, πορείες, επεισόδια και σίγουρα πολλά άλλα που μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή.

-Στο μυαλό σου ποιος ήχος έχει συνδεθεί με την Αθήνα;

Ο Γκιόνης του Λυκαβηττού (και οι κρότου λάμψης… αλλά έχει και στη Θεσσαλονίκη κρότου λάμψης).

-Τι είδους ρεπερτόριο σε ελκύει περισσότερο στην παρούσα φάση της ζωής σου;

Προτιμώ την ποίηση και αφηγηματικά κείμενα. Ιδανικά να μην αυτοπροσδιορίζονται ως θεατρικά.

-Υπάρχει κάποιο άλλο επαγγελματικό σου πρότζεκτ που θα ήθελες να μοιραστείς με τους αναγνώστες/αναγνώστριες του CultureNow;

Θα ήθελα να φτιάξω ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ για τα όλο και περισσότερα ‘’self service πλυντήρια’’ στο κέντρο της Αθήνας.

-Συναρπαστική ιδέα! Ελπίζω να την πραγματοποιήσεις και να τη συζητήσουμε σύντομα!

Διαβάστε επίσης:

Η πόλη ή πώς να κοιμηθείτε ήσυχα, του Παναγιώτη Γκιζώτη στο Θέατρο 104