Δημήτρης Σαλπιστής: Παρουσιάζει το βιβλίο του «Το χρονικό του Βασιλικού Θεάτρου» στη Θεσσαλονίκη

Στο φουαγιέ του Βασιλικού Θεάτρου θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου που εξερευνά την ιστορία του χώρου, με τίτλο «Το χρονικό του Βασιλικού Θεάτρου», το οποίο υπογράφει ο Δημήτρης Σαλπιστής.

Η ιστορία του Βασιλικού θεάτρου ξεδιπλώνεται στο βιβλίο του Δημήτρη Σαλπιστή με τίτλο «Το Χρονικό του Βασιλικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης» το οποίο θα παρουσιαστεί στο φουαγιέ του Βασιλικού Θεάτρου. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μπαρμπουνάκη» και αναφέρεται στη μακρά περίοδο μισού και πλέον αιώνα, καθώς φιλοξένησε τις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου και της Λυρικής Σκηνής, τις επιτυχίες του ελεύθερου θεάτρου της Αθήνας, τις ημέρες θριάμβου, αλλά και της εγκατάλειψης, της ερήμωσης και της μοιραίας κατάρρευσης του. Για την συγγραφή του Χρονικού ο Δημήτρης Σαλπιστής πραγματοποίησε πολυετή πρωτογενή έρευνα στα αρχεία του Κ.Θ.Β.Ε και άλλων φορέων της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας.

Για το βιβλίο θα μιλήσουν:
-Αστέριος Πελτέκης, Καλλιτεχνικός Διευθυντής Κ.Θ.Β.Ε.
-Χρίστος Ζαφείρης, Δημοσιογράφος – Συγγραφέας
-Ηλίας Κουτσούκος, Δημοσιογράφος – Συγγραφέας
-Πέτρος Μαρτινίδης, Ομότιμος Καθηγητής του Α.Π.Θ. – Συγγραφέας
και ο συγγραφέας της έκδοσης Δημήτρης Σαλπιστής.

Λίγα λόγια για το βιβλίο:

Το Χρονικό αυτό διηγείται την ιστορία του Βασιλικού Θεάτρου, την ίδρυση του το 1938 και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το τότε Βασιλικό Θέατρο της Αθήνας, αποφάσισε να ανεγείρει στη Θεσσαλονίκη ένα μεγάλο ανοικτό θέατρο 1.000 θέσεων, για να παρουσιάζει εκεί το καλοκαίρι τις παραγωγές του Θεάτρου και της Όπερας. Εγκαινιάστηκε το 1940, αλλά με την κήρυξη του πολέμου οι παραστάσεις διακόπηκαν.

Οι Γερμανοί επιτάξανε το Βασιλικό, το μετέτρεψαν σε κλειστό θέατρο και οργάνωναν εκεί εκδηλώσεις ψυχαγωγίας για τα στρατεύματα κατοχής.

Τον Μάϊο του 1943 η Ελληνική κυβέρνηση ιδρύει, ύστερα από πιεστικό αίτημα των Θεσσαλονικέων το Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης με έδρα το Βασιλικό, για να αποφύγει την μετάκληση κλιμακίων του Εθνικού Θεάτρου της Βουλγαρίας και της Όπερας της Σόφιας.

Με την Απελευθέρωση όμως διακόπτεται η λειτουργία του ΚΘΘ και του βραχύβιου «Λαϊκού Θεάτρου».

Θα επανέλθει όμως, έστω και με καθυστέρηση το Εθνικό Θέατρο και η Εθνική Λυρική Σκηνή, και η επιτυχία, θα παρασύρει στην Θεσσαλονίκη και το λεγόμενο Ελεύθερο Θέατρο, το θέατρο των μεγάλων πρωταγωνιστών, των «ιερών τεράτων», το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, την τότε ιδρυθείσα Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης.

Ο χρόνος όμως είναι αδυσώπητος.

Καθώς κανείς δεν ενδιαφέρεται για την συντήρηση και τις αναγκαίες επεμβάσεις , το κτίριο φτάνει στα όρια της αντοχής του.

Η θάλασσα συνεχίζει να διαβρώνει κάθε στοιχείο του κτίσματος και των λειτουργικών συστημάτων και δικτύων, οι θεατές διαμαρτύρονται για το κρύο, οι ηθοποιοί υποφέρουν  στα πλημμυρισμένα καμαρίνια τους.

Το 1972 εγκαταλείπεται τελείως.

Αυτή η απόλυτη εγκατάλειψη θα διαρκέσει 13 χρόνια στην διάρκεια των οποίων η εξαθλίωση του κτιρίου θα συνεχίζεται. Σκουπίδια, καταληψίες, άστεγοι με τα σκυλιά τους, τα άθλια γκράφιτι που προκαλούν την αγανάκτηση των Θεσσαλονικέων, που φτάνουν στο σημείο να απαιτήσουν την κατεδάφιση του γιατί «προσβάλει την πόλη».

Οι περιπέτειες όμως του Βασιλικού θα συνεχίζονται και σε άλλα πεδία.

Οι κίνδυνοι απαλλοτρίωσης, πώλησης, ή και ανταλλαγής θα διαδέχονται η μία την άλλη, ως το 1985.

Η ένταξη του Βασιλικού στο πρόγραμμα έργων της Β΄ Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Μεσογείου και η απροσδόκητη κοσμοσυρροή κυρίως νέων, θα παρακινήσουν το ΚΘΒΕ να επιστρέψει στο Βασιλικό και να το λειτουργήσει μέχρι την έναρξη των προετοιμασιών για τις εκδηλώσεις της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας».

Θα ξεσπάσει όμως τότε μια διαμάχη ανάμεσα σε εκείνους που ζητούν το εκσυγχρονισμό του υπάρχοντος θεάτρου και εκείνους, μεταξύ των οποίων και το ΚΘΒΕ, που ζητούν ένα νέο σύγχρονο και ιδιόκτητο θέατρο του 21ου αιώνα.

Δημήτρης Σαλπιστής

Ο Δημήτρης Σαλπιστής γεννήθηκε στην Ξάνθη από γονείς πρόσφυγες και ήρθε στην Θεσσαλονίκη το 1945, τότε που ο Εμφύλιος και η μεταπολεμική κατάσταση της χώρας, οδήγησαν χιλιάδες Έλληνες στα μεγάλα αστικά κέντρα. Είναι παντρεμένος με την ζωγράφο Έλλη Λαζαρίδου και έχουν δύο παιδιά που ζουν με τις οικογένειές τους στο εξωτερικό. Είναι απόφοιτος του Ε΄ Γυμνασίου Αρρένων της Θεσσαλονίκης και πτυχιούχος Νομικής του Α.Π.Θ.

Από την δεκαετία του 60 μετέχοντας ενεργά στο πολιτικό κίνημα για τη Δημοκρατία και το «Ένα, Ένα, Τέσσερα», συμμετέχει στις τοπικές πρωτοβουλίες και δραστηριότητες των πολιτών, στους τοπικούς και πολιτιστικούς συλλόγους, ιδρύοντας μικρές περιφερειακές βιβλιοθήκες, θεατρικές ομάδες, αθλητικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες.

Διετέλεσε Αντιδήμαρχος Πολιτισμού στον Δήμο Θεσσαλονίκης και μετείχε ενεργά και αποφασιστικά στην θέσπιση και οργάνωση των νέων υπηρεσιών και των θεσμών Πολιτισμού και Αθλητισμού στον Δήμο, όπως η Διεύθυνση Πολιτισμού, τα Γραφεία Νεολαίας και Αθλητισμού, το Κέντρο Μουσικής ο Θεατρικός Οργανισμός, ο θεσμός των Παιδικών και Εφηβικών Βιβλιοθηκών, καθιερώνοντας την υποχρεωτική πρόσληψη αποκλειστικά βιβλιοθηκονόμων για τις ανάγκες σε προσωπικό, καθώς και το Κέντρο Ιστορίας, ως τον επιστημονικό φορέα των αρχείων και της ιστορίας της πόλης, την πρώτη έκθεση Ντοκουμέντων του οποίου, εγκαινίασε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Είχε την ευθύνη από πλευράς Δήμου για την διοργάνωση των εκδηλώσεων των 2.300 χρόνων της Θεσσαλονίκης και το 1986 της Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Μεσογείου. Στην δεκαετία του 1990, πρότεινε την διεκδίκηση του ευρωπαϊκού θεσμού των Πολιτιστικών Πρωτευουσών, μετέχοντας στη συνέχεια ενεργά για την αναβάθμιση των υποδομών Πολιτισμού και την ίδρυση νέων θεσμών Τέχνης και Πολιτισμού.

Διετέλεσε Πρόεδρος και μέλος των Διοικητικών Συμβουλίων του Κ.Θ.Β.Ε., Διευθυντής του Γραφείου της «Πολιτιστικής Ολυμπιάδας» στη Θεσσαλονίκη, προωθώντας ουσιαστικά την Διαβαλκανική Πολιτιστική Συνεργασία. Κύριο μέλημα του για τουλάχιστον μισό αιώνα, οι υποδομές και οι Θεσμοί Πολιτισμού, το δραματικό έλλειμμα των οποίων υποβάθμιζε τον ρόλο και την παρουσία της Θεσσαλονίκης στη χώρα, τα Βαλκάνια και την Ευρώπη.

Έγραψε με το χέρι του στη Θεσσαλονίκη την Προγραμματική Συμφωνία μεταξύ Δήμου και Υπουργείου Πολιτισμού για την παραχώρηση της χρήσης του Αλατζά Ιμαρέτ και του Γενή Τζαμί, την οποία υπέγραψε η Μελίνα Μερκούρη, αφού επισκέφτηκε και εντυπωσιάστηκε από τους δύο αυτούς λαμπρούς χώρους. Διετέλεσε πρώτος Πρόεδρος της Εφορευτικής Επιτροπής του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου και συμμετείχε ενεργά στην οργάνωση των υπηρεσιών και τον προσδιορισμό των δράσεων του Κέντρου.

Μετείχε ενεργά στην ίδρυση, μαζί με τους Αντώνη Μανιτάκη, Γιάννη Μπουτάρη, Σπύρο Βούγια και Γιάννη Τζιόλα, της «Κίνησης Πολιτών Θεσσαλονίκης».

Με δική του πρωτοβουλία ιδρύθηκαν από την «Πολιτιστική Πρωτεύουσα» και θεσμοθετήθηκαν στη συνέχεια από το Υπουργείο Πολιτισμού, ως το «Πολιτιστικό κεκτημένο» της Θεσσαλονίκης, το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, τα Μουσεία Κινηματογράφου και Φωτογραφίας, που τώρα συστεγάζονται υπό  ενιαία οργάνωση στο «Momus, Μητροπολιτικό Οργανισμό Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης». Οι νέοι φορείς στεγάστηκαν στους χώρους που η «Πολιτιστική» ετοίμασε για αυτούς και εμπλουτίσθηκαν με συλλογές έργων, όπως η περίφημη Συλλογή Κωστάκη, η συλλογή «HELLAFI» για το Μουσείο Κινηματογράφου μαζί με σημαντικές ιδιωτικές συλλογές για τον Κινηματογράφο  καθώς και οι λαμπρές  ιδιωτικές συλλογές φωτογραφιών για το Μουσείο Φωτογραφίας. Το ΚΘΒΕ απέκτησε ιδιόκτητη στέγη στο νέο σύγχρονο Βασιλικό Θέατρο και το αναβαθμισμένο Θέατρο της ΕΜΣ. Ως νέος τομέας δραστηριοτήτων για την πόλη ιδρύθηκε υπό το ΚΘΒΕ η «Όπερα Θεσσαλονίκης», η οποία παρουσίασε σειρά εκδηλώσεων, έως ότου ατύχησε στα χέρια των διαχειριστών της και έπαυσε να λειτουργεί.

Στο πλαίσιο του Προγράμματος των Εκδηλώσεων της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, οργάνωσε ως Συντονιστής της, την λαμπρή Έκθεση των Θησαυρών των Αγίου Όρους, όταν για πρώτη φορά στην ιστορία της η Μοναστική Πολιτεία δέχτηκε να στείλει εκατοντάδες πολύτιμα και μοναδικά κειμήλια της χιλιόχρονης πνευματικής και Πολιτιστικής ιστορίας του τόπου. Με την λήξη της κρίθηκε από διεθνή μέσα, ως η κορυφαία έκθεση της χρονιάς (732.000 επισκέπτες), ιδρύθηκε από τον Δήμο Θεσσαλονίκης και την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους η Αγιορειτική Εστία, ως πολιτιστική, και πνευματική παρακαταθήκη, που διατηρεί και προβάλλει το προνόμιο των μακραίωνων σχέσεων της Μοναστικής Πολιτείας με την Θεσσαλονίκη. Τον Δεκέμβριο του 2019 η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος τον ετίμησε με το οφφίκιο του Πρωτονοταρίου της Μεγάλης Εκκλησίας για τις υπηρεσίες που προσέφερε στο Αγιον Όρος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ