Painting is just another way of keeping a diary. I never saw an ugly thing in my life: for let the form of an object be what it may, light, shade and perspective will always make it beautiful. John Constable

Φτάνοντας δεύτερη στις συναντήσεις μας, αντικρύζω σχεδόν κάθε φορά τον Δημήτρη Βογιαζόγλου βυθισμένο σε ένα παράλληλο σύμπαν να ζωγραφίζει. Να ζωγραφίζει επιδέξια την πόλη καθώς ανασαίνει, να αιχμαλωτίζει με την ελαφριά ύλη του τον ουρανό, το φως και τις ραδινές σκιές της με κινήσεις προσεκτικές και γοργές αποφάσεις. Πολύβουοι δρόμοι, αρχαία μνημεία που συμπλέκονται με τη γη, πλατείες, οικεία καφέ, μικρά λιμανάκια της Αττικής, Μεσόγεια μέρη, αμπέλια, δέντρα, παράλια κρυφά, βράχια, τυχαίες φιγούρες που εισρέουν στη σύνθεση, ενισχύοντας τη στιγμή, ανακαλώντας την κίνηση, ξαναπλάθοντας τη διαφάνεια. Όλα κείτονται εδώ, περιμένοντας το θερμό χάδι του βλέμματος, την ενσάρκωση στο χαρτί. Η δουλειά του ζωγράφου, ακολουθώντας μια αποφασισμένη ενστικτώδη ρυθμολογία, μας μαθαίνει το βλέμμα αυτό του ελάχιστου στιγμιότυπου, μας μαθαίνει πώς να αγαπάμε από την αρχή τα μικρά, τα ρευστά, τα αενάως μεταβαλλόμενα, τα σχεδόν αθέατα.

Ο υπαιθρισμός -η ζωγραφική του τοπίου εκ του φυσικού-, είναι αυτό που με πάθος αναζητά, προασπίζεται και διαδίδει ως τρόπο ζωής και εργασίας ο Βογιαζόγλου, εξηγώντας συχνά στις κουβέντες μας τον ενθουσιασμό και την ταύτισή του με τη γαλλική και την αγγλοσαξωνική παράδοση του Plein Air, που ιδιαίτερα στην Αμερική, κερδίζει και πάλι συνεχώς έδαφος. Ίσως γιατί η κακοποιημένη διαδικασίας της όρασης και η χαμένη επαφή με τη φύση να επιζητούν μια εκ νέου επιβράδυνση, να επιζητούν νέες διεξόδους.

Παρακολουθώντας το καθημερινό και μηνιαίο του ημερολόγιο του Δημήτρη Βογιαζόγλου, διαπιστώνει κανείς πως είναι ευλαβικά μοιρασμένο σε αθηναϊκές διαδρομές, αττικές περιηγήσεις και ταξίδια στη γενέθλια σχεδόν Ολλανδία και αλλού, με πρωταρχικό στόχο τη ζωγραφική αποτύπωση της στιγμής, της ώρας, της εποχής. Όλα ξεκίνησαν πολλά χρόνια πριν, από μια σχετική αγγελία σε ένα αμερικανικό περιοδικό τέχνης. Ο ίδιος, έχοντας ήδη μεταπηδήσει με ορμή στη ζωγραφική αν και προερχόμενος από θετικές επιστήμες, ακολουθώντας την, βρέθηκε τότε ξαφνικά στο ειδυλλιακό τοπίο της Aix στη Νότιο Γαλλία, τριγυρισμένος από ένα επιλεγμένο φυσικό σκηνικό, ζωγράφους και δύο δασκάλους που οργάνωναν την εξόρμηση. Έκτοτε, η περιπέτεια αυτή της επιτόπιας μετατόπισης της σφοδρής επιθυμίας και της χαράς της υπαίθριας αποτύπωσης δεν σταμάτησε ποτέ: «Φεύγω συνεχώς με άγνωστο προορισμό. Με το μηχανάκι, με τα πόδια, με αυτοκίνητο», εξηγεί ο ζωγράφος. «Περπατώ ή οδηγώ, κι όταν μου αρέσει κάτι, όταν κάτι κεντρίσει την προσοχή μου, σταματώ και το ζωγραφίζω». Και έτσι, η δυνατότητα της απευθείας ανάκλασης της συγκίνησης του βλέμματος, της παλλόμενης ρυθμολογίας μιας ευρωπαϊκής πόλης, μα και της αγαπημένης ευκίνητης απογευματινής χρυσής ώρας του αττικού φωτός, η τρυφερή απόδοση των μικρών ατελών σημείων του τόπου, με τρόπο παλίμψηστο, με τρόπο που τον ξαναβαπτίζει και τον καθιστά νέο, είναι η δική του διαρκώς ανανεούμενη συνάντηση, η δική του προσωπική πρόκληση και ζωγραφική ευθύνη.

-Ίρις Κρητικού
Οκτώβριος 2024