Πετρούπολη, χειμώνας του 1917‐18, νύχτα. Η πόλη είναι βυθισμένη στην δίνη των αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ των Μπολσεβίκων και των «Μπουρζουάδων». Σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα εγκληματικότητας, εξαχρείωσης, πείνας, καχυποψίας και τρομοκρατίας – κι ενώ μαίνεται η χειρότερη χιονοθύελλα, μια ομάδα δώδεκα κομμουνιστών πολιτοφυλάκων περιπολεί στους έρημους δρόμους, συναντώντας πρόσωπα χαρακτηριστικά των τάξεων που συνέθεταν την προεπαναστατική κοινωνία…
Αν ο Μαγιακόβσκη θεωρείται «ο ποιητής» της Ρωσικής Επανάστασης, το Δώδεκα του Αλέξανδρου Μπλοκ θεωρείται «το ποίημά» της. Γραμμένο τον Δεκέμβρη του 1917 και δημοσιευμένο τον Μάρτιο του 1918 στην επαναστατική εφημερίδα Εργατικό Λάβαρο επιβλήθηκε αμέσως τόσο ως επαναστατικό όσο και ως αντεπαναστατικό έργο! Σίγουρα όμως παραβίασε την ποιητική συνθήκη της εποχής του, ίδρυσε μια καινούργια συνθήκη, η οποία απαιτούσε καινούργιες ποιητικέ και αναγνωστικές συνειδήσεις.
Απόσπασμα:
Ξαναπιάνουν οι δώδεκα το
ρωμαλέο ρυθμό
της πορείας τους. Μόνο ο φτωχός
δολοφόνος βαδίζει βουβός, σκυθρωπός, σκοτεινός…
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Προχωρά νευρικά, σαν να θέλει να φύγει·
στον λαιμό το μαντίλι τον πνίγει·
το τραβάει να το λύσει –
θέλει μα δεν μπορεί να λησμονήσει…
― Τι έγινε, ρε σύντροφε· πού πας;
― Ρε, φιλαράκο, γιατί δεν μιλάς;
― Ρε Πετρούχα, λυπάσαι την Κάτια; Ντροπή!
― Ψηλά το κεφάλι, ρε συ!
― Αχ, αδέρφια, σύντροφοί μου,
το αγαπούσα το κορίτσι – ήταν δική μου…
Πόσα βράδια σκοτεινά στην αγκαλιά της,
μέθυσα με τα φιλιά της…
― Για μια λάμψη ειρωνική
στο φλογερό της βλέμμα·
για ένα σημάδι πορφυρό
στον ώμο της τον δεξιό,
της πήρα ο άθλιος την ζωή,
την έπνιξα, ο τρελός, στο αίμα!
― Άσε τα κλαψουρίσματα, ρε Πέτια! Είσαι καμιά
Λιπόψυχη, πορδόλυσσα, γριά;
Χάζεψες, ρε ζωντόβολο; Λυπήσου την ψυχή σου!
Σταμάτα να την σκέφτεσαι – ξύπνα! Έλεος πια!
― Θάρρος, μωρέ: στήθος μπροστά, μέσα η κοιλιά σου!
― Δείξε το ανάστημά σου!
― Δεν μας παίρνει
να νταντεύουμε κανένα, τέτοιαν ώρα!
Μας κολλάει, μας μποδάει, μας βαραίνει,
σύντροφε – κατάλαβέ το, πάρε ανάσα και προχώρα!
Ο Πετρούχα κοντοστέκεται κι αρχίζει
να βαδίζει με ρυθμό κανονικό…
Το κεφάλι ψηλά, το ηθικό
ακμαιότατο… Βρήκε το κέφι του πάλι…
Βρε, άντε από κει!
Δεν είναι ντροπή να γλεντάς την ζωή!
Κλείστε δώμα και κατώγι·
έρχονται οι πλιατσικολόγοι!
Ντου στου κελαριού το έμπα –
να το τσούξει και η πλέμπα!