Πόσο σαφής είναι η διάκριση μεταξύ πραγματικού και φανταστικού; Πού βρίσκονται τα όρια της παιδικότητας και την ενηλικίωσης; Οι άνθρωποι ζούμε περισσότερο χρόνο στην χειροπιαστή πραγματικότητα ή στον κόσμο του φαντασιακού; Με αφορμή τον Δον Κιχώτη, το θρυλικό μυθιστόρημα του μπαροκικού συγγραφέα Θερβάντες, ο οποίος μας ταξιδεύει στα ιπποτικά κατορθώματα και τις περιπέτειες του ήρωά του, κάνοντας μονίμως έκκληση τόσο στη φαντασία όσο και στην ευαισθησία και την ηθική του αναγνώστη, η έκθεση εντρυφεί στην έννοια της παιδικής ονειροφαντασίας, της αθωότητας και του παιχνιδιού.
Όπως συμβαίνει και στο μυθιστόρημα του Θερβάντες, ο τόπος και ο χρόνος είναι έννοιες σχετικές ενώ η πραγματικότητα διαστέλλεται κατά περίπτωση για να συμπεριλάβει τη μαγεία, το χιούμορ, το υπερφυσικό, το κωμικό αλλά και την άχρονη σοφία της ζωής. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το παράδοξο που υπαινίσσεται η ιστορία του ιδαλγού ήρωα, ότι τελικά ο κόσμος της παιδικότητας και της φαντασίας ίσως είναι σοφότερος, πιο ανθρώπινος, πιο ηθικός, πιο αυτονόητος από τον κόσμο της ύλης. Είναι ο κόσμος που φθάνει στην ουσία της ύπαρξης, του συναισθήματος, του καλού και του δίκαιου χωρίς εκπτώσεις, αλλοιώσεις ή συμβιβασμούς που διέπουν την πεζή πραγματικότητα και δηλητηριάζουν την αλήθεια. Όπως τα παιδιά δημιουργούν, παίζουν, ζουν με έναν τρόπο απόλυτο, ανεπιτήδευτο που δεν επιδέχεται κριτική, έτσι και ο Δον Κιχώτης ζει με απόλυτο τρόπο την δική του αδιαπραγμάτευτη αλήθεια, κάνοντας τα όρια μεταξύ ιδεαλισμού και ρεαλισμού, τρέλας και λογικής, να φαντάζουν θολά.
Οι δεκαεπτά καλλιτέχνες που συμμετέχουν στην έκθεση καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα πρακτικών, τεχνοτροπιών και θεματικών, δημιουργώντας ένα παλίμψηστο διαθέσεων και υφολογικών χαρακτηριστικών. Ωστόσο, μία κοινή προβληματική συνδέει το έργο τους και αφορά στην εναλλακτική θέαση της πραγματικότητας, την εξπρεσιονιστική ή μινιμαλιστική δήλωση μιας εσωτερικής αλήθειας που εκπλήσσει, προκαλεί τη συναισθηματική εμπλοκή του θεατή και αιχμαλωτίζει την προσοχή του.
Ο εικαστικός κόσμος της Μαριάννας Κατσουλίδη βρίθει αναφορών στην παιδικότητα, τα παιχνίδια και τα μπιμπελό που παρουσιάζονται ως σύμβολα εσωτερικών αναζητήσεων, κρυφών συναισθημάτων, επιθυμιών, φόβων και συγκροτούν κυρίαρχα ένα μαγικό σύμπαν τρυφερότητας και ευαισθησίας. Ιδιαιτέρως εύγλωττο το έργο του Βασίλη Πέρρου, σκιαγραφεί με μαεστρία το πέρασμα από την παιδικότητα στην ενηλικίωση, από την επιθυμία στη ματαίωση, χρησιμοποιώντας με γλαφυρό τρόπο στοιχεία οφθαλμαπάτης αλλά και ακραίο ρεαλισμό, με υπόβαθρο τον χρόνο που περνάει, κάνοντας τον θεατή να φαντάζεται εάν είναι πιθανή η αντίστροφη πορεία των πραγμάτων. Ο Στέφανος Καμάρης επίσης χρησιμοποιεί την έννοια του παιχνιδιού ως μέσο ερμηνείας σχεδόν οποιουδήποτε φαινομένου ή σκέψης και με αυτόν τον τρόπο ξορκίζει τη σοβαρότητα της τέχνης και της ζωής, ενώ εντάσσει στο έργο του το στοιχείο του χρόνου και της αλλαγής που αυτός επιφέρει στα πράγματα, είτε αλλοιώνοντάς τα είτε ανασταίνοντάς τα. Ο Νίκος Μόσχος χρησιμοποιεί πολλά και διαφορετικά στοιχεία τόσο από ιστορικά καλλιτεχνικά ρεύματα όσο και από την ποπ κουλτούρα, την καθημερινότητα και το κιτς, δημιουργώντας γκροτέσκα θέματα όπου ανθρώπινα μέλη συμμαχούν με μηχανικά κατασκευάσματα και ο χρόνος παραμονεύει για να αλλοιώσει την πραγματικότητα και να γεννήσει φανταστικές μορφές.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η Σοφία Ροζάκη ισορροπεί μεταξύ ονείρου, μνήμης και υποσυνείδητου, λογικού και άλογου, χωρίς απαραιτήτως να διαχωρίζει τα δύο, απεικονίζοντας μία σκηνή που νιώθουμε ότι έχουμε ξαναδεί αλλά όχι έτσι ακριβώς, χρησιμοποιώντας έντονα χρώματα, στοιχεία κόμικ και εισφέροντας στην εικονολογία του συλλογικού ασυνείδητου μία σουρεαλιστική, τελείως προσωπική προσέγγιση. Παιγνιώδης, αλληγορικός και υπαινικτικός στα έργα του, ο Κωνσταντίνος Πάτσιος καταφέρνει να είναι ανθρωποκεντρικός χωρίς να δίνει έτοιμες λύσεις, χωρίς ερμηνείες αλλά προσκαλώντας τον θεατή να βιώσει το έργο του, να αναγνωρίσει τους συμβολισμούς και να κάνει τους δικούς του συνειρμούς.Το έργο της Κικής Κολυμπάρη επιδέχεται πολλών ερμηνειών, εκκινώντας από στοιχεία της καθημερινότητας, του φυσικού τοπίου και του εσωτερικού χώρου, τα οποία διαπλάθονται σε αφηρημένες εικόνες που καλείται ο θεατής να ολοκληρώσει και να νοηματοδοτήσει μέσα από το δικό του προσωπικό αισθητήριο, ενώ οι συνθέσεις της Τζώρτζια Φάμπρις είναι προκλητικές, γεμάτες δυναμισμό συνθέτοντας έναν παράλληλο κόσμο, ανατρεπτικό και ιδιοσυγκρασιακό όπου η γυναικεία μορφή σπάει τα στερεότυπα, απελευθερώνεται και υπερβαίνει το αναμενόμενο. Τα στερεότυπα, οι κοινωνικοί περιορισμοί, το κοινώς αποδεκτό – ειδικά ως προς τη γυναικεία οντότητα – αποδομούνται επίσης στο έργο της Beskida Kraja, η οποία αναπτύσσει στο έργο της ένα περιβάλλον ελευθερίας.
Οι μορφές στο έργο του Jack Mc Conville βρίσκονται στο μεταίχμιο της αναπαράστασης και του αφηρημένου, απελευθερώνοντας τα υποκείμενα από τις επιταγές της κοινωνίας και δημιουργώντας έναν ελεύθερο χώρο έκφρασης στα όρια του φανταστικού. Η δουλειά του Αλέξανδρου Βασμουλάκη αποκαλύπτει έναν κόσμο μεταξύ παρουσίας και απουσίας, πραγματικού και φαντασιακού, αφήνοντας τη μεταμόρφωση και το αφηρημένο να συμβεί με έναν προσωπικό τρόπο που υποδηλώνει αγνή ανυπακοή. Τα γλυπτά του Γιώργου Τσεριώνη αποτελούν οργανικά μορφώματα που εμπεριέχουν ένα πλέγμα προστασίας -ή αποκλεισμού- και υπαινίσσονται την επιθυμία για φυγή από την μνήμη, τις κοινωνικές επιταγές, την πολιτισμική ασφυξία προς έναν κόσμο αναζήτησης, διερώτησης και περιπέτειας. Η Μαρία Σπυράκη, από την άλλη πλευρά, πραγματεύεται την έννοια της μνήμης που μπορεί είτε να υπάρχει φευγαλέα είτε να επανέρχεται συνεχώς, αναπαριστώντας την ως εφήμερη μεταβολή ή ως επίμονη επανάληψη, ενώ την απασχολεί η υπόθεση εάν μπορούν οι δύο να συνυπάρξουν ως αποτύπωμα στον φυσικό χώρο.
Η Νάνα Σαχίνη με τα γλυπτά της διερευνά τα όρια της ταυτότητας, της σεξουαλικότητας, του φύλου και προσδίδει σε αυτά διαστάσεις πολιτικές, αφήνοντας ανοιχτή την πιθανότητα της ερμηνείας ή της αβεβαιότητας ως μέσο παρατήρησης και βιώματος της τέχνης της. Η εικαστική γλώσσα της Ντόρας Οικονόμου αποτελείται από ευτελή υλικά και συμβολισμούς που παραπέμπουν σε προσωπικά αφηγήματα και παράλληλα σε συλλογικές αφηγήσεις ρεαλιστικών ή φανταστικών ιστοριών. Σημειολογικά φορτισμένη η δουλειά του Αλέξανδρου Τζάννη άλλοτε πραγματεύεται το αστικό τοπίο και άλλοτε το φυσικό, δημιουργώντας συνθήκες ανταλλαγής μεταξύ των δύο όσο και μεταξύ υλικών, τεχνικών και θεματικών, προσεγγίζοντας ωστόσο σταθερά την έννοια της μετάβασης. Η γλυπτική της Ραλλούς Παναγιώτου, τέλος, δανείζεται αντικείμενα καθημερινά, κομμάτια ζωής που περνούν απαρατήρητα και τα μεταγράφει σε μνημεία αποτύπωσης του χρόνου, συνδέοντας το προσωπικό, το χρηστικό, το σωματικό και το οικείο με την ψυχρότητα, την υλικότητα και την επισημότητα των υλικών της, όπως το μάρμαρο και το μέταλλο.
Επιμέλεια έκθεσης: Γιώργος Αλτουβάς
Επιμελητικό κείμενο: Κωνσταντίνα Σουλιώτη, παραγωγός και επιμελήτρια εκθέσεων