Ο ίδιος ο Ναμπόκοφ σχολιάζει με γλαφυρό τρόπο σχετικά με το λογοτεχνικό του έργο: “Ανέκαθεν αδιαφορούσα για τα κοινωνικά προβλήματα και απλώς χρησιμοποιούσα το υλικό που συνέβαινε να βρίσκεται κοντά μου, όπως ένας ευφράδης συνδαιτυμόνας σκιτσάρει με το μολύβι του μια γωνία του δρόμου στο τραπεζομάντιλο ή διευθετεί ένα ψίχουλο και δύο ελιές σε μια διαγραμματική θέση ανάμεσα στο μενού και στην αλατιέρα”.

Το κυριότερο πρόβλημα του ήρωα είναι η ταυτότητά του, η θέση του στην κοινωνία και η έκφραση των θέλω του που εκτροχιάζονται σε καθημερινή βάση. Αυτή η απώλεια της προσωπικής του αξιοπρέπειας μέσα από την δραματικότητα των στιγμών που ζει τον οδηγεί σε πράξεις που δεν έχουν κανένα νόημα, το ερωτικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται είναι η ουσία της φύσης του, την οποία αδυνατεί να εξουσιάσει.

Στο μετέωρο βήμα του έρωτα

Αυτό είναι το σώμα και το κεντρικό χαρακτηριστικό που ορίζει αυτό το μυθιστόρημα, ένα αριστούργημα λογοτεχνικής φύσεως και ένα κείμενο που ο ίδιος είχε πει πως του δημιουργεί τη μεγαλύτερη ευτυχία. Όχι τυχαία καθώς ο ήρωάς του είναι σάρκα και αίμα της τρωτής ανθρώπινης μοίρας που ορίζεται από τα τωρινά πάθη του έρωτα και του πόθου. Είναι όμως και ένα θύμα της ίδιας του της ύπαρξης, ένας σχοινοβάτης των ονείρων του, ένας ηνίοχος του οποίου το άρμα δεν δύναται να οδηγηθεί ορθόδοξα και για αυτό παρεκκλίνει και χάνει τα πατήματά του. Μοιάζει χαμένος στον δρόμο για τον έρωτα και χαμένος στη μετάφραση για τον πόθο που όμως που δεν του επιστρέφεται από την Σόνια. Εκείνος επιμένει με επιμονή και υπομονή να τραβήξει την προσοχή της, να προσελκύσει το βλέμμα της χωρίς όμως την απαραίτητη ανταμοιβή. Ο Ναμπόκοφ τον ντύνει με το πέπλο ενός νέου Ρωμαίου που μένει χωρίς την Ιουλιέτα του.

Ο ίδιος αναφέρει με απεγνωσμένο και απελπισμένο ύφος: «Πού αλλού στη ζωή μου θα ξανακοιτάξω έτσι, όπως τότε, όπως τώρα, τον νυχτερινό ουρανό; Σε ποια αποβάθρα, σε ποιον σταθμό, σε ποιες πλατείες; Η αίσθηση μιας πλούσιας μοναξιάς που συχνά την ένιωθε μέσα στο πλήθος η μακάρια αίσθηση που δοκιμάζεις ενώ μονολογείς: Ορίστε, λοιπόν, κανείς από αυτούς τους ανθρώπους που ασχολούνται με τη δουλειά τους δεν ξέρει ποιος είμαι, από πού έρχομαι, τι σκέφτομαι ετούτη τη στιγμή». Είναι πράγματι στο έλεος της μοίρας του, κινείται χωρίς πυξίδα και κατεύθυνση σαν ένα σαρκίο που το παίρνει ο αέρας και δεν έχει σαφή προσανατολισμό. Η Σόνια δεν είναι πλασμένη για αυτόν, όμως αδυνατεί να το κατανοήσει, έχει κάθε λόγο να νιώθει πως το βήμα του είναι μετέωρο και ο έρωτας όνειρο απατηλό που ίσως πρέπει να ξεχάσει.

Στην αναζήτηση μιας κάποιας ευτυχίας

Η ευτυχία του έγκειται στο γεγονός πως υπάρχει ένα κάποιο καταφύγιο στην αγκαλιά της μητέρας του και του θείου του που αποδέχονται την κρίση αυτή στον αγαπημένο τους Μάρτιν ως μία φυσιολογική ανδρική ανωμαλία και προσπαθούν να τον προσγειώσουν σε μία κάποια κανονικότητα, να του εμφυσήσουν φροντίδα από την οποία ο ίδιος φροντίζει βέβαια να ξεφεύγει για δικούς του προσωπικούς λόγους. Το επώνυμο που ο Ναμπόκοφ φρόντισε να του δώσει είναι Εντελβάις, το περίφημο λουλούδι και ίσως ένα αντίβαρο στην ομορφιά της ζωής που δεν βρίσκει στον έρωτα. Αυτός ο πολλά υποσχόμενος νέος βρίσκεται ναυαγός σε μία ερωτική περίπτυξη και ο Ναμπόκοφ τραβάει την κουρτίνα μέχρι τα άκρα δοκιμάζοντας τις αντοχές του ήρωα αλλά παράλληλα και του αναγνώστη του.

Η φαντασία και η φαντασίωση παίζουν αμφότερες μεγάλο ρόλο σε αυτό το μυθιστόρημα. Στο Κέμπριτζ που πηγαίνει να φοιτήσει βρίσκει ένα άλλο περιβάλλον, ιδιαίτερα ευνοϊκό για την γνώση, εκείνος όμως πέφτει στα δίχτυα σε έναν έρωτα παράφορο με την μικρή κόρη της οικογένειας και αυτό απορρυθμίζει εντελώς τη ζωή του. «Δεν είναι αλήθεια ότι στο Κέμπριτζ ασχολούμουν με ανοησίες. Δεν είναι αλήθεια πως δεν έμαθα τίποτα. Ο Κολόμβος πριν προσπαθήσει να φθάσει μέσω του δυτικού του ώμου στο ανατολικό του αυτί, έφυγε ινκόγκνιτο για να συγκεντρώσει κάποιες πληροφορίες στην Ισλανδία, ξέροντας ότι οι ντόπιοι ναυτικοί ήταν άνθρωποι καπάτσοι που είχαν ταξιδέψει σε μέρη μακρινά. Έτσι και εγώ σκοπεύω να εξερευνήσω κάποια μακρινή γη».

Αυτή βασικά είναι η πεμπτουσία της Δόξας, είναι η προσπάθεια του νέου Μάρτιν να γευτεί τα λάθη του, την αγωνία του έρωτα, να βυθιστεί στον βούρκο της απουσίας εμπειρίας και να μάθε τη ζωή όχι μόνο από την καλή αλλά και από την ανάποδη. Ο κόσμος του Μάρτιν δεν έχει όρια ούτε και περιθώρια, βαδίζει με οδηγό την επιθυμία και την ανάγκη του να εκπληρώσει την επιθυμία του για κάθε δυνατή ικανοποίηση. Στα μάτια της μικρής Σόνιας θα επιχειρήσει να βρει την ευτυχία και θα αρπάξει την ευκαιρία να νιώσει δοξασμένος, αυτό που του μένει είναι ένα πανούργο σχέδιο να κατακτήσει τον έρωτα αυτόν και όταν δεν το πετυχαίνει αφήνεται στην μοίρα του.

Είναι ένας ήρωας καθαρά Τσεχοφικός παρμένος από μια άλλη εποχή που επανασυστήνεται στον σύγχρονο άνθρωπο, γιατί οι εποχές μπορεί να αλλάζουν αλλά μην ξεχνάμε πως οι άνθρωποι θα κάνουν πάντα τα ίδια λάθη. Η αφηγηματική ευφυΐα του Ναμπόκοφ και η λογοτεχνική του δεξιότητα αποκαλύπτονται με υπέροχο και μοναδικό τρόπο άλλη μία φορά ενώπιόν μας και τον κατατάσσουν αναμφίβολα ως έναν από τους κορυφαίους του είδους.

Αποσπάσματα του βιβλίου

“Με μνήμη που δεν συγκρατούσε ημερομηνίες και περιφρονώντας τις γενικότητες, ο Μάρτιν αναζητούσε αχόρταγα τα ζωντανά, τα ανθρώπινα στοιχεία, αυτά που ανήκαν στην κατηγορία εκείνων των εκπληκτικών λεπτομερειών με τις οποίες ίσως χορτάσουν οι μελλούμενες γενιές, κοιτάζοντας τις παλιές, τρεμουλιαστές ταινίες του καιρού μας. Φανταζόταν ολοζώντανα την τρεμάμενη άσπρη μέρα, την απλότητα της μαύρης λαιμητόμου και την άγαρμπη φασαρία στο ικρίωμα, όπου οι δήμιοι πιέζουν έναν παχύ άντρα με γυμνούς ώμους, ενώ μέσα στο πλήθος ένας καλόκαρδος citoyen σηκώνει από τους αγκώνες μία περίεργη αλλά κοντούλα citoyenne”


Διαβάστε επίσης:

Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ – Δόξα