H Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς εκδίδει το ακόλουθο Δελτίο Τύπου για την απώλεια του μεγάλου Έλληνα αρχαιολόγου Γιώργου Δεσπίνη:
Η αρχαιολογική κοινότητα θρηνεί από το Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου το θάνατο του Γιώργου Δεσπίνη, Ομότιμου καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος “έφυγε” από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών μετά από άνιση μάχη με τον καρκίνο.
Ο Γιώργος Δεσπίνης γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου το 1936. Σπούδασε αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1958. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας (1959-1961) συνέχισε τις αρχαιολογικές του σπουδές στο Freiburg και στο Saarbrücken της Γερμανίας (1962-1964) με καθηγητές τον Walter-Herwig Schuchhardt και τον Nikolaus Himmelmann αντίστοιχα. Το 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάσθηκε ως έκτακτος αρχαιολόγος στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο υπό την καθοδήγηση του ζεύγους Χρήστου και Σέμνης Καρούζου, καθώς και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά. Το 1967 διορίσθηκε, έπειτα από διαγωνισμό, στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και υπηρέτησε ως επιμελητής αρχαιοτήτων στη Θεσσαλονίκη (1967-1971) και στον Πειραιά (1971-1972), όπου ασχολήθηκε κυρίως με την οργάνωση των μόνιμων εκθέσεων γλυπτών των αντίστοιχων αρχαιολογικών μουσείων. Το 1972 εξελέγη έκτακτος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1975 τακτικός. Το 1984 παραιτήθηκε από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο και από τότε αφιερώθηκε στην αρχαιολογική έρευνα. To 2001, με αφορμή τη συμπλήρωση των 65 χρόνων του, του αφιερώθηκε συλλογικός τόμος με εργασίες σχετικές με τα ειδικά επιστημονικά του ενδιαφέροντα, κυρίως την πλαστική, ως ελάχιστο δείγμα τιμής και αναγνώρισης της προσφοράς του. Το 2007 τιμήθηκε με το αργυρό μετάλλιο Γραμμάτων και Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών για τη συμβολή του στην αρχαιολογική επιστήμη. Τον Οκτώβριο του 2009 τιμήθηκε από το Μουσείο Μπενάκη για το έργο και την επιστημονική προσφορά του, ενώ τον Ιανουάριο του 2013 εξελέγη επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν μέλος της Ακαδημίας dei Lincei της Ρώμης, του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου και της Αρχαιολογικής Εταιρείας της Αθήνας.
Παντρεμένος με την Κατερίνα Κώστογλου-Δεσπίνη πορεύτηκε μαζί της με παραδειγματική αγάπη και συντροφικότητα ως την τελευταία του πνοή.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Υπήρξε από τους κορυφαίους μελετητές της αρχαίας ελληνικής πλαστικής στον κόσμο. Από τις σημαντικότερες συμβολές του στην αρχαιολογική επιστήμη ήταν αναμφίβολα η ταύτιση των θραυσμάτων του λατρευτικού αγάλματος της Νέμεσης στον Ραμνούντα, έργο του Πάριου γλύπτη Αγορακρίτου, τα οποία εντόπισε μοιρασμένα στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και στον Ραμνούντα, και η αναγνώριση του αγαλματικού τύπου σε μια σειρά ρωμαϊκών αντιγράφων. Σπουδαία ήταν ακόμη η αναγνώριση της κολοσσικής κεφαλής αγάλματος από τις ανασκαφές του 19ου αιώνα στην Ακρόπολη ως ανήκουσα στο λατρευτικό άγαλμα της Αρτέμιδος Βραυρωνίας, το μοναδικό ίσως σωζόμενο έργο του Αθηναίου γλύπτη Πραξιτέλη από το ομώνυμο ιερό της θεάς στην Ακρόπολη, η οποία εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο Ακροπόλεως. Τέλος, η αναγνώριση από τον Γιώργο Δεσπίνη της συνάφειας θραύσματος επιτύμβιας στήλης του 4ου αι. π.Χ. από το Πόρτο Ράφτη με θραύσμα που ανήκε στην ιδιωτική συλλογή Leon Levy και Shelby White στη Νέα Υόρκη στάθηκε η αφορμή για τον επαναπατρισμό του κομματιού το 2008 και την απόδοσή του για έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βραυρώνας, όπου ανήκε.
Στο πλούσιο συγγραφικό έργο του Γιώργου Δεσπίνη –με ένα πλήθος άρθρων σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά– συγκαταλέγονται, εκτός από τη διδακτορική του διατριβή Συμβολή στη μελέτη του έργου του Αγορακρίτου (1971), και ορισμένες μονογραφίες ιδιαίτερα σημαντικές στην αρχαιολογική επιστήμη, όπως τα Ακρόλιθα (1975) και τα Παρθενώνεια (1982). Τεράστια υπήρξε η συμβολή του ως συνεπιμελητή του Καταλόγου της έκθεσης Πραξιτέλης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (2007), της τρίτομης έκδοσης του Καταλόγου των Γλυπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης και του πρώτου τόμου του Καταλόγου των Αρχαϊκών Γλυπτών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (2014), τον οποίον πρόλαβε να δει τυπωμένο έναν περίπου μήνα πριν «φύγει» από τη ζωή. Καίρια ήταν η συμμετοχή του στις εκδόσεις-αφιερώματα του Μουσείου Μπενάκη: Αρχαία ελληνική γλυπτική στη μνήμη του φίλου και συνοδοιπόρου του γλύπτη Στέλιου Τριάντη (2002), Επιτύμβιον στη μνήμη του Γερμανού αρχαιολόγου Gerhard Neumann (2003) και Έπαινος αφιέρωμα στη συμβολή του φίλου του Ιταλού αρχαιολόγου Luigi Beschi στην αρχαιολογική επιστήμη (2011). Από τα τελευταία βιβλία–μονογραφίες του Γιώργου Δεσπίνη είναι τα Μεγαρικά (2010), το Άρτεμις Βραυρωνία (2010) και το Μικρές Μελέτες για Ανάγλυφα (2013), στο οποίο προχωρά σε συγκολλήσεις και συσχετισμούς θραυσμάτων αναγλύφων, πολλά από τα οποία προέρχονται από την ανασκαφή του Ασκληπιείου στη νότια πλευρά της Ακρόπολης.
Υπήρξε δάσκαλος πολλών αρχαιολόγων της νεότερης γενιάς αλλά κυρίωςδάσκαλος ήθους για όλους όσους συνεργάστηκαν μαζί του.