Ο Ντοστογιέφσκι δεν άφησε πίσω του θεατρικά έργα, όπως ο Τολστόι, ωστόσο, η πολυσχιδία της ψυχολογίας των προσώπων του και η δραματική ενέργεια των περιγραφών και των διαλόγων του ενέπνευσαν δραματουργούς και σκηνοθέτες να στρέψουν την προσοχή τους στα κείμενά του, μέσα στα οποία κατάφεραν να εντοπίσουν φλέβες γνήσιας θεατρικότητας. Αν και οι περισσότεροι δημιουργοί επεδίωκαν να εξαντλούν τη σκηνική μεταγραφή των πονημάτων του σε μια οριζόντια νατουραλιστική απεικόνιση, όπως θα απαιτούσε ένας Τουργκένιεφ ή ένας Γκόρκι, τα δυσερμήνευτα ψυχολογικά περιβάλλοντά του, η παλέτες των συμβολισμών του και ο ρεαλισμός του, που συχνά μοιάζει να αποκολλάται από την απτή πραγματικότητα και να προσεγγίζει το φανταστικό, πρόδιδαν την ανάγκη μιας άλλης, περισσότερο διεισδυτικής, διαχείρισής τους.
Μεγάλα διακυβεύματα ως προς τη μεταγραφή των έργων του Ντοστογιέφσκι στο θέατρο αναδεικνύονταν πάντα το σμίλευμα του περίτεχνου πεζού λόγου του και η κατάδειξη όλου εκείνου του φάσματος που εγκαθίσταται στην ενδοχώρα των έργων του και που περιλαμβάνει δραματικότητα, τραγικότητα, αλλά και ποιητικό οίστρο. Έτσι, ανάμεσα στις ιστορικές θεατροποιήσεις πονημάτων του συγκαταλέγεται η προσαρμογή του Gaston Baty, μέλους του Cartel, επάνω στο «Έγκλημα και Τιμωρία», καθώς επίσης και η εμβληματική εκδοχή του έργου «Αδελφοί Καραμαζώφ» από τον Jacques Copeau και τον Jean Croue που κατόρθωσε να ξεπεράσει ακόμα και αυτά τα σύνορα της Γαλλίας.
Φτάνοντας στην εποχή μας, διερχόμενοι από τις πάμπολλες -άλλοτε ενδιαφέρουσες και άλλοτε πιο τυπικές- διασκευές του Ντοστογιέφσκι για το θέατρο, δεν θα μπορούσαμε να αντιπαρέλθουμε τη μεταμορφωτική οπτική που διαμόρφωσε ο Frank Castorf επάνω στο έργο του μεγάλου συγγραφέα, καθώς η χρήση μεικτών μέσων στις παραστάσεις «Ο Ηλίθιος» και «Έγκλημα και Τιμωρία» ερχόταν να φανερώσει, μαζί με τις αθέατες πτυχές της σκηνικής πραγματικότητας, και τις λεπτότερες αποχρώσεις της προβληματικής ενός λεπτολόγου ανατόμου ανθρώπων και κοινωνικών περιβαλλόντων.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στο «Έγκλημα και Τιμωρία» ο Ντοστογιέφσκι συστήνει τον Ρασκόλνικοφ, έναν ήρωα αντιφατικό, έναν επί γης άγγελο που συγκατανεύει στο έγκλημα και κατέρχεται στα πλέον άβατα σημεία της ύπαρξής του με σκοπό να υπηρετήσει ένα υψηλό φρόνημα και μια ιδέα, να διατρανώσει μια βαθιά πεποίθηση, έχοντας προηγουμένως συμφιλιωθεί με την κρυφή εσωτερική δύναμη και έχοντας ξεπεράσει τα εμπόδια στα οποία οι κοινωνικές αδικίες τον έχουν καταδικάσει. Υπάρχουν έντονες οι νιτσεϊκές αναφορές στο έργο αυτό του Ντοστογιέφσκι, καθώς ο νεαρός ήρωάς του συναντάται με τον Ζαρατούστρα στην επιλογή για άρνηση προς τη μοιρολατρία και την υποχωρητικότητα και για προσχώρηση στη σκληρότητα ως προϋπόθεση δημιουργίας. Γύρω όμως από τον κεντρικό ήρωα πλέκεται ένας ιστός από πρόσωπα που, ενώ θα μπορούσαν να παραμείνουν απλώς στα όρια του χαρακτήρα, ενέχουν τόσες πολλές πλευρές που, εντέλει, ανυψώνονται στο επίπεδο της μορφής.
Ο Θανάσης Τριαρίδης σεβάστηκε το σώμα του αρχικού κειμένου, προσδίδοντας στη σκηνική εκδοχή του πυκνότητα, ισορροπία, αλλά και ένα αίσθημα οικονομίας, χωρίς όμως αυτή να συνοδεύεται από νοηματική ελλειπτικότητα. Παίρνοντας τη σκυτάλη ο Δημήτρης Τάρλοου, διαμόρφωσε ένα σκηνοθετικό κώδικα με ανοιχτές διόδους επικοινωνίας τόσο με το νέο κείμενο όσο και με το πρωτότυπο. Δημιουργώντας θύλακες στο δραματικό χρόνο επέτρεπε να εισέλθει μια αύρα από τις περιγραφές του Ντοστογιέφσκι, ώστε να ενεργοποιηθεί στο μυαλό του θεατή μια αίσθηση απόηχου αφηγηματικότητας. Αλλά και η χρήση του βίντεο προσέθεσε ένα επιπλέον πεδίο θέασης για το κοινό, δίνοντας οντότητα σε ό, τι διαφεύγει της προσοχής και του ελέγχου.
Στην ωριμότερη στιγμή του ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, όχι απλώς βγήκε αλώβητος από το βάρος του ρόλου του Ρασκόλνικοφ, αλλά εμφύσησε σε αυτόν μια στέρεη, όσο και κρυστάλλινη, υπόσταση, μέσα από την οποία αναγνωρίζει κανείς μια πολυπλοκότητα που δεν αποδεικνύεται δυσνόητη, ερμητική, ασύντακτη.
Ο Δημήτρης Ήμελλος, στο ρόλο του ανακριτή, μετεωρίζεται δεξιοτεχνικά ανάμεσα στον πραγματισμό μιας γραφειοκρατίας και σε μια σχεδόν μεταφυσική χορδή που διευκολύνει τη διείσδυση και καθοδήγηση του ψυχισμού και του νου.
Ο Δημήτρης Μπίτος ενσαρκώνει το ρόλο Σβιντριγκάιλοφ αφουγκραζόμενος εξίσου δραματικό κείμενο και πεζό και δίνοντας απλόχερα χώρο και χρόνο σε μια ανάγλυφη και εκ των έσω βραδύκαυστη ερμηνεία.
Με ένα φλέγμα που μεταφράζεται σε ήρεμη δύναμη, απότοκο της λογικής και της σύνεσης, ο Ραζουμίχιν του Αλέξανδρου Μαυρόπουλου, συνθέτει μια αρμονική συγχορδία με τον Ρασκόλνικοφ του Προμηθέα Αλειφερόπουλου, ενώ η μητρική φιγούρα της Σοφίας Σεϊρλή εκπέμπει μια σημαίνουσα, και καθόλα εύγλωττη, λιτότητα, παρά τη θέρμη και το πάθος της αδιαπραγμάτευτης προσήλωσης που περικλείεται εντός της. Η Ντούνια της Στέλλας Βογιατζάκη προσλαμβάνει μια λάμψη συμβόλου και μορφής, ωσάν ηχώ για τη δύναμη της γυναικείας θέλησης που έρχεται από το μέλλον. Τέλος, η Σόνια της Μαριάννας Πουρέγκα, παρά το νεαρό της ηλικίας, αποδίδει με αισθαντικότητα και λυρικότητα έναν χαρακτήρα διχασμένο, αλλά ταυτόχρονα ζωντανό, χάρη στην καταλυτική ισχύ της πίστης.
Οι μουσικές του Φώτη Σιώτα που διαποτίζουν τη σκηνή, και ερμηνεύονται έξοχα από το τσέλο του Τάσου Μυσιρλή, προστίθενται στις ανθρώπινες φωνές ως λυρική αντίστιξη και βαθύτερη αντανάκλαση. Απλές και συγκροτημένες οι σκηνικές δημιουργίες της Θάλειας Μέλισσα βρίσκονται σε αγαστή σύμπλευση με τα «ομιλητικά» κοστούμια του Αλέξανδρου Γαρνάβου και της Τζίνας Ηλιοπούλου, και όλα αυτά σε ένα σκηνικό τοπίο σκοτεινό, όσο και αποκαλυπτικό, υπό τη σκέπη των γλυπτικών φωτιστικών σχεδιασμών του Αλέκου Αναστασίου.
Photo Credit: Μαρίζα Καψαμπέλη
Διαβάστε επίσης:
Έγκλημα και Τιμωρία, σε διασκευή Θανάση Τριαρίδη και σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου στο θέατρο Πορεία