Τα τρία μονόπρακτα- διαμάντια της ελληνικής μεταπολεμικής δραματουργίας-, που απαρτίζουν την «Τριλογία της Πόλης», της Λούλας Αναγνωστάκη: Η διανυκτέρευση – Η πόλη – Η παρέλαση, πρωτοπαρουσιάστηκαν κατά παραγγελία, σε ενιαίο πρόγραμμα το 1965, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και έκτοτε έχουν ευτυχήσει σκηνικά, αυτόνομα ή ως μέρος της τριλογίας, στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό.

Όπως αναφέρει και ο Νικηφόρος Παπανδρέου: «Ένα υπόγειο ρεύμα διαπερνά τα τρία μονόπρακτα και τα συνδέει. Έτσι που, αν και δεν έχουν ενιαίο μύθο, θα μπορούσαμε να τα θεωρήσουμε τις πράξεις ενός τρίπρακτου εργου.»[1]

Οι ήρωες των μονόπρακτων, πρόσωπα τριών γενεών, αν και ασύμβατα εκ πρώτης όψεως μεταξύ τους, αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα μιας εποχής βαθιά τραυματισμένης, που τους δημιουργεί φόβο, ανασφάλεια και τάσεις φυγής. Η μοναξιά και η αδυναμία συνύπαρξης τους έχει υποβάλει σε έναν εγκλεισμό- αυτοεξορία, (Μίμης – Διανυκτέρευση, Κίμωνας – Πόλη, Ζωή και Άρης – Παρέλαση). Με εγγεγραμμένα πάνω τους τα ανεξίτηλα «σημάδια» από πραγματικά ή νοητικά βιώματα ζουν σε ένα κλειστοφοβικό χώρο που έρχεται σε σύγκρουση με τον επικίνδυνο εξωτερικό περίγυρο, ακροβατώντας ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση.

Τρεις ιστορίες που διασταυρώνονται, ζωές κλεισμένες μέσα σε λίγα τετραγωνικά, άνθρωποι που ονειρεύονται, απελπίζονται, φοβούνται, αδυνατούν να επικοινωνήσουν…Μιλάνε άραγε για το χθες, το σήμερα, το αύριο ή το πάντα;

Ο Κωνσταντίνος Χατζής και η Ομάδα Χρώμα, στην παρθενική τους  εμφάνιση στο Ελληνικό Φεστιβάλ, μας υποδέχτηκαν στο Κτίριο Α’ της Πειραιώς 260, παρουσιάζοντας την δική τους σκηνική ανάγνωση για την «Τριλογία της Πόλης», που μας αφορά άμεσα.

Το λιτό και λειτουργικό σκηνικό, της Κατερίνας Αθανασίου, τοποθετημένο πάνω σε ρόδες, στήνεται και ξεστήνεται από τους ηθοποιούς: τρία ξύλινα πατάρια, πάνω στα οποία εκτυλίσσεται η δράση, μια βαλίτσα που περικλείει τραύματα, όνειρα και συναισθήματα, τρία ντουλάπια που στο εσωτερικό τους έχουν καθρέφτες καμαρινιού, πλαισιωμένους με λάμπες –ως φωτιστικές πηγές, χρηστικά σκηνικά αντικείμενα και σύμβολα, στα οποία “κατοικούν” γλυκόπικρες αναμνήσεις του παρελθόντος-.

Η ίδια απλότητα χαρακτηρίζει τα κουστούμια της σκηνογράφου και το ηχητικό περιβάλλον- στο οποίο κατά την γνώμη μου είναι αρκετά αισθητή η απουσία κάποιας μουσικής σύνθεσης-.

Οι φωτισμοί, ένα από τα πιο δυναμικά στοιχεία της παράστασης που επιμελήθηκε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, αποτυπώνουν στους τοίχους του βιομηχανικού κτιρίου τα μη λεχθέντα των ηρώων. Οι χειροκίνητες και ορατές φωτιστικές πηγές, σχεδόν σε όλη την παράσταση, δημιουργούν φωτοσκιάσεις που «κατοικούν» ποιητικά τον χώρο και αναδεικνύουν το ονειροφαντασιακό. Οι σκιές, ως αντεστραμμένα εγώ των ηρώων, αυξομειώνονται, πλησιάζουν, απωθούνται· Το τελικό «black out» και ο ενιαίος φωτισμός της σκηνής συμβολίζουν το πέρασμα από το όνειρο στην πραγματικότητα, από τον ιδιωτικό χώρο στον δημόσιο, από την προσωπική αδράνεια στη συλλογική συνείδηση..

Ο σκηνοθέτης, σεβόμενος απόλυτα το δραματικό υλικό, με βοηθό τη Γεωργία Λένη, οδηγεί την παράσταση από τον ρεαλισμό στην απόλυτη αφαίρεση, καλώντας  το κοινό να εισχωρήσει στο βαθύτερο υπόστρωμα του κειμένου, για να συναντηθεί με τις αγιάτρευτες φοβίες και εμμονές των προσώπων, που παίρνουν καθολικές διαστάσεις. Τέσσερις  ηθοποιοί σε εναλλασσόμενους ρόλους, παρόντες επί σκηνής καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, συνθέτουν το πολύχρωμο ταμπλώ των οχτώ προσώπων της Τριλογίας. Αυτή η ενδιαφέρουσα ιδέα στην πορεία προς την σκηνική της πραγμάτωση κάπου λοξοδρόμησε..

Ο Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος –που επωμίστηκε τρεις ρόλους, οι οποίοι απαιτούν έναν πολυσχιδή ηθοποιό με πλατιά ερμηνευτική γκάμα- στον ρόλο του Μίμη, ενώ είχε αρκετές καλές στιγμές, δεν κατάφερε να αποδώσει με σαφήνεια τα βαθύτερα υπαρξιακά του αδιέξοδα. Με παρτενέρ την Κίττυ Παϊταζόγλου, που ξεχωρίζει για την φωνητική της δεινότητα ως Σοφία, επιδίδονται σε ένα διάλογο ασυνεννοησίας, ή καλύτερα δύο παράλληλους μονολόγους – εξομολογήσεις, αναδεικνύοντας σε ικανοποιητικό επίπεδο τη μη επικοινωνία, την αδυναμία προσέγγισης και κατανόησης της προσωπικότητας του άλλου και ταυτόχρονα την ζωτική ανάγκη της απόλυτης ταύτισης.

Ο ίδιος ηθοποιός, στην Πόλη, μετακινήθηκε στο ρόλο του Κίμωνα, τον οποίο έπλασε πειστικά αλλά χωρίς ιδιαίτερες εμβαθύνσεις στην αμφισημία του. Σ’ αυτό το μονόπρακτο θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να έχουμε μία διαφορετική διανομή: ο Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος να ενσαρκώνει τον αινιγματικό φωτογράφο και ο Γιώργος Συμεωνίδης, που δεν κατάφερε να αποκαλύψει τον αθέατο θρυμματισμένο ψυχικό κόσμο του εν λόγω σύνθετου προσώπου, να υποδύεται τον Κίμωνα.

Η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, με τα -αδιαμφισβήτητα- πλούσια εκφραστικά της μέσα, αποδίδει την εύθραστη αισθαντικότητα και τρέλλα στην σκηνική υπόσταση της γειτόνισσας, αλλά ερμηνεύει κάπως σχηματικά τον ρόλο της Ελισάβετ, χωρίς να εμβαθύνει ιδιαίτερα στις λεπτές αποχρώσεις της ψυχοσύνθεσής της. Νομίζω γενικότερα, πως επικρατεί μία υποκριτική ασυμμετρία στη διδασκαλία του θιάσου, που δεν ευθυγραμμίζεται σε μία ενιαία σκηνοθετική αντίληψη.

Και ερχόμαστε στην Παρέλαση-ένα κείμενο πολυφωνικό και πολυεπίπεδο, με βαθιά πολιτικά μηνύματα- που παρουσιάστηκε κατά τη γνώμη μου με στατικότητα, χωρίς τις απαραίτητες εναλλαγές στις ποικίλες δραματικές αποχρώσεις. Στην προσπάθεια να αποδοθεί με ακρίβεια η λεκτική πυκνότητα, η ποίηση και η αλληγορία του ιδιαίτερου λόγου της συγγραφέως, μέσα από το φίλτρο του σκηνοθέτη, οι δύο σίγουρα ικανοί ηθοποιοί, που υποδύονται τα δύο τραυματισμένα παιδιά: Κίττυ Παϊταζόγλου (Ζωή) και Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος (Άρης), με ένα γκρενά πλεκτό και κόκκινες βαρκούλες, αντίστοιχα, στα χέρια, βρέθηκαν μετέωροι μεταξύ κειμενικής και σκηνικής ανάγνωσης.

Άριστα συντονισμένοι (Επιμέλεια κίνησης: Χριστίνα Βασιλοπούλου) και άξιοι μνείας, κατά τη γνώμη μου, οι: Γιάννης Ντάσιος, Έλενα Τζώρτζη, Δημοσθένης Μπουντούρης, Βασιλική Σταμούλη, που πλαισιώνουν τους 4 ηθοποιούς ως παθητικοί παρατηρητές ή διεκπεραιώνουν τεχνικά ζητήματα πρακτικής φύσης (μεταφορά σκηνικών αντικειμένων, χειρισμός φωτισμού, παραγωγή ήχων) ή συμμετέχουν ενεργά στα όσα διαδραματίζονται, ειδικά στο φινάλε όπου αποκτούν σκηνικό λόγο στο τελικό αιχμηρό σχόλιο του σκηνοθέτη για τις ανθρωποφαγικές σχέσεις και την αγριότητα της σύγχρονης εποχής.

Σίγουρα οι αντηχήσεις που προκλήθηκαν από τα αναγκαία βοηθητικά τεχνολογικά μέσα, η κακή ακουστική και οι ηχητικές παρεμβολές της Πειραιώς που «εισέβαλλαν» στον χώρο –αρνητικά στοιχεία στις περισσότερες παραστάσεις της φετινής φεστιβαλικής διοργάνωσης- δυσκόλεψαν τον πολλά υποσχόμενο σκηνοθέτη και την ομάδα του σ’ αυτή την αξιόλογη προσπάθειά τους να εμφυσήσουν σκηνική ζωή στον εφιαλτικά επίκαιρο και προφητικό λόγο της Αναγνωστάκη, που ακούγεται σαν κραυγή σε κάθε τόπο και κάθε εποχή…

Εν τέλει, αυτό που μένει, αν και έχουν περάσει σχεδόν 40 χρόνια από το 1965, είναι η εφησυχασμός και η απάθεια των ανθρώπων μπροστά στα όσα συμβαίνουν. Η μη συμμετοχή είναι καταστροφική· Η ανάγκη για επικοινωνία, αντίσταση και διεκδίκηση του δικαιώματος για μία καλύτερη ζωή, είναι πιο επιτακτική από ποτέ.

Τα λόγια της Ζωής στον Άρη νομίζω πως τα λένε όλα: «Ανοίξε το παράθυρο. Φώναξε, κάνε κάτι!».
*Φωτογραφίες:
1. Γεωργία Λένη
2 και 3: Εύη Φυλακτού


[1] (Απόσπασμα από κριτική του για την παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, περ. Επιθεώρηση Τέχνης, αρ.124-125 , Απρίλιος-Μάιος 1965.)