«Οι νέοι δεν έχουν κακές διαθέσεις. Είναι μάλλον καλοί, επειδή δεν είδαν ακόμη πολλά παραδείγματα διεφθαρμένων ανθρώπων. Είναι ευκολόπιστοι, επειδή ακόμα δεν τους έχουν εξαπατήσει συχνά»
Αριστοτέλης – «Ήθη των νέων»
Ένα από τα συστατικά που κάνουν μια παράσταση ξεχωριστή, ανεξαρτήτως σκηνοθετικής και υποκριτικής κατεύθυνσης, είναι ο χώρος που επιλέγεται για να οικοδομηθεί η δράση. Και ως προς αυτό ο «Ρήσος» της Κατερίνας Ευαγγελάτου, κέρδισε τις εντυπώσεις, μιας και πραγματοποιήθηκε στο Λύκειο του Αριστοτέλη, έναν αρχαιολογικό τόπο-κρυφό διαμάντι στην καρδιά της Αθήνας. Δίπλα σε παλιές αστικές πολυκατοικίες και δρόμους με ανθισμένες μπουκαμβίλιες, με περαστικούς να παρακολουθούν ξαφνιασμένοι τα δρώμενα, εκτυλίχθηκε η –σε αρκετούς άγνωστη- ευριπίδεια (;) τραγωδία.
Στην Τροία, την εποχή του μεγάλου πολέμου, ο Έκτορας στέλνει τον Δόλωνα να κατασκοπεύσει τους Αργείους και εκείνος ζητά αντάλλαγμα τα άλογα του Αχιλλέα σε περίπτωση νίκης. Όμως, ο Οδυσσέας με τον Διομήδη, τον συλλαμβάνουν και έτσι μαθαίνουν τον τρόπο για να εισχωρήσουν στο στρατόπεδο του εχθρού. Εκείνη την ώρα, στην Τροία φτάνει ο βασιλιάς της Θράκης, Ρήσος, για να βοηθήσει στην μάχη και η Αθηνά καθοδηγεί τους Έλληνες να σκοτώσουν εκείνον αντί του Έκτορα. Από την άλλη, ο Ηνίοχος, παρακολουθεί το έγκλημα μα δεν εντοπίζει ποιος το έπραξε και κατηγορεί τον Έκτορα. Τότε, η μητέρα του Ρήσου, η Μούσα, παρακαλεί την Περσεφόνη να αφήσει το γιο της αθάνατο, κρυμμένο στο Πάγγαιο. Την επόμενη μέρα οι Τρώες, ετοιμάζονται για την κορυφαία επίθεση ενάντια στους Έλληνες, χωρίς τον Ρήσο στο πλευρό τους…
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Πολλά έχουν ειπωθεί κατά καιρούς για την «πατρότητα» του έργου. Αμφισβητείται ότι συγγραφέας του είναι ο Ευριπίδης λόγω της μετρικής μορφής του, την ύπαρξη δύο «από μηχανής θεών» και την έλλειψη τραγικότητας της βασικής ιδέας. Επιπλέον, κάποιοι έχουν ισχυριστεί κατά καιρούς ότι η δομή του κειμένου, παραπέμπει περισσότερο στο Σοφοκλή. Παρόλα αυτά, επικράτησε η άποψη πως ανήκει στον Ευριπίδη και συγκαταλέγεται ανάμεσα στα νεανικά του, πρώιμα έργα. Η συγγραφή του υπολογίζεται γύρω στο 455-450 π.Χ.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου προσπάθησε να συνδέσει τα αριστοτελικά κείμενα «Τόπος», «Περί ενυπνίων», «Ήθη των νέων», συνοδευμένα από σωματικά δρώμενα που το κοινό παρακολουθεί περπατώντας, με την αρχή του Ρήσου, όπου ο Έκτορας ξυπνά αλαφιασμένος από όνειρο. Μεγαλόπνοο εγχείρημα που αφήνει καλές εντυπώσεις, ειδικά ως προς τη χρήση του μεγάλου χώρου. Σε αυτό βοηθά πολύ η εμπνευσμένη χορογραφία της Πατρίσιας Απέργη. Όσον αφορά στο κύριο έργο, τα ξύλινα σπαθιά, τα χάρτινα «ναπολεόντεια» καπέλα και τα κοντά παντελονάκια, παραπέμπουν σε εικόνες άλλης εποχής, μια πιθανή «σάτιρα» του πολέμου, ιδωμένη μέσα από μάτια νεανικά, πιο αθώα ίσως. Μα υπήρξαν και επιλογές με αμφίβολο αποτέλεσμα. Μία από αυτές είναι η επιτακτική ανάγκη της σκηνοθεσίας να εκμεταλλευτεί ολόκληρο το χώρο και έτσι το αποτέλεσμα, μπορεί να ήταν εντυπωσιακό οπτικά, όμως υπήρξαν στιγμές που κατάπινε τη δράση και τους ίδιους τους ηθοποιούς. Σημαντικοί αρωγοί στην πρωτότυπη προσπάθεια ήταν η καθηλωτική μουσική σύνθεση του Λευτέρη Βενιάδη με την τάξη κρουστών του Ωδείου Αθηνών, τα εξαιρετικά, σχεδιασμένα για την περίσταση κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, που υπηρέτησαν αισθητικά τη σκηνοθετική έμπνευση και οι εμβληματικοί φωτισμοί των Γιώργου Τέλλου και Στέλλας Κάλτσου. Η μετάφραση του Κώστα Τοπούζη φαντάζει κάπως απλοϊκή και έχει επεξεργαστεί δραματουργικά από την ίδια τη σκηνοθέτιδα.
Ως προς τους ηθοποιούς, ξεχωρίζουν ο Ορφέας Αυγουστίδης ως «Ρήσος» και ο Αργύρης Πανταζάρας ως «Έκτορας», ο μεν πρώτος για την μεστότητα της συνολικής ερμηνείας και ο δεύτερος για την ενέργεια και το άρτιο, κινησιολογικό κομμάτι του ρόλου του, που εντυπωσιάζει. Ο υπόλοιπος θίασος, αποτελείται από τους Προμηθέα Αλειφερόπουλο («Ηνίοχος»), Αντριάν Κολαρίτζ, Γιώργο Κουτλή, Ερρίκο Μηλιάρη, Λευτέρη Πολυχρόνη, Δημόκριτο Σηφάκη, Ουσίκ Χανικιάν, Ηλία Χατζηγεωργίου, που ακολουθώντας τις οδηγίες, απέδωσαν ό,τι τους ζητήθηκε, έστω και αν δεν ήταν εφικτή κάποια υπέρβαση, ενώ ως προς τη σωματική εκτέλεση ήταν σαφώς πολύ καλύτεροι.
Ο «Ρήσος» της Κατερίνας Ευαγγελάτου, είχε πρόθεση πρωτοτυπίας και μένει κυρίως στη μνήμη για το εντυπωσιακό οπτικό αποτέλεσμα σε έναν εξίσου ενδιαφέροντα φυσικό σκηνικό χώρο.