Το 2023 αποτέλεσε μία από τις χρονιές με πλούσια παραγωγή και ηχηρές θηλυκές φωνές, επιλογή της οποίας σας παρουσιάζουμε.
Δύο θηλυκές εκδοχές της νέας παραστατικότητας
Η χρονιά που μας πέρασε ξεκινά με το tour de force “Μετάβαση”, την ατομική έκθεση της Μανταλίνας Ψωμά στην γκαλερί Α. Αντωνοπούλου. Εξωτερικές και εσωτερικές σκηνές όπου η αμφισημία τους λειτουργεί με αυτό που ο Edmund Burke, στην αναζήτηση του Υψηλού, θα χαρακτήριζε αρνητική απόλαυση, τραβούν τον αμφιβληστροειδή στο παράξενο κέντρο τους. Η πυκνή ατμόσφαιρα της μοναξιάς κόβεται με το μαχαίρι, όπου φύση και ανθρώπινη αρχιτεκτονική αποκτούν έναν ενσώματο και μαζί απόκοσμο χαρακτήρα. Ένα νέο παιδί μοιάζει να αναπολεί στιγμές οικογενειακής ευτυχίας σε μία βόλτα μπροστά από ένα ιμπρεσιονιστικό τοπίο, ένα κορίτσι φαίνεται χαμένο μέσα σε ένα σχεδόν ανθρωπομορφικό δάσος, μία ηρωίδα των 40ς ατενίζει έναν Χιτσκοκικό πύργο, ένα σχεδόν πρωτόπλαστο ον εκδιώκεται από την Εδέμ. Η “Απόφαση”, το εσωτερικό με τη γυναίκα που φέρει ένα λαμπερό υγρό βλέμμα, περιέχει ακόμα πιο παράξενες προοπτικές και ζοφερές παλέτες, μεταμορφώνοντας το εγκόσμιο σε κάτι αλλόκοτο, μεταφέροντας ότι κάτι περισσότερο υπάρχει πέρα από την επιφάνεια. Η Ψωμά πετυχαίνει να ζωγραφίσει τον αέρα στο δωμάτιο, βαρύ από υγρασία, σαν να τυλίγονται όλα σε ημιδιαφανή γάζα, κρατώντας την ανάσα μπροστά στις σταγόνες που ετοιμάζονται να κυλίσουν από τα μάτια. Τα έργα τα διατρέχει μια αίσθηση σιωπηλής ατέρμονης αναμονής και εσωτερικής πάλης, καθώς και μια σωματική ανάγκη για καταφύγιο, ως μέσο αντιμετώπισης μιας αδιόρατης απειλής.
Αυτή η υπόκωφη ένταση που ενυπάρχει ανάμεσα σε πράγματα που πρόκειται να πέσουν ή να ξεπηδήσουν από τα αδειανά παράθυρα ή τις φυλλωσιές, δημιουργεί μια σχέση με τον ίδιο το χρόνο, εκείνη την τεντωμένη στιγμή ακριβώς πριν από το τέλος, όταν κάτι άλλο θα συμβεί, όταν είναι ακόμα όλα πιθανά και τίποτα δεν έχει αποφασιστεί ακόμα, τη στιγμή των απρόσμενων δυνατοτήτων. Αυτό καθιστά την πράξη της ζωγραφικής περιεκτική, λογοτεχνική και συνάμα κινηματογραφική, προσφέροντας στον αναγνώστη-θεατή ένα πλέγμα αφηγήσεων.
Η Χριστίνα Κάλμπαρη, στην ιδανική για περισυλλογή Βιβλιοθήκη της ΕΣΗΕΑ, παρουσιάζει το “Δελτίο Απόντων” ωσάν να εικονογραφεί με οδυνηρή ψυχραιμία την Κοινοτοπία του Κακού της Χάνα Άρεντ, έχοντας κατά πως φαίνεται μελετήσει πολύ βαθιά και με προσωπική, εσωτερική ανάγκη, τις πτυχές της πιο σκοτεινής περιόδου της ανθρωπότητας. Εικόνες αδειανές, ψυχρές, επιμελώς ξεθωριασμένες, απο-θανατίζουν άγνωστες στιγμές στις κουίντες ενός θεάτρου ανείπωτης σκληρότητας, που πιθανόν να συνέβησαν ή και όχι στον απόηχο του μεγάλου άλγους της ανθρωπότητας 80 χρόνια πριν.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ακόμα και οι τίτλοι είναι στακάτοι και ερμητικά μονολεκτικοί. Στη “Μεταφορά”, ο σταθμάρχης ατενίζει ένα άδειο τρένο χωρίς προορισμό μέσα στο ψυχρό χειμωνιάτικο τοπίο. Λίγο πριν σε αυτό είχε αποβιβαστεί μια γυναίκα με τη βαλίτσα της. Αλλού, μια γυναίκα σε κανό, εικόνα που θυμίζει Peter Doig, φαίνεται τόσο εξασθενημένη ώστε να μην παρατηρεί τη λευκή φασματική παρουσία εμπρός της. Η ίδια η φύση φαντάζει Αλπική και δυσπρόσιτη, γεμάτη αναπόδραστα εμπόδια. Και κάποτε όλα σβήνουν σε μία πύλη, στο χειμωνιάτικο “Άουσβιτς”, που στέκεται μπροστά μας σαν το Toteninsel του Bocklin, εκεί όπου τελειώνουν οι ράγες και ο δρόμος, μαζί με τη λογική. Μέσα του επιβάλλεται η “Πειθαρχία”, με μια γυναίκα όρθια ανάμεσα σε γυμνά σαρωμένα κορμιά που χρειάζεται να σκύψουμε για να αφουγκραστούμε την ύπαρξη κάποιας ανάσας. Στην “Εργασία”, ένας φέρελπις φύρερ μαζί με έναν νεαρό επιβλέπει μία ριγέ στολή στρατοπέδου συγκέντρωσης. Πιθανόν το ρούχο να προέρχεται από τον ανατριχιαστικά αδειανό “Κοιτώνα”. Διάφοροι τρόποι απώλειας συνείδησης περιγράφονται επιγραμματικά σαν απλές καθημερινές εργασίες, όπως όταν ένα αγγελικό κορίτσι ετοιμάζει μία αγχόνη ή κάποιος που δένει τα μάτια σε έναν μελλοθάνατο. Κάπου εκεί υπάρχει και το “Εξεταστήριο”, με ένα πάγκο κι ένα κρεμασμένο καλώδιο, που μάλλον δεν μοιάζει να αναφέρεται σε παροχή φροντίδας αλλά στην επιβολή φριχτού πόνου.
Για επίλογο, η “Είσοδος στην Αίθουσα Αερίων” παρουσιάζει ένα ακόμη ήσυχο τοπίο, που το χαρακώνει ένα βαθύ, σκοτεινό χαντάκι. Δίπλα του, το “Κρεματόριο” σε μια απόκοσμη ασημένια απόχρωση του γκρι, απορροφά όλο τον πόνο μέσα στις μικρές αψίδες των φούρνων του, αναδύοντας μοναχά το αδιόρατο φίλτρο της λήθης. Παραπεταμένο πιο πέρα, ένα κυλινδρικό κουτί “Zyklon B” έχει σκορπίσει τις θανατές φυσαλίδες του που λαμπυρίζουν σαν πολύτιμοι λίθοι. Ανάμεσα στα βιβλία του χώρου, ελλοχεύει το “Δίλημμα”, το πορτρέτο του φορέα του Κακού, στη χαρακτηριστική πόζα του Νάρκισσου, που σκύβει πάνω από το θωλό καθρέφτισμα του/μας. Σε μια αντίστοιχη πόζα μπροστά στον αληθινό καθρέφτη, πάλι δεν καταφέρνει να δει το είδωλο του αφού ακόμα και αυτό τον αποστρέφεται. Αργότερα τον βλέπουμε με τα νώτα στραμμένα στο θεατή, να αναχωρεί προς την “Ερημιά”. Εκείνη που ο ίδιος δημιούργησε.
Η Φύση εντός μας
Η Ηώ Αγγελή από την γκαλερί Ζουμπουλάκη επιχειρεί ένα “Slalom” από τη φύση στη μνήμη. Φυτικό και ανθρωπογενές, το περιβάλλον κυριαρχεί σαν ένας ενιαίος χώρος, χωρίς εμπόδια που μας αγκαλιάζει τρυφερά όλους. Ο υπερεαλιστικός σκελετός των έργων, χωρίς προοπτική ή trompe l’oleil, και η τονική αίσθηση παλιάς φωτογραφίας μαζί με τα σπαράγματα οικείων βιωμάτων που φύονται δίπλα στην οργιώδη βλάστηση, κάνουν πιο εμφανή το σύνδεσμο μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, πραγματικότητας και ειδώλου, υπαρκτού και πλασματικού, αναμενόμενου και απρόβλεπτου, αλλά και μεταξύ πατρίδας και ξένου τόπου.
Αν και η σταδιακή αφαίρεση κυριαρχεί των επιλογών της εικαστικού, ο τρόπος που κατασκευάζει την οπτική της μορφή παραμένει αναγνωρίσιμος και συμβάλλει στη δημιουργία ατμόσφαιρας, συνήθως μιας βουβής αναμονής. Το σύγχρονα οικήματα στο φόντο ενισχύουν το συναίσθημα θυμίζοντας σπίτια ταινιών αγωνίας. Παρ’ όλα αυτά, είναι η μεταφυσική απεραντοσύνη του τοπίου που κυριαρχεί στην καλλιτεχνική μνήμη και μεταφράζεται ως η Μεγάλη Μοναξιά της ίδιας της ζωγραφικής πράξης. Η οποία έξαφνα μεταμορφώνεται σε μεγάλους κίτρινους σπόρους και βλασταίνει αναπάντεχα στις εφησυχασμένες γωνιές του αστικού βίου.
Είναι κάποιες εκθέσεις που νιώθεις ότι ειπώθηκαν όλα όσα αφορούν μια αγωνιστική διάθεση για ζωή. Η “Lorem Ιpsum”, η πολυμεσική εγκατάσταση της Λυδίας Δαμπασίνα στο Κέντρο Τεχνών του Πάρκου Ελευθερίας, υπό την επιμέλεια του Χριστόφορου Μαρίνου, αναφέρεται στην παράλληλη πραγματικότητα που ζούμε χωρίς να ζούμε, σαν τα κείμενα που δημιουργούνται όχι για να προβάλλουν κάποιο νόημα αλλά μόνο τα γραφιστικά χαρακτηριστικά του λόγου. Πώς λοιπόν καταφέρνει να σβήσει την απλή τεχνική της κατασκευής λόγου και να αρθρώσει ένα σύγκορμο μανιφέστο; Με έργα-ενσαρκωμένους φθόγγους, όπως οι τρεις αιωρούμενοι σταυροί από κλαδιά βελανιδιάς που ταρακουνάνε τον θεατή σαν εκκρεμές, για να συλλογιστεί τον άρρηκτο, κρίσιμο δεσμό της ζωής με τη φύση. Ή η πέτρα από συμπυκνωμένη μισαλλοδοξία που χρησιμοποιούν στο Ιράν να λιθοβολήσουν ανυπάκουες γυναίκες. Ή η φράση “Your Signature is Needed” που φουσκώνει κάποιους με δικαιωματισμό, ότι η πορεία καναπές-γραφείο-πληκτρολόγιο-υπογραφή καταξιώνεται ως μορφή κοινωνικής αντίδρασης. Όπως κι άλλο ένα αντι-μνημειακό έργο, οι αποδείξεις αγορών, περασμένες σε βέργα σαν γιγάντιο σουβλάκι καταναλωτισμού.
Και για να συνεχίσουμε στο σημασιολογικό πεδίο της γλώσσας, ανάμεσα σε αυτά τα ηχηρά επιφωνήματα, υπάρχουν και τα σιωπηρά αποσιωπητικά, όπως μία στήλη με ξερά κλαδιά τριανταφυλλιάς, ως η θρηνητική οπτική ποιητική στην επελαύνουσα απώλεια της βιοποικιλότητας, όπως και η παύλα-κηλίδα, σε μαύρο χρώμα επάνω στο ασπρόμαυρο σχέδιο του ανθρώπου-δέντρου. Οι λέξεις όμως δύνανται να μεταφέρουν το μεγάλο Μυστικό της Ζωής ζωντανεύοντας με μια μόνο ανάσα την πίστη στην εφήμερη μα παντοτινή ίαση μέσω του έρωτα- δύο βίντεο τα οποία διατρέχουν 5000 λέξεις που αντάλλαξε η εικαστικός με όσους αγάπησε, βαθαίνουν μέσα μας τον ορισμό της Ευτυχίας.
Στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης Αγγελικής Χατζημιχάλη η Κατερίνα Κατσιφαράκη επιθυμεί να γιάνει τις πληγές της γης, πλάθοντας διόδους για να γίνει ακουστή “Η Φωνή των Πραγμάτων”. Δουλεύει με φυσικά υλικά που φέρουν μεταφυσικές έννοιες για την ποίηση του σύμπαντος μέσα στο χρόνο. Πλάθει ζυμάρι, αργά και μεσμερικά, όπως θα έπλαθε έναν νέο καλύτερο κόσμο σε αρμονία με τη φύση. Η ζύμη χαϊδεύεται από τα επιδέξια χέρια της εικαστικού και εναποτίθεται επάνω στα βράχια της Σικίνου, παίρνοντας τη φόρμα τους, σαν προστασία και ως ανάθημα. Το αλεύρι σμιλεύεται επάνω στο σώμα του βράχου, γίνεται κέλυφος που αγκαλιάζει τη μητέρα των πάντων, τη Γη. Έτσι το έδαφος, οι πέτρες, η αρχαϊκή χθων, ανακτούν τη ζωοφόρο τους δύναμη ως θραύσματα ουράνιων σωμάτων, πλούσια σε αλχημικά συστατικά που σε μια έκρηξη συμπαντικής γονιμότητας σκόρπισαν στις εσχατιές των οριζόντων για να δημιουργήσουν το θαύμα. Ο θεατής νιώθει να γεύεται αυτή τη γενεσιουργό αλμυρή ύλη στα χείλη του, παρακολουθώντας στο βίντεο “Αλάτι” την εικαστικό να αποτυπώνει τις αργές κινήσεις των κρυστάλλινων νιφάδων του θαλασσινού αλατιού στον τόπο της φυσικής παραγωγής του. Οι φωτογραφίες από το απόκοσμο τοπίο των αλυκών και τα μικρά ζυμαρένια γλυπτά κτερίσματα στον πάνω όροφο αναπτύσσουν συνομιλίες με τα υπόλοιπα εκθέματα του Μουσείου, καθώς αφηγούνται ιστορίες από την αρχέγονη πορεία της ύλης μέσα στο διαχρονικό μουσείο της γης.
Το υλικό της ζύμης γίνεται οικείο καλλιτέχνημα όταν απλώνεται να στεγνώσει σαν δαντελωτό λινό ύφασμα παραδοσιακής χειροτεχνίας. Ο τρόπος με τον οποίο αυτό κοκαλώνει σαν πετρωμένη ιερά σινδόνη, συνομιλεί με το επέκεινα, έχοντας διανύσει το μονοπάτι της Συντάραξης, από τον Έρωτα στο Θάνατο. Συνολικά η έκθεση αποτελεί μία τελετουργία αρτοκλασίας, προσφέροντας σώμα και αίμα σεβασμού στον πλανήτη μας και στα δημιουργήματα του, έμψυχα και άψυχα, ως έργα μίας τέχνης απτής και σεπτής, ταπεινής και υψηλής μαζί.
Από τη Σίκινο διασχίζουμε τους ωκεανούς προς ένα μεγαλύτερο νησί down under, την Αυστραλία, όπου κάπου στο δυτικό κομμάτι της, κοντά στον ποταμό Margaret Water, η Δανάη Στράτου επιχειρεί να εμφανίσει το αόρατο: “Water Traces-Making the Invisible Visible”. Όπως κάθε πιστός εργάτης της land art έτσι και η Στράτου ψυχανεμίζεται πρώτα το τοπίο, στο οποίο έγινε δεκτή να κάνει residency και να παρουσιάσει το ερευνητικό της έργο τον περασμένο Νοέμβριο/Δεκέμβριο, και κατόπιν στέργει να αφουγκραστεί τα μυστικά του. Ενώ το μέγεθος της περιβαλλοντικής τέχνης υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα, το συγκεκριμένο έργο είναι τόσο λεπτοφυές και αδιόρατο που κάλλιστα θα μπορούσε να κυλά σαν καλλιγραφία από μελάνι σε γιαπωνέζικο χαρτί.
Έχουμε ένα μεγάλο χωράφι όπου περίπου στο κέντρο του βρίσκεται ένα άνοιγμα με νερό, μία μικρή λίμνη σαν ομφαλός, μία αιδοιόσχημη, αναβλύζουσα πηγή ζωής. Με τη βοήθεια της αρχαίας σαμανιστικής τέχνης της ραβδοσκοπίας η Στράτου σχεδιάζει ένα ρέοντα χάρτη από μικρότερα ποταμάκια, ρυάκια και υδάτινα δρομάκια που διατρέχουν το υπέδαφος, άχρονα και αμέριμνα για ότι κοσμοϊστορικό μπορεί να διαδραματίζεται στην επιφάνεια, να πάλλονται αέναα ωσάν οι φλέβες της γης που την οξυγονώνουν με τους αρχέγονους αρμονικούς ρυθμούς τους. Αυτή η θεία αδιαφορία της φύσης για την επουσιώδη ύπαρξη μας συστήνει το αληθινό Υψηλό.
Ένα μικρό χορτοκοπτικό μηχάνημα υιοθετεί το ρόλο του πινέλου, σχεδιάζοντας τα αραβουργήματα του υπόγειου υγρού δικτύου στην επιφάνεια του εδάφους, δημιουργώντας μία ακτινογραφία του ‘κάτω κόσμου’. Η επέμβαση της εικαστικού είναι η ελάχιστη δυνατή, ως σχόλιο στην εκμετάλλευση της γης από τους απανταχού αποικιοκράτες που λάτρευαν να θερίζουν τα λογής πλούτη των νέων για αυτούς ηπείρων. Εδώ δεν επιθυμεί κανείς να εξορύξει σπάνιες γαίες. Η ίδια η γη λογίζεται ως θησαυρός ζωτικής γνώσης και αφήνεται να αναπνεύσει για να ψιθυρίσει τα μυστικά της πολύπλοκης και ευαίσθητης λειτουργίας της στους περιπατητές της.
“Θέλω να Γίνω ο Ήρωας της Ιστορίας μου” αποτελεί τον τίτλο-κατάφαση στη μακριά πορεία των αγώνων για την ισότιμη αντιμετώπιση της θηλυκής καλλιτεχνικής φύσης στη νέα έκθεση της Άρτεμις Ποταμιάνου, η οποία συνεχίζεται ως τις 16/3 στη Γκαλερί ΕΝΙΑ. Μέσα από 5 ενότητες έργων, η Άρτεμις Ποταμιάνου αφηγείται τρόπους αντιμετώπισης των περιορισμών που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες δημιουργοί μέσα από τα συμβολικά πλέγματα, φράχτες, κλουβιά και αναχώματα μιας πατριαρχικής κοινωνίας. Η εικαστικός δημιουργεί κανάβους από συρματόπλεγμα όπου επάνω τους υφαίνει με κόκκινη κλωστή στίχους από τα σημαντικότερα ποιήματα της Emily Dickinson και της εμπνεύστριας της, της Emily Bronte, ως τρισδιάστατη σπουδή στο πλέγμα αξιών, κοινωνικών προβολών και συναισθηματικών επιλογών, που περικλείουν την ουσία της θηλυκής αυτεπίγνωσης και αυτενέργειας. Η Ποταμιάνου δίνει τη δική της ζωγραφική ερμηνεία των έργων ακόμα μίας σημαντικής δημιουργού που έμελλε να μείνει στη σκιά του πατρός της, της May Morris, ζωγραφίζοντας ωδικά πτηνά και ‘ξεχύνοντας’ το περίτεχνα φυτικά της σχέδια από τα γεωγραφικά όρια του έργου. Ο σκληρός, άτεγκτος και αναπόδραστος καμβάς, που θα μπορούσε να συμβολίσει τη συνθήκη μιας ζωής που περιβάλλεται και ορίζεται από πρέπει και μη, από αφηγήματα και προκαταλήψεις περί το ανήκειν και το ανοίκειο, από φυσικά και νοητά σύνορα, αυτή η τόσο ψυχρή υλικότητα, τώρα διατρέχεται από άλικες, σχεδόν αιμάτινες φράσεις-κραυγές που εκφράζουν την αδήριτη ανάγκη της ανθρώπινης φύσης να γδάρει τις εξωτερικές στιβάδες των επίκτητων περιορισμών του υπερεγώ, και να δηλώσει παρούσα ως αυτόνομη ύπαρξη. Την ίδια στιγμή μία ομάδα γυναικών καλλιτεχνών που κατάπιε η λήθη της ιστορίας, επανεμφανίζονται ως οι άγνωστες απόστολοι σε έναν μυστικό δείπνο όπου η τέχνη συνομιλεί με τη ζωή στα χαρακώματα.
Τρεις ακόμα γυναίκες εικαστικοί αφήνονται ιστορίες από το απαλό θρόισμα των εποχών αλλά και το άγγιγμα της ανθρώπινης σκληρότητας, δημιουργώντας διαφορετικές ελεγειακές απεικονίσεις η καθεμία.
Η Λίλα Πολενάκη στη γκαλερί Μπαταγιάννη μας διηγείται βοτανολογικές ιστορίες “Περί Τρυφερών Πραγμάτων” και άλλων ανθοϊαμάτων. Κεντήματα, δαντέλες, εργόχειρα φέρνουν αναπάντεχα στο νου ξανά την Morris και το φόβο του ασχεδίαστου κενού, όταν το μάτι αναγνωρίζει στα μοτίβα κομμάτια μνήμης από ένα παρειδωλιακό σύμπαν θηλυκού εγκλεισμού. Παιδιά, πουλιά και φρούτα ξεπηδούν σαν το ανυπάκουο παιδί μέσα μας που είναι ακόμα μαζί μας, και που ως άλλος Ντόριαν Γκρέυ δεν φθάρηκε ποτέ. Πυκνές οι διαδρομές που ακολουθεί το μάτι μέσα στα κεντητά ζωγραφικά της Πολενάκη, που μοιάζουν να αποπνέουν ένα βαρύτιμο άρωμα μπουντουάρ και ανατρέχουν στη διαχρονικότητα των έργων του Ματίς.
Η Sung Tieu στη γκαλερί Intermission μας μεταφέρει από το φυσικό στο αστικό περιβάλλον του Βερολίνου. Φωτογραφίζει την ανεπιθύμητη χλωρίδα της πόλης, τα ζιζάνια που φυτρώνουν στα περβάζια και τα βρύα που ξεφυτρώνουν από τις χαραγματιές, σαν σχόλιο της αντιμετώπισης από τους γηγενείς Γερμανούς της οικογένειας της που μετοίκισε από το Βιετνάμ τη δεκαετία του 80 ως φτηνό εργατικό δυναμικό, στεγαζόμενο σε ένα γκετοποιημένο συγκρότημα στην άκρη της πόλης, το οποίο έχει πια εγκαταλειφθεί και καταληφθεί από μια άναρχη φύση. Η ευαίσθητη αυτή φωτογραφική σειρά μας φέρνει στο μυαλό το έργο της Maria Theresa Alves “Seeds of Change” που παρομοίαζε τις μετακινήσεις πληθυσμών σαν τους ξενιστές σπόρους που υπάρχουν στο έρμα των πλοίων και φύονται αναπάντεχα σε ξένους τόπους.
Επισκευάζει κλαδιά- “Fixing Branches” η Κλεοπάτρα Τσαλή, με την επιμέλεια των Ammophila, στο artist run space Cabane Athens, επιχειρώντας ένα απονενοημένο kintsugi στην πληγωμένη φύση γύρω μας. Κλαριά με περίτεχνα δεσίματα εμπνευσμένα από την γιαπωνέζικη τεχνική ανθοδεσίματος Ikebana, συνδυασμένα με ότι ετερόκλητο φυσικό υλικό έχει φέρει κοντά μας ο άνεμος, ορθώνονται σαν εξαρθρωμένα, αντιστασιακά αερικά, μοναχικά σκιάχτρα και ξόανα μπροστά στη σκοτεινή χοάνη της φθοράς και της λήθης.
Το ένδυμα αποτελεί το υλικό που καλύπτουμε τη φύση μας μας εξηγεί η Σπυριδούλα Πολίτη με τα “Άφατα Φορτία” στη γκαλερί Έκφραση-Γιάννα Γραμματοπούλου, με την επιμέλεια της Κατερίνας Κοσκινά, σε μία έκθεση πλήρως βιωματική. Η εικαστικός παίρνει τα ρούχα της που ακόμα αναδύουν άρωμα ανθρώπου και είτε τα μετατρέπει σε γλυπτά, είτε τα ζωγραφίζει, και συχνά γδύνει το ίδιο το τελάρο για να φανεί ο σκελετός του, ώστε να αποδώσει το ενδιάμεσο υλικό, εκείνο που βρίσκεται ανάμεσα στο έργο, το σώμα, τη συνείδηση και την κοινωνία. Το οικείο απαλλάσσεται πλέον από τη χρηστική του ιδιότητα και λειτουργεί ως φορέας φορτίου αναμνήσεων.
Στο ίδιο πνεύμα, τρεις άρρενες αυτή τη φορά εικαστικοί, ο Γιώργος Σταματάκης και ο Νίκος Τσικούρας από την γκαλερί Ιλεάνα Τούντα, και ο Θανάσης Μακρής στην γκαλερί Σκουφά απεικονίζουν το μεσμερικό αποτύπωμα της φύσης, από τον αμφιβληστροειδή στις βαθύτερες στιβάδες της ενσυναίσθησης.
Ο Γιώργος Σταματάκης παίρνει μία βόλτα στην αδιασάλευτη αρμονία της φύσης ως υποδοχέας της ύστατης ανάσας- “A Romantic Stroll in Apnea”. Στο δελτίο τύπου μαθαίνουμε ότι ο καλλιτέχνης εμπνέεται ξανά από τη βιωματική του σχέση με την Ιαπωνική ύπαιθρο, από τα μελαγχολικά, αλσώδη τοπία του λεγόμενου «Aokigahara» (λειμώνας γαλανών δένδρων), ή αλλιώς, «Jukai» (θάλασσα δένδρων) —ενός μελανόχρωμου δάσους κάτω από τα λευκά οροπέδια του Όρους Fuji, όπου ‘μέσα στις γλαυκές φουσκονεριές από ρητινώδη πεύκα και γκρίζους σφενδάμους’, εκατοντάδες Ιάπωνες πολίτες θέτουν κάθε χρόνο εθελούσιο τέλος στη ζωή τους. Αυτό αυτομάτως δημιουργεί μέσα μας μία δόνηση. Πώς και γιατί οι άνθρωποι μίας χώρας που ζει σε έναν τεχνολογικό οργασμό και οικονομική ευμάρεια, επιλέγουν να βάλουν τέλος στη ζωή τους σε ένα τόσο θεσπέσια απλό φυσικό τοπίο; Και πώς ο καλλιτέχνης καταφέρνει να απεικονίσει την άυλη ατμόσφαιρα του τοπίου και ταυτόχρονα του περάσματος στην ανυπαρξία αποκλειστικά με τη χρήση του φυτού indigo επάνω στην πεισιθανάτια λινή γάζα σε ξύλο; Δεν υπάρχουν απαντήσεις για αυτή την Ποιητική του Θανάτου παρά μόνο η υποψία μίας κάποιας εξιλέωσης με την επιστροφή και διάλυση σε μία απαλή κυανή μήτρα που με τόσο λεπταίσθητο και απορροφητικό τρόπο κάνει επίκληση στο Υψηλό ο καλλιτέχνης.
Ο Νίκος Τσικούρας σκύβει πάνω από την Ύλη τη φύσης με την προσήλωση βοτανολόγου, την παρατηρεί μέσα από το μικροσκόπιο. Αφήνει τα μάτια του να γίνουν νυστέρια και να εισχωρήσουν λυρικά μέσα στα νεύρα των φύλλων, τις χαρακιές των κορμών, τις διαθλάσεις του νερού, τη μοριακή δομή του ανέμου. Πυκνά είναι τα έργα του, πολύ πυκνά, σαν πλέγματα ιστών, σαν παλλόμενες κυτταρικές δομές. Μέσα από τα “Χωρογραφήματα” του, ο Τσικούρας χορογραφεί τη φυσική εντροπία οπτικοποιώντας την Ποιητική του Χώρου του Μπασελάρ. Ο επιμελητής της έκθεσης, και εικαστικός ο ίδιος, Δημήτριος Αντωνίτσης γράφει ‘Έτσι ακριβώς, ως σωματική εμπειρία, προσέγγισα τα ζωγραφικά έργα του Νίκου Τσικούρα από την πρώτη κιόλας φορά που τα είδα. Τεράστιες επιφάνειες χαρτιού, στις οποίες ο θεατής καλείται να ξεφύγει από τον εντυπωσιασμό του πόσο καλοδουλεμένες είναι και να διεισδύσει σε ένα χώρο πολύ προσωπικό, όπου το συναίσθημα ταΐζει τη λογική και το σώμα ηρεμεί από την υπερδιέργεση του νου. Άλλωστε και ο ίδιος ο δημιουργός βασίζεται στη σωματικότητα της ζωγραφικής διαδικασίας.’
Και πράγματι το έργο “Η Λογική του Δάσους”, με 800 κάθετες γραμμές από κάρβουνο και 3 μέτρα ύψος, αποτελεί ένα σωματικό και πνευματικό επίτευγμα για έναν καλλιτέχνη που δεν λειτουργεί πλέον ως το μέσο στην απεικόνιση της φύσης αλλά ως κομμάτι της αέναης κινητικότητας της.
Στα έργα του Θανάση Μακρή η ύλη της φύσης και η ύλη της ζωγραφικής γιορτάζουν από κοινού τη γνήσια εκφραστικότητα τους. Ένας bona fide εξπρεσιονιστής ζωγράφος, ο Μακρής, μακριά από κατηγοριοποιήσεις, ρεύματα και περίπλοκες εννοιολογικές επεξηγήσεις με υπέρτιτλους, υπότιτλους και αναφορές, κάνει αυτό που ξέρει καλά. Δημιουργεί τα “Είδωλα” του, στιβαρές εικόνες που σαν μεταφορικά μέσα εισάγουν το θεατή στο ζωγραφικό σύμπαν. Στην απτική ευπλαστότητα της πάστας και σάρκωσης του χρώματος, με τα αφρισμένα κύματα και τα αδρά χώματα από chiaroscuro, με τους ανταριασμένους καιρούς και το δραματικό ανάγλυφο της ψυχής, δουλεμένο στις κυρτώσεις και τα βαθουλώματα, μέσα από ρήγματα, βάραθρα και ανατάσεις.
Μία ιδιαίτερη δημιουργική πορεία χαράζει και ο Σαμσών Ρακάς, που έτσι κι αλλιώς πάντα ζωγραφίζει με όποιο μέσο χρησιμοποιεί, είτε είναι ο λόγος και οι ποίηση είτε οι επιμέλειες πολυσχιδών δρώμενων στο πνεύμα του ακραιφνούς Ρομαντισμού, όπως το πρόσφατο “Απονενοημένο Σύνταγμα” ή το επερχόμενο και λογοτεχνικό πόνημα σπάνιων εκδόσεων “ΑΩ: Γραφές του Ρίγους”. Τα ζωγραφικά του έργα πρόσφατα είδαν το φως, μετά από την πρώτη εκείνη έμπνευση που περισώθηκε στα φύλλα της καρδιάς του. Ο Ρακάς πίσω στο 2006 άφησε όλα τα έργα του σε ένα σοκάκι του Λονδίνου να βρουν το δικό τους δρόμο, όταν το χέρι του επιθύμησε να ελαφρύνει τα βάρη του- η ζωγραφική μπορεί να γίνει μεγάλο βάρος- καθώς πια το μάτι και το πνεύμα είχαν τραβήξει άλλη πορεία.
Όμως ο δαίμονας της τέχνης ξανατρύπωσε σαν προνύμφη πάνω σε τρυφερό βλαστό, και εκεί στο φιλόξενο πλατωνικό σπήλαιο της οδού Σωζοπόλεως, ο Ρακάς μας εκμυστηρεύτηκε το “Ποινολόγιο της Βαρύτητας”, την προδοσία της υπόσχεσης να μην ξαναζωγραφίσει, δημιουργώντας τον τελευταίο χρόνο 45 νέα έργα και παρουσιάζοντας τα στο κοινό. Όχι όμως με τον γνώριμο τρόπο παρουσίασης αλλά ως μυσταγωγική καταγωγική εμπειρία στον πάνω όροφο του κτιρίου, κάτω από ένα απόκοσμο φως. Εκεί βυθιστήκαμε στον ρομαντικό εξπρεσιονισμό του χρώματος που διατρέχει κυρτωμένους καμβάδες και ευρεθέντα ξύλα, ακουμπισμένα αντιηρωικά στους τοίχους, τα έπιπλα και τα πατώματα, έργα που μοιάζουν με γλυπτά, που μοιάζουν με άνθρωποι, που ανθίζουν, μαλώνουν, ερωτεύονται, αιμορραγούν, φωτίζονται από το θάμβος μιας στιγμιαίας αγωνιώδους εκβολής της έκφρασης κατευθείαν στο θυμικό του θεατή-μύστη.
Η πάλη με την ποίηση των υλικών είναι στην καρδιά του έργου του Μάριου Φούρναρη. Η έκθεση του στο βιομηχανικό λείψανο του παταριού της γκαλερί ΕΝΙΑ (επιμέλεια Νίκη Παπασπύρου) αποτελεί μία καταβύθιση στο βασίλειο της ύλης. Αυτής που δημιουργεί την ανάγκη για εργασία και για δίκαια δικαιώματα, της ύλης που δημιουργεί εστίες πολέμου και συγχωροχάρτι ηρωισμών, της ύλης που πάνω της μοχθούν και σπαράσσονται ανθρώπινα χέρια και σκληραίνουν οι ψυχές, της ύλης που κόβει τις σάρκες και σκεπάζει τα ανθρώπινα κόκκαλα. Ο Φούρναρης, με το βλέμμα στον Κουνέλη και την ψυχή στα δόντια της Άρτε Πόβερα ξεδιπλώνει ένα βασίλειο μικρών και μεγάλων γλυπτών από υλικά ξεριζωμένα από την ιερή καθημερινότητα. Λινάτσες, βαμβάκια, ξυράφια, μεζούρες, κόκαλα, ενέσεις, σανό, μολυβένια στρατιωτάκια, ζάρια και μετάλλια ανδρείας. Όλη η ελληνική ιστορία, τα περασμένα μεγαλεία και οι μεγάλες προσδοκίες, μαζί με τις μεγάλες ματαιώσεις, σε μία σπαραχτική ανατομία. Μία εργασία ζωής, για την ίδια τη ζωή που αποδομεί την εργασιακή συνθήκη και τις αδικίες που τη χαρακτηρίζουν ώστε να φτάνει να κάνει το βίο αβίωτο, και την τέχνη δύναμη.
Σε έναν έτερο βιομηχανικό χώρο του Πειραιά, στο παλιό επιβλητικό εργοστάσιο ούζου Sans Rival, δύο καλλιτέχνες, ο Θεόδωρος Ψυχογιός και ο Raoul Maria de Pesters από την Ελβετία, σε επιμέλεια της Σταματίας Δημητρακοπούλου, δουλεύουν με πέτρα και ήχο σε μία προσπάθεια να αδράξουν το χρόνο, την κίνηση και την ακινησία του. Ο 86χρονος de Pesters παρουσιάζει μία από τις ποιητικότερες εγκαταστάσεις που έχουμε δει. Τα ηχητικά γλυπτά του, mobiles sonores, από καλάμια και μέταλλο, αντηχούν ύλη και κενό, σιωπή και ήχο. Αν κλείσουμε προς στιγμή τα μάτια, νιώθουμε ότι συμμετέχουμε σε μία λιτή συναυλία στον καθεδρικό της φύσης. Κι όταν τα ανοίξουμε αντιλαμβανόμαστε ότι οι συναρπαστικές αυτές μη-νότες είναι προϊόν του ανεπαίσθητου θροϊσματος από το πέρασμα μας, ένα στιγμιαίο μελωδικό αποτύπωμα της ύπαρξης μας μέσα στο χρόνο.
Κατάδυση στα έγκατα της γνώσης
Στην γκαλερί 7 με την ενότητα “Index 3” o Παναγιώτης Δαραμάρας παρουσιάζει μια ενότητα δουλειάς με έργα όπου η φύση έρχεται να φυτρώσει και να ξεπηδήσει μέσα από τη γραφή, τη γνώση, τη μνήμη. Γλυπτά και σχέδια από λόγια που φύονται και οργανισμούς που σαλεύουν ανάμεσα απ’ τις λέξεις, μέσα από την τρυφερή και βίαιη μαζί χειροναξία της ύφανσης, του καρφώματος, του τεντώματος και του λυγίσματος, του χαϊδέματος και του ξεφλουδίσματος, στα ξύλα, τα φύλλα, τα καλάμια, τα χαρτιά και τα βιβλία, ο εικαστικός ταξιδεύει να μαγέψει ένα νόημα που η μοίρα του είναι πάντα να διαφεύγει, μα που αφήνει πίσω του μια τόσο έντονη θέλξη ώστε να ποθείς να το ψάξεις.
Ο Δημήτρης Σκουρογιάννης στην γκαλερί Έκφραση-Γιάννα Γραμματοπούλου, σε επιμέλεια Στράτου Πανταζή, κάνει μία βίαιη πράξη με έναν εντελώς τρυφερό τρόπο. Θρυμματίζει τη μνήμη και κατόπιν την περισυλλέγει προσεκτικά και την επαναερμηνεύει. Τα υλικά του είναι ετερόκλητα, όλα όμως έχουν την ικανότητα σε μια ανύποπτη στιγμή να μας διαπερνούν στιγμιαία σαν ηλεκτρικό ρεύμα, αγγίζοντας εκείνο το σημείο βαθιάς μελαγχολίας μέσα μας που παραμένει ανεξιχνίαστο. Αγαπημένα παραμύθια, εικονικά έργα τέχνης, πρόσωπα θρύλοι, οικογενειακές πορσελάνες, κεντήματα, κουμπιά, υφάσματα μπροκάρ και τούλια, χάντρες, κουβαρίστρες, δημιουργούν πλέγματα όπου μέσα τους δουλεύονται ελπίδες, ανομολόγητοι, πόθοι, ερωτικά sms, σύγχρονοι φόβοι, χτίζοντας πλούσια παλίμψηστα από ανεστραμμένες προσδοκίες.
Η “Πριγκίπισσα που Κοιμάται” ή η “Κόρη” είναι ένα συχνό μοτίβο που παραπέμπει στις Μάγιες και Οδαλίσκες της τέχνης, αλλά και στην ‘οικόσιτη’ θέση της γυναίκας στην Ελλάδα ως η βασίλισσα της αναγκαστικής χειροτεχνίας. Ο Σκουρογιάννης συνομιλεί με καλλιτέχνες όπως ο πρώιμος Chris Ofili, που ενσωματώνουν εντυπωσιακά την παράδοση μέσα σε μία σύγχρονη εικονογραφία γεμάτη προκλήσεις και πληθωρική υλικότητα.
Με την υλικότητα του σώματος περιτυλίγεται και το χέρι του Αντώνη Αντωνίου στο νέο εκθεσιακό χώρο ART16 με την έκθεση “Fleshscape” και επιμέλεια της Νίκης Παπασπύρου. Ως άλλος Μαρσύας, ξεφλουδίζει και τέμνει κομμάτια δέρματος και τα μελετά, ως υποκείμενα εύθραυστα και άδολα, ποιητικά και τραυματισμένα. Φωτογραφίζει ουλές, μάτια, στόματα, πτυχές και στη συνέχεια τα εκτυπώνει σε γύψο, χωρίς να είναι τυχαία η επιλογή του γλυπτικού υλικού, όπως και των χρωστικών που χρησιμοποιεί και προσομοιάζουν τα έγχρωμα υγρά που χρησιμοποιούν οι μικροβιολόγοι για να εντοπίσουν μικροοργανισμούς στο μικροσκόπιο. Ταυτόχρονα αυτά τα δείγματα ζωής δημιουργούν την εντύπωση φυσικών τοπίων. Δεν είναι άλλωστε το σώμα ένα τοπίο, με λόφους και πεδιάδες, ρυάκια και εγκρεμνούς;
Το δέρμα της πόλης μέσα από την ιστορία των αστικών κτιρίων σε διάφορα μέρη του κόσμου φωτογραφίζει ο Τόλης Τατόλας στα “Απομεινάρια μιας Πτώσης” σε συνδιοργάνωση MONUMENTA και Δήμου Αθηναίων στην Τεχνόπολη. Εξωτερικά μέρη κτιρίων και τοιχοποιίες, παράθυρα και κάσσες κουφωμάτων, προβολές οπλισμών σκυροδέματος, αλλά και εσωτερικά σημεία στίξης τους όπως ταπετσαρίες, πλακίδια τοίχων, γύψινοι διάκοσμοι, διαστρωματώσεις χρωμάτων, εντοιχισμένα ντουλάπια, αποτυπώματα εσωτερικών κλιμάκων, πρωταγωνιστούν σε ένα βουβό θεατρικό ζωής που πέρασε και έφυγε. Η καλλιτεχνική έμπνευση εφορμά όχι μόνο από την γοητευτική λαγνεία των ερειπίων (ruinlust) αλλά από την αγωνία του καλλιτέχνη να διατηρηθεί η μνήμη έστω και ως αρχιτεκτόνημα που έχει εκπέσει από την αρχική του χρήση και πλέον λειτουργεί ως ευφραδής χάρτης του φθοροποιού χρόνου.
Στον ιστορικό Παρνασσό, ένα καλλιτεχνικό δίδυμο, η Πάσκουα Βοργιά και ο Παύλος Φυσάκης υπό την επιμέλεια του Χριστόφορου Μαρίνου, εστιάζουν στην αδήριτη σημαντικότητα της προσπάθειας συλλογής και περίσωσης θραυσμάτων από τα πολυδαίδαλα αρχεία της μνήμης, στην έκθεση-οπτικό βιβλίο, από φωτογραφίες, κειμήλια των καλλιτεχνών, αρχειακά ντοκουμέντα, με τον εύγλωττο τίτλο “Documents of Breathing”, δανεισμένο από ένα αρχαίο αιγυπτιακό ταφικό ξόρκι, που δίνει στον νεκρό το δικαίωμα στη μεταθανάτια ζωή. Μπορεί οι στιγμές που απεικονίζονται να βιώθηκαν στο παρελθόν, όμως σε αυτό το παρελθοντικό λείψανο μπορεί και εμφιλοχωρεί η ανάσα της ζωής, καθώς η καθημερινή ζωή μαθαίνει από την ιστορία και το αντίστροφο. Και με ένα τρόπο επιλογής και προβολής που θυμίζει τον ελεύθερο συνειρμό των Σουρεαλιστών- free association, αυτά τα θραύσματα καταφέρνουν να μοιάζουν ανοιχτά σε ερμηνείες και οικεία σε όλους. Η έκθεση προσομοιάζει ένα εικαστικό πνευματιστικό “τραπεζάκι”. Με το που εμβυθίζεται ο θεατής στον παρελθόντα χρόνο και στα στοιχειά του, νιώθει μια παράξενη αίσθηση ενδυνάμωσης για τα μελλούμενα. Και αυτό συμβαίνει όταν ανάμεσα στις προσωπικές ιστορίες στα δέκα κεφάλαια της έκθεσης εισχωρούν κομμάτια που συνθέτουν αυτό το παζλ και κόβουν σαν αποτροπαϊκές λεπίδες: το περιβαλλοντικό έγκλημα στις Σκουριές Χαλκιδικής, το Μάτι, οι πρόσφυγες που θαλασσοπνίγονται στη Μεσόγειο, η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου.
Ένα άλλο καλλιτεχνικό-αρχιτεκτονικό δίδυμο, από το Ναύπλιο αυτή τη φορά, οι Kunstrukt, σύμφωνα με το μανιφέστο τους ‘μέσα από τη διερεύνηση δυναμικών συστημάτων φυσικών και βιομηχανικών υλικών, χρησιμοποιώντας σύγχρονα εκφραστικά μέσα, σκιαγραφούν τη σχέση ανάμεσα στη δομή και την αταξία, οπτικοποιώντας αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν το ανθρωπολογικό, κοινωνικό, πολιτικό και οικολογικό μοντέλο του σύγχρονου κόσμου’. Στην πρόσφατη παρουσίαση τους στο νέο χώρο του Ναυπλίου Non Space δημιουργούν τρισδιάστατους κανάβους από μέταλλο και καλάμια, ως μία αλληλοεισχώρηση και διαρκή πάλη του τεχνητού με το φυσικό, με την έξτρα δυναμική διάσταση που προσδίδει η κινητικότητα του φωτός. Ο χώρος μοιάζει υπερβατικός και μεταβατικός, χωρίς σταθερό σημείο θέασης, σε μία επισφαλή ισορροπία όπου διαρκώς μεταβάλλονται οι άξονες και μαζί οι μονολιθικές αντιλήψεις μας.
Ζωγραφικούς κανάβους γνώσης κατασκευάζει και ο Αντώνης Ντόνεφ στη γκαλερί Kalfayan σε μια σειρά σχεδίων και κολάζ πολλαπλών τμημάτων από vintage χάρτες. Επικολλήσεις και διαγραφές, συστημική γνώση και θανατο-γεωπολιτική, σύνορα, πολώσεις και αποκλεισμοί, όλα ανατρέπονται και επανασυντίθενται σε μία νέα, πιο ελεύθερη άναρχη θέαση του κόσμου. Στα έργα του Ντόνεφ επικρατεί μία ευχάριστη ταραχή, όπως όταν κάποιος τραβά φύλλο σε μία μόλις ανακατεμένη τράπουλα. Είναι όταν συνειδητοποιείς ότι όλα όσα γνώριζες ως τώρα ανατρέπονται. Τίποτε πια δεν φαντάζει ομοιογενές και περίκλειστο. Η τέχνη προκαλεί την τύχη σε νέες περιπέτειες.
Οι μεταφράσεις της Ιστορίας απασχολούν την Κλεοπάτρα Χατζηγιώση, η οποία ως “Synthespian” συν-σκηνοθετεί ή καλύτερα δραματουργεί επάνω στις ερμηνείες ενός “ιστορικού μυστηρίου’, του Δίσκου της Φαιστού στο Καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Οι παραστάσεις στο κομμάτι πηλού των 3700 ετών ζωντανεύουν μέσα από τη μόνη γλώσσα που απελευθερώνει τη φαντασία, την εικαστική γλώσσα, και συγκεκριμένα μέσα από τον ίδιο τον πηλό. Η Χατζηγιώση δημιουργεί ένα σύμπαν αλλόκοτων πήλινων πλασμάτων και αντικειμένων όπως ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, που δραματοποιεί τα 45 εικονογράμματα του δίσκου σε μια προσπάθεια ελεύθερης εικονογράφησης του λεξιλογίου του, μαζί με ένα βίντεο του ‘Κοννοφόρου’ ενός όντος με λοφίο που μοιάζει με σύγχρονο άβαταρ, αλλά και με ανάγνωση μέρος του δίσκου μέσω QR code.
Watch these Spaces
Ένα σημείο αναφοράς για σημαντικές εκθέσεις σύγχρονης τέχνης έχει γίνει η Δημοτική Πινακοθήκη Αθηναίων στο Μεταξουργείο που λειτουργεί από τον ΟΠΑΝΔΑ. Οι εκθέσεις του Αλέξανδρου Γεωργίου και της Κατερίνας Χρηστίδη, επιμέλειες Χριστόφορου Μαρίνου αμφότερες, ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες της χρονιάς που μας πέρασε. Ένας άλλος χώρος που ξεκινά φιλόδοξα την πορεία του είναι το κτίριο “Νόμπελ”, ο νέος χώρος πολιτισμού του Δήμου Χαλανδρίου, που εγκαινίασε την ομαδική έκθεση “έξω φρενών από ευχαρίστηση” / “outraged by pleasure” σε επιμέλεια της Νάντιας Αργυροπούλου αρχίζοντας ένα πρόγραμμα επιτελέσεων και επιμελητικών εμπλοκών. Φέτος ήταν επίσης μεγάλη η χαρά που είδαμε ιστορικά έργα από τρεις μεγάλες καλλιτεχνικές προσωπικότητες, του Γιώργου Λάππα και του Στηβ Γιανάκος στη γκαλερί Citronne της Αθήνας, όπως και του εκπροσώπου του κινήματος FLUXUS Klaus Pfeiffer (1938-2022), ο οποίος από το 1974 έζησε και δημιούργησε στο νησί της Νάξου, με την αναδρομική έκθεση “Τα φτερά του Ίκαρου” στον επιβλητικό Πύργο Μπαζαίου, σε συνδιοργάνωση Πολιτιστικού Οργανισμού ΑΙΩΝ και Φεστιβάλ Νάξου και επιμέλεια Britta Breuers και Μάριου Βαζαίου. Last but not least, ένας μικρός χώρος εκτός κέντρου, του οποίου όμως ο ιδιοκτήτης έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα στις μεγαλύτερες παρουσιάσεις Ελλήνων καλλιτεχνών εντός και εκτός των πυλών, είναι το σπίτι-μουσείο του αγαπητού Γαβρίλου, Πες Πολύτροπον στα Καλύβια Αττικής, όπου στο τέλος της χρονιάς, στο φιλόξενο αυτό εκθεσιακό χώρο και φυτώριο νέων καλλιτεχνών, είδαμε δύο υποσχόμενα ονόματα, τους Λάζαρο Φίλιππο Παπαδόπουλο και Γιώργο Τριανταφυλλόπουλο.
Κεντρική φωτογραφία θέματος: Μανταλίνα Ψωμά, Μετάβαση
Διαβάστε επίσης:
Εικαστική Ανασκόπηση 2023 Μέρος 1ο: Μεγάλες Διοργανώσεις και Ομαδικές Εκθέσεις που Ξεχώρισαν