268 βράδια. Διακόσια εξήντα οκτώ βράδια! Τόσο κράτησε η εγκυμοσύνη μου. Κι όλο να μην κοιμάμαι και να αγωνιώ. Θα είναι καλό; Είναι υγιές; Θα είναι ευτυχισμένο;
Μέσα σε ένα από αυτά τα ατελείωτα βράδια, άρχισαν να τριγυρίζουν στο μυαλό, οι ιστορίες της γιαγιάς μου, της Ειρήνης και της μητέρας της, της Δέσποινας. Ιστορίες της Σμύρνης, της παλιάς, καλής εποχής, της εκεί και της τότε ζωής.
Κι όσο σκεφτόμουν, τόσο δε μου κολλούσε ύπνος. Σηκώθηκα αχάραγα. Άρχισα να γράφω. «Μάνα, έχω μια εκπληκτική ιδέα! Και ξέρω τι θα γράψω και ότι θα είναι υπέροχο και ότι θα παίξεις εσύ!», είπα το πρωί στη μητέρα μου, την ηθοποιό Μαίρη Ιγγλέση. Τόσο σίγουρη! «Τώρα σου’ρθε παιδάκι μου; Σε λίγο γεννάς!». Κι όμως… Σάμπως η έμπνευση λειτουργεί με χρονικό πλαίσιο και με προκαθορισμένα ραντεβού;
«Τα λουκούμια μες στο βάζο», είναι η παιδική μου αλήθεια, μέσα από τα παραμύθια της γιαγιάς. Είναι οι ιστορίες που με κοίμισε, που με μεγάλωσε, που με έκανε να θέλω να λέω κι εγώ τις δικές μου ιστορίες. Και αυτή η παιδική αλήθεια γέννησε ένα έργο, ένα κείμενο που αφέθηκε στα χέρια του έμπειρου ηθοποιού και σκηνοθέτη Βασίλη Ευταξόπουλου. Και εκείνος το αγάπησε τόσο, που παρέδωσε μια παράσταση, με τη γλύκα ενός λουκουμιού, αφιερωμένη σε όλους τους νοσταλγούς πατρίδας και πατρικής οικίας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Αυτή, λοιπόν, είναι η ιστορία της Δέσποινας, σαν βγαλμένη μέσα από τα λουκουμτζίδικα της Σμύρνης, που μοσχοβολά θύμηση και αγάπη. Κι όλα αυτά, με τη ζωντανή μουσική από το σαντούρι να δείχνει τον δρόμο…