Το Σάββατο (23/06), έχοντας φτάσει από νωρίς στην Πλατεία Νερού για να παρακολουθήσω την πολυαναμενόμενη εμφάνιση των Editors και των Nick Cave & The Bad Seeds στο Ejekt Festival, καθώς περνούσα την είσοδο ήρθαν στην μνήμη μου στιγμές από την αφόρητη ζέστη που επικρατούσε την ημέρα της περσινής συναυλίας των The Killers. Ωστόσο, αυτό που δεν ήξερα εκείνη την ώρα, ήταν το ότι τα καιρικά φαινόμενα θα έπαιζαν, για μια ακόμα χρονιά, μεγάλο ρόλο στη συναυλιακή εμπειρία του φεστιβάλ.

Οι πόρτες άνοιξαν σχεδόν στην ώρα τους, λίγα λεπτά μετά τις 4.30, ενώ αρκετός ήταν ο κόσμος που έτρεξε για να προλάβει καλή θέση μπροστά στη σκηνή. Το πρώτο και μοναδικό εγχώριο όνομα του lineup, οι Jack Heart & The Love Ghosts, βγήκαν στην σκηνή σύμφωνα με το πρόγραμμα, στις 5.20 ακριβώς. Ο συνθέτης, τραγουδιστής και μουσικός από την Τήνο, Νικόλας Κοκολάκης, διαθέτει πολλή ενέργεια και εξαιρετική σκηνική παρουσία που τον κάνουν να ξεχωρίζει και να συγκεντρώνει τα βλέμματα πάνω του. Πολύ καλή μουσική και καλή διάθεση μας μετέφερε η μπάντα του Jack Heart με ένα 30λεπτο act. Δυστυχώς, ο πολύ καλός και καθαρός ήχος στη μουσική συνδυάστηκε με τον μέτριο ήχο στα φωνητικά που δεν άφησε την θαυμάσια φωνή του τραγουδιστή να αναδειχθεί όπως έπρεπε, ενώ με ιδιαίτερη δυσκολία καταλάβαινε κανείς τους στίχους των τραγουδιών. Ακούσαμε κάποια κομμάτια από το album «Emotional Piñata» (2017) καθώς και το εξαιρετικό ολοκαίνουριο τραγούδι «Love Ghost» το οποίο θα περιλαμβάνεται στον νέο τους δίσκο, «Blue Eternity».

Πέντε λεπτά μετά τις 6, ήρθε η ώρα της πρώτης εμφάνισης των Αμερικανών Protomartyr στη χώρα μας και οι postpunk και punk rock μελωδίες προσέλκυσαν αρκετό κόσμο που μαζεύτηκε μπροστά στη σκηνή. Η δυνατή φωνή και η εκφραστικότητα του βαρύτονου Joe Casey αναδείχθηκαν ήδη από τα πρώτα κομμάτια του setlist, το «My Children» και το «Wait», ένα τραγούδι από το πρόσφατο EP του συγκροτήματος, «Consolation» (2018). Τα περισσότερα κομμάτια που έπαιξαν προέρχονταν από το δίσκο «Relatives in Descent» (2017), όπως τα «Windsor Hum», «Up the Tower», «A Private Understanding», «Here Is The Thing» και «Half Sister», ενώ τα τελευταία κομμάτια του δυναμικού 50λεπτου set τους ήταν το εξαιρετικό «Why Does It Shake και το απαισιόδοξο και με γεμάτο θυμό στίχους «Scum, Rise το οποίο αναφέρεται στη σκοτεινή πλευρά της πόλης καταγωγής τους, το Ντιτρόιτ. Παρά την πολύ καλή εμφάνιση του συγκροτήματος και την προσπάθεια του frontman να συνδεθεί με το κοινό, η συνολική αντίδραση της πλειοψηφίας του κόσμου –με κάποιες εξαιρέσεις, φυσικά– θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον χλιαρή, καθώς, δυστυχώς, δεν φάνηκε να ενδιαφέρεται ή να αντιδράει κανείς ούτε καν στα σχόλια και τα αστεία του Casey.

Έπειτα από 25 λεπτά, για την επόμενη μια περίπου ώρα, η σκηνή ανήκε στο 4μελές αγγλικό alternative και indie rock συγκρότημα Wolf Alice, το οποίο το κοινό, που είχε αρχίσει να πληθαίνει αισθητά, υποδέχτηκε θερμά. Με ένα ομιχλώδες δασικό τοπίο στο background, η ενθουσιώδης frontwoman Ellie Rowsell σήκωσε όλον τον κόσμο όρθιο τραγουδώντας και παίζοντας κιθάρα με πάθος, με κάποια πολύ ωραία solo στην ηλεκτρική κιθάρα από τον Joff Oddie και με τον μπασίστα, Theo Ellis, να πετάει ήδη από το πρώτο τραγούδι την πένα του στο κοινό. Η 25χρονη τραγουδίστρια, όπως μας είπε, δεν περίμενε ο κόσμος να γνωρίζει τους στίχους των τραγουδιών τους καθώς είναι η πρώτη φορά που επισκέπτονται την Ελλάδα.

Το setlist τους περιελάμβανε κάποια πολύ ωραία τραγούδια όπως, μεταξύ άλλων, το «Your Loves Whore», το «Formidable Cool», το «Space & Time», το «Moaning Lisa Smile», το «Dont Delete the Kisses» και το «Beautifully Unconventional», καθώς και το εκπληκτικό «Visions of a Life» που κινείται σε progressive και metal μονοπάτια. Σε μια στιγμή αυθορμητισμού, η Rowsell επιχείρησε να κατέβει από την σκηνή για να βρεθεί κοντά στο κοινό χρησιμοποιώντας τον ειδικό διάδρομο στο κέντρο της αρένας που είχε στηθεί για τον Nick Cave, αλλά, δυστυχώς, το καλώδιο του μικροφώνου της δεν της επέτρεψε να φτάσει πολύ μακριά. Με την εξαιρετική ερμηνεία σε κομμάτια με μεγάλες φωνητικές εναλλαγές στην ένταση, όπως στο «Youre a Germ», οι Wolf Alice, με την έξοχη σκηνική τους παρουσία και την ενέργεια που μετέδιδαν, μας έδωσαν μια ιδέα για τους λόγους που το 2016 βραβεύτηκαν ως το καλύτερο live συγκρότημα στην Αγγλία. Στις 8.15 το set των Άγγλων έκλεισε εξαιρετικά με το ντεμπούτο single «Fluffy» και το «Giant Peach» και με τα γκρίζα σύννεφα να πλησιάζουν απειλητικά την Πλατεία Νερού.

©EJEKT Festival (https://www.facebook.com/ejektfestival/)

Κάποια λεπτά αργότερα, ξεκίνησε μια δυνατή μπόρα, ενώ ο κόσμος έτρεχε να προλάβει μια θέση κάτω από το μοναδικό υπόστεγο του χώρου. Όταν πλέον σταμάτησε η βροχή, έπειτα από σχεδόν μια ώρα, χωρίς να έχει υπάρξει καμία ανακοίνωση από τους διοργανωτές, αρκετοί ήταν εκείνοι που έφυγαν, ενώ για όσους αποφασίσαμε να μείνουμε, οι επιλογές ήταν να περάσουμε τα λιμνάζοντα νερά για να βρεθούμε στην αρένα. Η ανακοίνωση έγινε στις 10, την ώρα που οι τεχνικοί προσπαθούσαν να φτιάξουν τις καμμένες οθόνες και να ελέγξουν τον εξοπλισμό με σκοπό να συνεχιστεί κανονικά το live, ενώ πολύς ήταν ο κόσμος που κατέφθανε στο χώρο.

Έτσι, στις 10.15, πολλές χιλιάδες κόσμου υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό τους coheadliners του φεστιβάλ, Editors. Η αγαπημένη post-punk revival και indie rock μπάντα από την Αγγλία έκανε μια άψογη εμφάνιση με τη φανταστική φωνή του Tom Smith να κυριαρχεί και την εξαιρετική μουσική να μας συνεπαίρνει στους ρυθμούς της, ενώ τα μισοκαμμένα video walls συμπλήρωναν οπτικά το θέαμα. Το φανατικό ελληνικό κοινό τραγουδούσε και χόρευε σ’ όλη τη διάρκεια του 50λεπτου set. Η αρχή έγινε με το «Hallelujah (So Low)», ενώ στο setlist συγκαταλέγονται τα «Smokers Outside the Hospital Doors», «An End Has a Start», «Darkness at the Door», «Munich» και «Violence». Στη συνέχεια, ακούσαμε, υπό το φως πυροτεχνημάτων, το ηλεκτρονικό «No Harm» με ένα πολύ όμορφο solo στην ηλεκτρική κιθάρα με δοξάρι, το «Sugar», μια συναισθηματική εκδοχή του «Ocean of Night», καθώς και το «The Racing Rats», με τον 37χρονο τραγουδιστή στο πιάνο και τον κόσμο να χοροπηδάει. Έπειτα, απολαύσαμε το φανταστικό «Papillon» το οποίο ξεκίνησε με ένα solo στο πιάνο, ενώ το set έκλεισε με το «Magazine», όπως ακριβώς ξεκίνησε, δηλαδή με ένα κομμάτι από τον τελευταίο δίσκο της μπάντας, «Violence» (2018).

Η διάχυτη απογοήτευση όλων από την μικρή –σχεδόν μισή από την προγραμματισμένη– χρονική διάρκεια του set των Editors έδωσε τη θέση της στην σκέψη ότι η επιλογή αυτή ίσως να οφείλεται στην επιθυμία των διοργανωτών να εμφανιστεί νωρίτερα στη σκηνή ο Nick Cave για να μην καθυστερήσει και άλλο η μεγάλη στιγμή της βραδιάς. Ωστόσο, τα 35, σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα, προβλεπόμενα λεπτά που μεσολαβούσαν μεταξύ Editors και Nick Cave για το απαραίτητο changeover της σκηνής, μετατράπηκαν σε 60 λεπτά αδικαιολόγητης αναμονής και κατέρριψαν την αρχική αυτή σκέψη. Μετά την τόση ταλαιπωρία και τον εκνευρισμό που προηγήθηκε, κάθε λεπτό που περνούσε έμοιαζε να έχει όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα και η μεγάλη ανυπομονησία για την εμφάνιση του headliner της βραδιάς καθιστούσε την αναμονή όλο και πιο εξαντλητική.

Πέντε λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, ήρθε η πολυπόθητη στιγμή και στη σκηνή εμφανίστηκε ο αγαπημένος του ελληνικού κοινού, Nick Cave, σε κλίμα αποθέωσης. Με λίγα μόνο φώτα και τα video walls κλειστά (είτε για λόγους ασφαλείας είτε καθ’ υπόδειξη του καλλιτέχνη) οι Nick Cave & The Bad Seeds ξεκίνησαν το set με το ambient κομμάτι «Jesus Alone». Το τραγούδι αυτό που προέρχεται από το album «Skeleton Tree» (2016) και κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά το θάνατο του γιου του Cave, είναι ένα σπαρακτικά όμορφο κομμάτι το οποίο αποτελεί το κάλεσμα ενός πατέρα που θρηνεί, ενώ παράλληλα πραγματεύεται την πίστη του καλλιτέχνη στον Θεό. Ακολούθησε το «Magneto» το οποίο για λίγα λεπτά απολαύσαμε σε απόλυτη ησυχία, κάτι που μόνο ο επιβλητικός Αυστραλός θα μπορούσε να επιτύχει με τόσες χιλιάδες κόσμο.

©EJEKT Festival (https://www.facebook.com/ejektfestival/)

Στη συνέχεια, επικράτησε χαμός στο θαυμάσιο «Do You Love Me και στην εξαιρετική απόδοση του «From Her to Eternity» με τον Nick Cave να επιδίδεται σε κραυγές, με το ηλεκτρικό βιολί του Warren Ellis να δημιουργεί μια μοναδική ατμόσφαιρα και τον κόσμο να τραγουδάει τους στίχους εκστασιασμένος. Στο ίδιο μοτίβο κύλισε το κομμάτι «Loverman» με τον Cave να τρέχει από άκρη σ’ άκρη, να πλησιάζει το κοινό και να κυλιέται στη σκηνή, ενώ στο εξαιρετικό «Red Right Hand» η γοητεία του προσέδωσε μια μοναδική πινελιά στο τραγούδι. Ακολούθησαν οι καταπληκτικές μπαλάντες «The Ship Song» και «Into My Arms», με τον Nick Cave στο πιάνο και χιλιάδες ανθρώπους να τραγουδούν, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του.

Είναι δύσκολο να διαλέξει κάποιος μόνο λίγες στιγμές ως highlights της εμφάνισης του Nick Cave & The Bad Seeds διότι στην πλειοψηφία του το set που παρουσίασαν ήταν υψηλού επιπέδου και κρατούσε αμείωτο το ενδιαφέρον και την συμμετοχή του κόσμου, αλλά σίγουρα σε αυτά συγκαταλέγονται το «Tupelo» και το «The Weeping Song», όπου ο Cave στηριζόμενος στους σωματοφύλακές του, ήρθε πολύ κοντά με το κοινό έως το κέντρο περίπου της αρένας, προκαλώντας πανδαιμόνιο. Το υπόλοιπο setlist συμπλήρωσαν το «Girl in Amber», η μικρή ιστορία «Jubilee Street», η βίαιη εκδοχή του παραδοσιακού αμερικάνικου folk τραγουδιού «Stagger Lee» και το πολύ όμορφο «Push the Sky Away». Το εκρηκτικό τέλος έδωσε το έναυσμα για ένα encore με τα κομμάτια «City of Refuge» και «Rings of Saturn» και τη συναυλία να ολοκληρώνεται λίγα λεπτά πριν τις 2.

Η μουσική των Nick Cave & The Bad Seeds, με στίχους που διερευνούν τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης έχοντας ως κύρια θέματα το θάνατο, τη θρησκεία, την αγάπη και τη βία, χαρακτηρίζεται από μεγάλη συναισθηματική ένταση και ενέχει πολλά blues, gospel, rock, και arty post-punk στοιχεία που πλαισιώνουν τον gothic rock και alternative rock ήχο τους.

©EJEKT Festival (https://www.facebook.com/ejektfestival/)

Ο 60χρονος αεικίνητος και επικοινωνιακός frontman είναι ένας χαρισματικός ερμηνευτής με εντυπωσιακή και σαγηνευτική χροιά, αστείρευτη ενέργεια και εκφραστικότητα που, σε κάθε του εμφάνιση, μαγεύει τους χιλιάδες φανατικούς θαυμαστές του. Είχα διαβάσει, μάλιστα, κάποια στιγμή ότι, αφότου δει κάποιος ζωντανά τον Nick Cave, όλες οι συναυλίες μοιάζουν απογοητευτικές και μετά από τη φανταστική αυτή εμφάνιση, ίσως αυτό να ισχύει. Με αυτό το εκπληκτικό 2ωρο, σίγουρα αποζημιώθηκαν όσοι παρέμειναν ως αργά στην Πλατεία Νερού, αλλά αυτό πρέπει να πιστωθεί εξ’ ολοκλήρου στον Αυστραλό και το συγκρότημά του.

Έτσι, παρά την ταλαιπωρία και τη μεγάλη αναμονή που προκάλεσε η δυνατή βροχή καθώς και την έλλειψη ενημέρωσης από τη διοργάνωση για 1,5 ώρα -πληροφόρηση απαραίτητη ώστε να αποφασίσει κάποιος εάν θα παραμείνει ή θα φύγει- ο κόσμος, οπλισμένος με πολλή επιμονή και υπομονή, δεν πτοήθηκε και εστίασε στο να απολαύσει στο έπακρο τη φεστιβαλική βραδιά, μολονότι, ομολογουμένως, οι χιλιάδες κόσμου που βρίσκονταν μακριά από τη σκηνή, δεν μπορούσαν, λόγω των κλειστών video walls, να δουν τίποτα.

Εν κατακλείδι, εάν και προσωπικά ήμουν από τους τυχερούς που δεν βράχηκαν, καλό θα ήταν την επόμενη φορά, για να αποφευχθεί μια τέτοια ταλαιπωρία για όλους, να δοθεί μεγαλύτερη βάση στα δελτία καιρού τόσο από τον κόσμο που δεν ήρθε καθόλου προετοιμασμένος, όσο και από τους διοργανωτές, ώστε να είμαστε όλοι σε θέση να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά έκτακτα καιρικά φαινόμενα, όπως του Σαββάτου.


Φωτογραφία: ©EJEKT Festival (https://www.facebook.com/ejektfestival/)