Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ως ανταποκριτής της «Toronto Star» στο Παρίσι, κάλυψε τη Μικρασιατική εκστρατεία του 1919–1922. Προφανώς επηρεασμένος από τον Έζρα Πάουντ, με τον οποίον συνδέθηκε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα, επέλεξε να αποδώσει και ποιητικά τη μαρτυρία του. Το ποίημα «Έκαναν όλοι τους ειρήνη — Tι είναι η ειρήνη;» δημοσιεύτηκε στο πρωτοποριακό περιοδικό «Little Review» το 1923 και αφορά τη Διάσκεψη της Λωζάνης και τα πρόσωπα που συμμετείχαν σ’ αυτήν. Στο ίδιο τεύχος ο Χέμινγουεϊ δημοσίευσε επίσης το «In Our Time» («Στον καιρό μας»), ένα αποσπασματικό κείμενο που αποτελείται από έξι σύντομες ιστορίες, δύο από τις οποίες αφορούν την Ελλάδα και συμπεριλαμβάνονται στην παρούσα έκδοση, επίσης σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού.
Έρνεστ Χέμινγουεϊ
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ γεννήθηκε το 1899 στο Oak του Ιλινόις. Από τα παιδικά του χρόνια γνώρισε το πάθος των ταξιδιών που σημάδεψε τη ζωή και το συγγραφικό του έργο. Το 1917 ο Χέμινγουεϊ προσλήφθηκε ως ρεπόρτερ στην εφημερίδα Αστέρας του Κάνσας Σίτυ. Τον επόμενο χρόνο δέχτηκε να πάει ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου στο ιταλικό μέτωπο, όπου πληγώθηκε άσχημα και παρασημοφορήθηκε δύο φορές. Γύρισε στις Η.Π.Α. το 1919 και παντρεύτηκε το 1921. Το 1922 ήταν ανταποκριτής στο ελληνοτουρκικό μέτωπο και δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία για να αφιερωθεί στη λογοτεχνία. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ανανέωσε τις πρώιμες φιλίες του με Αμερικανούς αυτοεξόριστους, όπως τον Έζρα Πάουντ και τη Γερτρούδη Στάιν. Η ενθάρρυνση και το ενδιαφέρον που έδειξαν για τα κείμενά του έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους του Χέμινγουεϊ. Τα δύο πρώτα βιβλία του ήταν οι “Τρεις ιστορίες και δέκα ποιήματα” και το “Στον καιρό μας” (1925). Ευρύτερα, όμως έγινε γνωστός με τη σατιρική νουβέλα “Οι χείμαρροι της άνοιξης” (1926), με την οποία και καθιερώθηκε. Η διεθνής του φήμη επιβεβαιώθηκε με τα επόμενα τρία βιβλία του: “Φιέστα” (1926), “Άντρες χωρίς γυναίκες” (1927) και “Αποχαιρετισμός στα όπλα” (1929). Αναμίχθηκε με πάθος στις ταυρομαχίες, “Θάνατος στο απομεσήμερο” (1932), στο κυνήγι άγριων ζώων στην Αφρική, “Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής” (1935), και στο ψάρεμα στην ανοιχτή θάλασσα, “Ο γέρος και η θάλασσα” (1952). Στο κλασικό μυθιστόρημα “Για ποιον χτυπά η καμπάνα” (1940) καταγράφονται οι εμπειρίες του από την παραμονή του στην Ισπανία κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Το άμεσο και φαινομενικά απλό ύφος της γραφής του δημιούργησε ολόκληρες γενιές μιμητών, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα, ενώ η αναγνώριση της θέσης του στην παγκόσμια λογοτεχνία ήλθε το 1954, όταν τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ. Ο Χέμινγουεϊ αυτοκτόνησε το 1961 στο Αϊντάχο.