Την Τετάρτη 20 Απριλίου 2016 στις 20:00 εγκαινιάζεται η νέα ατομική έκθεση της Βάσως Γκαβαϊσέ στην γκαλερί ΑΔ.
Τα γεωμετρικά ανάγλυφα της Βάσως Γκαβαισέ έλκουν την καταγωγή τους από τα στερεά του Πλάτωνα, τα οποία πλάθει και συνδέει κόβοντας, αφαιρώντας ή διπλώνοντας την επιφάνεια του χαρτιού που δουλεύει. Από αυτήν την επίπεδη επιφάνεια του χαρτιού και από την αφηρημένη και αυστηρή τελειότητα των γεωμετρικών σχημάτων, αναδύονται τελικά βάθος και κίνηση.
Αυτό το παιχνίδι επιπέδων και βάθους ενισχύεται από την χρήση ενός μεταλλικού φίλμ με το οποίο η καλλιτέχνις επιστρώνει το χαρτί. Ενσωματώνει έτσι το φώς σαν αυθύπαρκτο υλικό, δουλεύοντας πάνω στα παιχνίδια της σκιάς και της αντανάκλασης, δίνοντας μια πραγματική υλικότητα στις φόρμες που χαράζει κι οι οποίες αποκτούν την δική τους δυναμική ανάλογα με τον φωτισμό και την τοποθέτηση του βλέμματος.
Η πλαστική γλώσσα της Γκαβαϊσέ δεν είναι μια γλώσσα αφηγηματική. Όπως σημείωνε, από πολύ νεαρή ηλικία ήδη, ο Klee: «Αν από το σύνολο των στοιχείων [που απαρτίζουν ένα ζωγραφικό ή αρχιτεκτονικό έργο] προσπαθήσω να ανασύρω την καθαρή σύνθεση, η λογική πλευρά τους είναι για μένα πιο προφανής απ’ ότι η δημιουργική ορμή και φαντασία από την οποία προέρχονται». Είναι αυτή η δομική διάσταση του έργου τέχνης, αλλά και του σύμπαντος που αναζητά να συλλάβει η Γκαβαϊσέ συσχετίζοντας τα κανονικά της πολύγωνα σύμφωνα με μία λογική προαποφασισμένη και ένα πλάνο άκρως λεπτομερειακό.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η δουλειά της εν τούτοις δεν κλίνει προς την καθαρή εννοιολογία. Έχοντας κατά νου τις αρχές της λογικής και της γεωμετρικής δομής, η Γκαβαϊσέ, αφήνεται να οδηγηθεί από τις αισθήσεις, από την ύλη και το φώς που επιβάλλουν τους δικούς τους ρυθμούς και ρυθμίσεις. Δεν υλοποιεί ένα προαποφασισμένο σχέδιο σαν μια απλή τυπική διαδικασία. Το έργο παίρνει σάρκα και οστά και πλάθεται παίρνοντας υπ’ όψιν τα εμπόδια και τις επιταγές που επιβάλλονται από την ύλη, το φως, το κέντρο βάρους της σύνθεσης. Ακολουθεί βεβαίως τους προδιαγεγραμμένους ιστούς, αλλά αφήνει ελεύθερο πεδίο σε μία φόρμα φυσικής δομής και κίνησης.
Όντας πολύ ορθολογικά, τα έργα της απευθύνονται ταυτόχρονα στις αισθήσεις προκαλώντας ένα συναίσθημα σχεδόν μυστικιστικό, ανάλογο με αυτό που προκαλείται από την παρατήρηση τελείων μορφών και αναλογιών στη φύση και που συχνά αποδίδονται στην υλοποίηση ενός θείου σχεδίου. Αυτή η πνευματικότητα ενισχύεται άλλωστε από τη χρήση των επιφανειών με την μεταλλική λάμψη, που θυμίζουν το χρυσό της βυζαντινής τέχνης, σύμβολο ενός απόλυτου χώρου που λούζεται στο θείο φως.
Θα μπορούσε, ίσως, από την άποψη της τεχνικής να συσχετισθεί το έργο της με την λαϊκή παράδοση, τα κεντήματα και τα πλεκτά, την γυναικεία ταυτότητα στον οικιακό χώρο. Θα μπορούσε κανείς να αναζητήσει σχέσεις της δουλειάς της με τις «μυστικιστικές» λινάτσες του Δανιήλ, και την θρησκευτική πνευματικότητα του Νίκου Αλεξίου. Εκείνο όμως που την διαφοροποιεί είναι η χρήση επαναλαμβανόμενων στοιχειωδών γεωμετρικών μορφών που «χτίζουν» μια τελική εικόνα που ακροβατεί ανάμεσα στις δύο και τις τρείς διαστάσεις. Μια εικόνα χτισμένη ακριβώς όπως τα σωματίδια της ύλης χτίζουν ολόκληρο τον φυσικό κόσμο, ορατό και αθέατο.