Η Αίθουσα Τέχνης «ΚΑΠΛΑΝΩΝ 5» παρουσιάζει την ατομική έκθεση ζωγραφικής του Κωνσταντίνου Παπαργύρη, όπως παρουσιάστηκε τον Απρίλη στη γκαλερί «Δεσμός» στο Παρίσι.

Η Μαρίνα Κανακάκη, στο κείμενό της που συνοδεύει τον κατάλογο της έκθεσης, αναφέρει, μεταξύ άλλων:
       
«Και ανεβαίνουν το βουνό, πετώντας ένα ρούχο σε κάθε τους βήμα για να πλυθούν από το θεαθήναι, να λυτρωθούν από κάθε αβάσταχτη ματαιότητα. Ρίχνουν τις πλαστές τους ταυτότητες, διεφθαρμένες από τα προσωπεία του φαίνεσθαι. Θέλουν να φτάσουν στην Ουσία τους, την ποτέ αρκετά Ανθρώπινη γι’ αυτούς. Στοχεύουν άυλες περιοχές όπου κατόρθωμα σημαίνει να είσαι μονάχα ο Εαυτός σου. Γυμνοί και ευάλωτοι, στην κορυφή ενός βουνού που λάμπει μες στην μαύρη νύχτα, κάνουν την ύστατη προσπάθεια… Γιατί πάνω σ’ αυτό τον παλλόμενο τόπο, τον απόκρημνο βράχο, υπάρχει ένα αχαρτογράφητο σημείο συνάντησης. Ένα “σημείο-ραντεβού”, σ’ αυτά τα απροσμέτρητα ύψη, όπου οι αιωρούμενες ψυχές των νεκρών, ξεπλυμένες από τις αμαρτίες, απευθύνονται σ’ εκείνες των μαχόμενων αναρριχητών, των “αλπινιστών της κάθαρσης”.

Καθισμένος στο πάτωμα του “εργαστηρίου των αποκαλύψεων”, ο Κωνσταντίνος Παπαργύρης ξύνει και χαράσσει την μυστηριώδη ύλη πάνω στον απλωμένο μουσαμά, ζωντανεύοντας με εμπνευσμένες και αυθόρμητες κινήσεις την ουδέτερη ώχρα και τις φορτισμένες αποχρώσεις της. Με τα φθαρμένα του πινέλα, που στεγνώνει στον ήλιο και “ξανακουρεύει”, ζωγραφίζει το θρόισμα των κινούμενων φύλλων. Έπειτα, όταν η εύπλαστη φύση αποτυπωθεί στο ακρυλικό ή στο λάδι, πάνω στον τραχύ καμβά, ο Παπαργύρης πετάει τελικά τα σακατεμένα πινέλα.

“Δεν θέλω πια να δημιουργώ εικόνες. Τώρα θέλω οι εικόνες να με δημιουργούν. Δεν επιθυμώ πια να επιβάλλω το όραμά μου στο χαρτί ή στον καμβά. Αφήνω τα έργα μου να γεννιούνται εξ ανάγκης. Να απελευθερώνονται από μένα. Να απελευθερώνομαι εγώ από αυτά. Και να μου αποκαλύπτουν ποιος είμαι. Βασικά, δεν θέλω πια να έχω τον απόλυτο έλεγχο όσων συμβαίνουν στον καμβά. Θέλω να δώσω τον λόγο σ’ ότι προκύπτει φυσικά απ’ το μυαλό και το χέρι μου. Γι’ αυτό τελευταία, αφήνω πολύ χώρο στην τύχη και στο ένστικτο. Δεν μου υπαγορεύω σχεδόν τίποτα. Οι αρχικές μου ιδέες μεταμορφώνονται εν τελεί σε κάτι τελείως διαφορετικό. Προσωπικά, αυτό το θεωρώ πρόοδο. Απελευθέρωση.

Όμως δεν σημαίνει ότι αφήνομαι στην ευκολία. Κάθε άλλο. Αντιθέτως αφουγκράζομαι, δηλαδή ακούω με πολλή συγκέντρωση και δεκτικότητα, εκείνο που θέλει να μου πει η αναδυόμενη εικόνα. Μιλάει πρωτίστως για μένα και κάθε φορά ανακαλύπτομαι λίγο περισσότερο. Έτσι μαθαίνω ποιος είμαι χωρίς να μένω αιχμάλωτος των επιρροών μου. Ακόμα κι αν αυτές φανερώνονται με φυσικό τρόπο στα έργα μου. Σ’ αυτή τη δουλειά, μπορεί κανείς να εντοπίσει αναφορές σε μύθους. Ο Parcifal είναι ιδιαίτερα παρών. Όπως και τα Ευαγγέλια, οι φορείς των καλών ειδήσεων. Οι Άγιοι. Οι Προστάτες. Το Βυζάντιο. Τα παραμύθια. Κάποιος μυστικισμός που μου ταιριάζει αρκετά. Και επίσης κάποια μοτίβα που θυμίζουν πρωτόγονη τέχνη ή και τους Ίνκας. Θα τολμούσα να πω πως έχω φτάσει σ’ ένα στάδιο όπου η Ζωγραφική είναι εκείνη που με ζωγραφίζει.”…»