Το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ στη Νέα Ιωνία, αντιπαραβάλλει έργα του Pawel Althamer, από τη μια, και των Urs Fischer, Jacob Kassay και Jakub Julian Ziolkowski από την άλλη…
… σε μια έκθεση που διαρκεί από τις 20 Ιουνίου έως και τις 31 Οκτωβρίου 2012.
Το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, αντιπαραβάλλει έργα του Pawel Althamer, από τη μια, και των Urs Fischer, Jacob Kassay και Jakub Julian Ziolkowski από την άλλη δημιουργώντας ένα πλαίσιο συμβιωτικών συναντήσεων που προκαλεί τους θεατές να αναθεωρήσουν τις προκαταλήψεις τους γύρω από την τέχνη.
Επί τέσσερις μήνες το έργο του Althamer θα είναι ευάλωτο σε ρήξεις και ασυνέχειες –αποτέλεσμα της επαφής του με λογής αταίριαστες παρουσίες– και στην ανησυχαστική επίδραση των λεπτών αντιθέσεων που χαρακτηρίζουν μια σειρά από παρασιτικές σχέσεις: τα τοτεμικά γλυπτά του απέναντι στα κάτοπτρα και τη γραμμή του Urs Fischer, η Mezalia του, ένα κατακερματισμένο αστικό τοπίο, απέναντι στο εφιαλτικό σύμπαν του Jakub Julian Ziolkowski και μια σειρά άλλων επιλεγμένων γλυπτών του απέναντι στο λαμπύρισμα των ασημένιων καμβάδων του Jakob Kassay.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Μέσα από τους ασυνήθιστους αυτούς συνδυασμούς κάθε έργο γίνεται ένα φασματικό καθρέφτισμα του διπλανού του, ενώ σχέσεις δημιουργούνται στο εσωτερικό του εικαστικού αυτού συνόλου από τις οποίες αναδύονται τρομακτικές σιλουέτες που καθιστούν αδύνατη τη διάκριση μεταξύ αρχικής μορφής και ειδώλου.
Pawel Althamer (γεννημένος στη Βαρσοβία το 1967)
Μέσω του έργου του, που εκτείνεται από τη γλυπτική και το σχέδιο ώς τις εγκαταστάσεις και την περφόρμανς, ο Pawel Althamer διερευνά το νόημα των βασικών εκείνων ανθρώπινων σχέσεων που εδράζονται στο ένστικτο, θέτει υπό αμφισβήτηση τα όρια και το βαθύτερο νόημα της ταυτότητας και εξετάζει τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Το έργο αυτό, τεκμήριο πίστης στη δυνατότητα της τέχνης ν’ αλλάξει τον κόσμο, καταπιάνεται με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες μέσα στις οποίες δομείται η σύγχρονη ζωή. Εξαιρετικά παραγωγικός και κεντρική φιγούρα της σύγχρονης εικαστικής σκηνής στην Πολωνία ήδη από τη δεκαετία του ’90, ο Althamer δείχνει ένα συστηματικό ενδιαφέρον για τη μεταμορφωτική δύναμη της τέχνης και προσφέρει στους θεατές του έργου του μια νέα αντίληψη της καθημερινής ύπαρξης. Το πλούσιο γλυπτικό έργο του εστιάζει κατά κύριο λόγο στο ανθρώπινο υποκείμενο. Κεντρική θέση σε αυτό κατέχουν ειδικότερα τα εξόχως ρεαλιστικά και συγχρόνως σουρεαλιστικά γλυπτικά πορτρέτα του εαυτού του, καθώς και μελών της οικογένειάς του και άλλων οικείων του (βλ. Sylwia και Adam, δημιουργημένα αμφότερα το 2010). Οι ανθρώπινες φιγούρες του είναι συνήθως φυσικών διαστάσεων και είναι κατασκευασμένες από οργανικά υλικά όπως εντόσθια ζώων, άχυρο, φυσική τρίχα και ξύλο, αλλά και από πλαστικό. Τα ασυμβίβαστα αναπαραστατικά γλυπτά του μοιάζουν με σώματα εν αναμονή ψυχών, ενώ τα γλυπτικά σύνολά του ειδικότερα δίνουν την εντύπωση της παρουσίας ενός συλλογικού πνεύματος. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο καλλιτέχνης, το ενδιαφέρον του για την αναπαραστατική γλυπτική πηγάζει από τη γοητεία που ασκεί επάνω του η ιδέα ενός θεού-δημιουργού.
Το πλήθος των αυτοπροσωπογραφιών και αυτοβιογραφικών έργων που ο Althamer έχει στο ενεργητικό του δηλώνει έναν προβληματισμό σχετικό με την εξερεύνηση του Εγώ. Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί το ίδιο το σώμα του και τον εαυτό του γενικότερα ως μέσα στην προσπάθεια οικοδόμησης μιας διαφορετικής σχέσης με τον κόσμο. Απεικονίζοντας τον εαυτό του άλλοτε στο παρόν και άλλοτε στο παρελθόν, ή το μέλλον, προσφέρει στους θεατές του έργου του μια εικαστική αυτοβιογραφία. Το έργο του Self-portrait as an Old Man (2001), για παράδειγμα, ενσαρκώνει μια πρόβλεψη για τη ζωή του στο μέλλον και υποδηλώνει συγχρόνως μια προσπάθεια ανακάλυψης των βαθύτερων καταβολών του. Ομοίως και στο έργο του Mezalia (2007-2010) –παρότι έργο κατασκευασμένο αρχικά ως σκηνικό για την ομότιτλη ταινία animation του Jacek Taszakowski– δε διστάζει να συμπεριλάβει αυτοβιογραφικά στοιχεία. Πρόκειται για μια εγκατάσταση που αποτελείται από τρεις ανεξάρτητες μακέτες-απεικονίσεις μιας διαφορετικής πραγματικότητας, κάθε μία από τις οποίες προτείνει μια περιήγηση στο παρόν και το παρελθόν του καλλιτέχνη. Βλέπουμε έναν νεαρό Althamer στο μέσον ενός ημιαστικού τοπίου, μιας οιονεί Εδέμ που παραπέμπει κατά πάσα πιθανότητα στο Μπρόντνο, το χωριό όπου μεγάλωσε, και κατ’ επέκταση στην ειδυλλιακή εποχή της νεότητάς του. Απέναντι από τον απολεσθέντα αυτόν παράδεισο της παιδικής ηλικίας ένας ενήλικος Althamer, ο Althamer του σήμερα, στέκει μπροστά σ’ ένα παράθυρο κοιτάζοντας έξω τον νεαρό που υπήρξε κάποτε και αναπολώντας το παρελθόν του.
Urs Fischer (γεννημένος στη Ζυρίχη το 1973)
Με χρονική αφετηρία τα μέσα της δεκαετίας του ’90 η εικαστική παραγωγή του Urs Fischer περιλαμβάνει αφθονία έργων σε ποικιλία μέσων, από έργα μικτής τεχνικής, σχέδια και κολάζ, έως γλυπτά, μεταξοτυπίες και εγκαταστάσεις. Μέσα από τη δουλειά του, ο Fischer φιλοδοξεί να προσεγγίσει κριτικά την ιστορία της τέχνης και ειδικότερα της γλυπτικής και να ωθήσει τον θεατή να επανεξετάσει τη σχέση του με το σώμα, την έννοια του χρόνου και τη θέση που καταλαμβάνει το αντικείμενο στη ζωή του. Συνδυάζοντας ψευδαίσθηση και πραγματικότητα και χρησιμοποιώντας μια σειρά διπόλων, όπως την αντίθεση μεταξύ επιπέδου και βάθους, ή φορμαλισμού και αφαίρεσης, τα έργα του Fischer είναι ένα περίεργο κράμα ορθολογισμού και παραλόγου. Ο καλλιτέχνης παραμορφώνει και μεγεθύνει συνηθισμένα αντικείμενα της καθημερινότητας, ή τα αποσπά ενίοτε από τα συμφραζόμενά τους τοποθετώντας τα σε νέο πλαίσιο, αποδίδοντάς τους έτσι ένα νέο, συχνά χιουμοριστικό νόημα και υπονομεύοντας τον τρόπο με τον οποίο ο θεατής έχει μάθει να τα αντιλαμβάνεται. Στο έργο του Cioran Handrail (2006) για παράδειγμα, ο Fischer παίρνει μια απλή δυσδιάστατη τεθλασμένη γραμμή που απαντά σε όλες τις μορφές τέχνης, είτε πρόκειται για το σχέδιο είτε για τη ζωγραφική, ή τη γλυπτική, και τη μετατρέπει σε τρισδιάστατο αντικείμενο.
Σημαντική για τον Fischer είναι και η έννοια του χρόνου, όπως φαίνεται και στο έργο του Death of a Moment (2010). Ένας από τους τοίχους στην πρώτη αίθουσα της έκθεσης καλύπτεται ολόκληρος από καθρέφτη που κινείται με τη βοήθεια υδραυλικού συστήματος. Η σταθερή κίνηση του καθρέφτη σε μια αδιόρατη γωνία κλίσης δρα παραμορφωτικά επάνω στη χωροταξική αντίληψη του θεατή, υποβάλλοντας την εικόνα του χώρου σε μια διακύμανση που τον κάνει να φαντάζει ρευστός. Ταυτόχρονα, παραπέμπει στην πάροδο του χρόνου, τονίζοντας την εφήμερη υπόσταση της ύλης. Ο θεατής που εισέρχεται στον χώρο όπου βρίσκονται εγκατεστημένοι οι καθρέφτες του Fischer αντικρίζει το είδωλό του και ως εκ τούτου καθίσταται και ο ίδιος μέρος της εγκατάστασης. Κατά τον ίδιο τρόπο τα έργα που συνυπάρχουν με εκείνο του Fischer στη συγκεκριμένη αίθουσα αντανακλώνται επ’ άπειρο στους μετατοπιζόμενους καθρέφτες, αμφισβητώντας εκ βάθρων τις συμβάσεις της οπτικής αντίληψης.
Jacob Kassay (γεννημένος στο Μπάφαλο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης το 1984)
Οι μονοχρωματικοί, αφαιρετικοί πίνακες του Jacob Kassay είναι ένα παράξενο υβρίδιο, μια διασταύρωση ανάμεσα στη μονοχρωματική ζωγραφική, τη γλυπτική με μεταλλικές επιστρώσεις και τις διαδραστικές εγκαταστάσεις. Εμπνεόμενος από τη μαθητεία του στη φωτογραφία, ο Kassay αποφάσισε να υποβάλλει τον ζωγραφικό πίνακα στην διαδικασία εμφάνισης φωτογραφικού φιλμ. Έτσι, οι τεχνικά σύνθετοι ασημένιοι καμβάδες του, έργο που αποτελεί το σήμα κατατεθέν της πρακτικής του, καλύπτονται από στεγανωτικό υλικό και εμβαπτίζονται στη συνέχεια σε χημικά διαλύματα. Η διαδικασία αυτή στεγνώνει το χρώμα, κάνοντας συγχρόνως τις άκρες του έργου και όποιο άλλο σημείο του καμβά έχει εκτεθεί στο χημικό διάλυμα δίχως να έχει στεγανοποιηθεί, να μοιάζει καμένο.
Τα έργα του Kassay μοιάζουν με τραχείς καθρέφτες που μέσα τους αντανακλάται ατελώς, σε ποικίλους βαθμούς καθαρότητας, το φως και η σκιά, το χρώμα και η κίνηση. Οι ημιανακλαστικές κατοπτρικές αυτές επιφάνειες «ζωντανεύουν» καθώς αιχμαλωτίζουν και αμβλύνουν στο αχνοφέγγισμά τους τις μορφές των θεατών ώς την πλήρη αφαίρεση, λειτουργώντας έτσι ως διαδραστικές εγκαταστάσεις που συνομιλούν τόσο η μία με την άλλη, όσο και με τα άλλα έργα με τα οποία γειτονεύουν, αλλά και με την αρχιτεκτονική που τις φιλοξενεί.
Jakub Julian Ziolkowski (γεννημένος στο Ζάμοσκ της Πολωνίας το 1980)
Όπως οι περισσότεροι πίνακες του Ziolkowski, έτσι και το Untitled (2009) δεν είναι παρά ένα άγρια παραισθητικό ταξίδι σ’ ένα σύμπαν αλλόκοτο και εν πολλοίς εφιαλτικό. Εμφανώς επηρεασμένα από τους λαϊκούς θρύλους και την ταραγμένη ιστορία της πατρίδας του, τα τρομακτικά τοπία του δείχνουν να διερευνούν τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Στον χαοτικό φανταστικό του κόσμο, που είναι δοσμένος με εξονυχιστικές λεπτομέρειες, δεσπόζει το ανθρώπινο σώμα σε μια άκρως γκροτέσκα και φρικιαστική εκδοχή του, βεβηλωμένο συνήθως και κομματιασμένο. Σωροί ακρωτηριασμένων κορμιών στήνονται σε ανοίκεια παρακμιακά τοπία. Ο σουρεαλιστικός χαρακτήρας και το γκροτέσκο στυλ των έργων του, καθώς και η αποτροπιαστική θεματολογία του φέρνουν στον νου τον Philip Guston και την υπαρξιακή φόρτιση των σχεδίων του, τις στοιχειωμένες από την παρουσία του θανάτου καρναβαλικές μάσκες του James Ensor και την αδυναμία του τελευταίου για τους σκελετούς, αλλά και τις εφιαλτικές σκηνές που αποτυπώνουν οι πίνακες του Hieronymus Bosch. Ανασύροντας παρόμοιες εικόνες και στοιχεία από την ιστορία της τέχνης, ο Ziolkowski τα παντρεύει με την οπτικοποίηση δικών του φόβων και εμπειριών, δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα, ένα παροξυσμικό σουρεαλιστικό σύμπαν όπου η αναπαράσταση, η αφαίρεση και το διακοσμητικό στοιχείο συχνά συγκρούονται μετωπικά.