Η Roma Gallery, μετά τα μουσειακά της αφιερώματα στον Παύλο (Διονυσόπουλο), Βάσω Κατράκη, Χρήστο Καπράλο, Βασίλη Σκυλάκο, Γιώργο Ζογγολόπουλο, Γιάννη Μίχα και συνεχίζοντας το ριζοσπαστικό της πρόγραμμα που αφορά στην προβολή εκείνων των ιστορικών προσωπικοτήτων που απαρτίζουν την ελληνική εικαστική avant-garde, παρουσιάζει το έργο ενός κορυφαίου καλλιτέχνη, του Δανιήλ (Παναγόπουλου) 1924 – 2008.
Συγκεκριμένα ο καθηγητής Μάνος Στεφανίδης, επιμελητής της έκθεσης σημειώνει:
“Ο Δανιήλ (Danil) αποτελεί σήμερα το αίνιγμα της γενιάς του ‘60, όπως ανάλογα ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος παραμένει το αίνιγμα της γενιάς του ’30. Ο Δανιήλ υπήρξε μαθητής του Κωνσταντίνου Παρθένη και υπότροφος του ελληνικού κράτους στο Παρίσι, αργότερα κατέθεσε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στη Γαλλία, επηρεαζόμενος αρχικά από το επαναστατικό κλίμα του Μάη του ’68.
Υπήρξε φίλος και συνεργάτης του ριζοσπάστη θεωρητικού και κριτικού τέχνης Pierre Restany, εισηγητή του Nouveau Réalisme, δηλαδή της ευρωπαϊκής, στοχαστικής απάντησης στην ιλαρή ελαφρότητα της αμερικανικής Pop Art. Είναι πάντως πολύ ενδεικτικό ότι ο Δανιήλ, όπως εξάλλου κι ο επιστήθιος συνοδοιπόρος του Βλάσης Κανιάρης, έζησε και δημιούργησε παράλληλα με τα σύγχρονα του κινήματα δηλαδή την Art Mécano, την Arte Povera, την ομάδα Support – Surface, τον Minimalisme, το Informel χωρίς ποτέ να προσχωρήσει απολύτως σε αυτά αλλά επιμένονταςσταθερά στην καλλιτεχνική του ανεξαρτησία.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ιδιαιτέρως πνευματώδης, εσωστρεφής, αφοσιωμένος σε μιαν έρευνα ασυμβίβαστη ο Δανιήλ, μάς κληροδότησε έργο – ορόσημο μιας ολόκληρης εποχής που σαφώς υπερβαίνει τα όρια της Ελληνικής τέχνης και συμπορεύεται με τις καλύτερες στιγμές της μεταπολεμικής, ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Για τον ίδιο, μεγάλη τέχνη έχουμε όταν η κοινωνική αναγκαιότητα καθιστά κοινωνική αναγκαιότητα.
Πολύ νωρίς ξέφυγε από το τελάρο και την αφηγηματική αναπαράσταση για να διεκδικήσει τον τρισδιάστατο χώρο με μία σειρά κατασκευών που όμως ανέτρεπαν όλες τις παραδοσιακές συμβάσεις αναπαράστασης. Χρησιμοποιώντας ευτελή υλικά, χαρτόκουτα, ξύλα, κουρέλια και αργότερα λινάτσες κατάφερε να δημιουργήσει έναν κόσμο που μέσα στην συγκινητικά χειροποίητη σαφήνεια του, αντιστεκόταν στο κυρίαρχο μοντέλο της υπερκατανάλωσης, της υπερπαραγωγής και της μαζικήςεκβιομηχάνισης.
Ορθολογιστής, υλιστής, καχύποπτος απέναντι σε οποιαδήποτε μεταφυσική “διαφυγή”, καταφέρνει παραδόξως με το ώριμο έργο του να ψηλαφήσει τα όρια του “κτιστού” και του “ακτίστου” φωτός και να καταθέσει δημιουργίες που χωρίς μεταφυσικές αναφορές, διαθέτουν ιερότητα και δέος.
Αντίθετα προς οποιονδήποτε άλλο ο Δανιήλ από τα πρώτα ως τα έσχατα έργα του, από τις σπουδαστικές του τέμπερες ως τις υποβλητικές αφηρημένες συνθέσεις του ’80, δεν διαπραγματεύεται το φως εικαστικά αλλά οντολογικά. Το δημιουργεί ex nihilo ως υλική αλλά και συγχρόνως απόλυτα πνευματική κατάκτηση.
Ο Δανιήλ προϋποθέτει το φως ως χωρική αξία, το κατασκευάζει σαν μηχανικός φωτός, το ανασκάπτει σαν αρχαιολόγος του, το γεννά μέσα από τις σκιές σε τρόπον ώστε ο υλικός τοίχος από τον οποίο εξαρτώνται τα έργα του, να μην είναι ένα όριο, το πέρας του κόσμου αλλά να είναι η αρχή ενός άλλου. Ο Δανιήλ ανήκει σε εκείνους τους ξεχωριστούς καλλιτέχνες – όπως ήταν εξάλλου κι ο Duchamp, ο ουσιαστικός δάσκαλος της γενιάς του – που είχε απόλυτα ανάγκη τον υποψιασμένο θεατή – συμμέτοχο ώστε να ολοκληρωθεί το έργο.
Όχι τόσο στα μάτια όσο στο μυαλό του αποδέκτη. Μηχανικός φωτός λοιπόν αλλά όχι με τους τρόπους των ιμπρεσιονιστών ή των φωβ – τους οποίους πάντως εκτιμούσε βαθιά – ούτε με την ιλουζιονιστική, αναγεννησιακή αισθητική αλλά μ’ έναν τρόπο που συνδέει τον βυζαντινό μυστικισμό με τον Malevich.
Κυρίως γιατί ο Δανιήλ με μίαν απόλυτα ελεγχόμενη, ρασιοναλιστική μέθοδο αλά Cézanne καταλήγει σε σχεδόν ανορθολογικά συμπεράσματα εικαστικής αποκάλυψης ( révélation). Πως δηλαδή είναι το φως πού γεννά τον χώρο ή καλύτερα που επιτρέπει στο χώρο να υπάρξει…”
Η Roma Gallery διαθέτοντας έναν μεγάλο αριθμό έργων του καλλιτέχνη, έχει προγραμματίσει να τα παρουσιάσει σε δύο ενότητες: στην πρώτη θα εκτεθούν ζωγραφικά έργα από την θητεία του στην Σχολή Καλών Τεχνών (1944 – 1947) και αργότερα, στα οποία κυριαρχεί η ιδιαίτερη αισθητική του καλλιτέχνη.
Στους πρωτοπαρουσιαζόμενους αυτούς πίνακες τους οποίους φιλοτέχνησε ο Δανιήλ όταν ήταν 25 ετών, φαίνεται πόσο ώριμος, πόσο σημαντικός ζωγράφος είναι. Στην δεύτερη ενότητα θα παρουσιαστούν οι συνθέσεις της ωριμότητάς του τα λεγόμενα Κουτιά (Boîtes) τη δεκαετία του 1960, τις συνθέσεις με τα διπλωμένα, επιζωγραφισμένα χαρτόνια και βέβαια οι μνημειακές του λινάτσες (1970 – 2007), αυτές που συνθέτει, που κατασκευάζει σαν αληθινός μηχανικός φωτός.
Η έκθεση θα συνοδεύεται από τεκμηριωμένη έκδοση με κείμενα της Διοχάντης, του Δημήτρη Αληθεινού και του επιμελητή