Οποιοδήποτε σημείωμά μου γι’ αυτήν την έκθεση των ζωγραφιών, που έκανα στα τελευταία τρία χρόνια, θα θύμιζε απολογία. Το γύρισα από δω, το γύρισα από κει και είπα «εντάξει ό,τι έγινε, έγινε», οι μπογιές, τα σχήματα, τα χαρτιά και οι κορνίζες του Λυμπεράκη είναι εδώ. Με την υπογραφή μου.
Αναφέρομαι στις κορνίζες, γιατί, όταν ήμουν στο τελείωμα κάθε ζωγραφιάς, είχα τη διάθεση να την κομματιάσω. Με το κορνίζωμα απέφευγα προσωρινά την καταστροφή.
Και να τώρα πάλι απολογούμαι γιατί δεν θρήνησα τις πολλές ώρες επίπονης χειροτεχνίας. Τι να κάνουμε… δεν θρήνησα, οπότε το θέμα έληξε κι έτσι μου απόμεινε να επισυνάψω το άλλοθι αυτής της περιπέτειας.
Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι η συγγραφική μου ιδιότητα. Πρόσωπα, λεπτομέρειες, υποσημειώσεις εικαστικής νευρασθένειας, ταξίδια σε εμμονικά τοπία, όπως αυτά της Κωνσταντινούπολης, λανθασμένες προοπτικές δασών και πτηνών, κοράκια φύλακες τερπνών στιγμών πλάι σε γυναίκες επιφυλακτικά ερωτικές αλλά και φυσιολατρικά έκτροπα παντελώς δικής μου επινοητικότητας….
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Όλα αυτά από μένα για μένα με την ελπίδα να δραπετεύσω πριν το τελικό αποτέλεσμα. Φευ! Είμαι ακόμη εδώ να κάνω αναψηλάφηση των γεγονότων που έστρωσα πάνω στο χαρτί με τέμπερες, μολύβια και μελάνια.
Στο μεταξύ άρχισα να ζωγραφίζω και τα εξώφυλλα των βιβλίων μου. Οι ήρωες με την συγκεκριμένη βαρύτητα, πόζαραν στο αμπαλάζ των πεδίων των μαχών τους αλλά όταν οι συγκεκριμένες διαστάσεις του βιβλίου ξεχείλιζαν από σχεδιαστική τεστοστερόνη περνούσα στην άνευ στόχου και προσδοκίας ελευθεριότητα των ζωγραφιών που βλέπετε.
Κι εκεί πια υπηρετούσα τα «ζιγκ-ζαγκ» του χεριού συνήθως ανυποψίαστος για τις συνέπειες του αποτελέσματος. Πάντα κάτι συγγραφικά είχα κατά νου όμως η διαδρομή ήταν γεμάτη απρόοπτα. Μπορούσα να καθυστερήσω σε μια μπορντούρα που με ερέθιζε η σχολαστική επανάληψη του μοτίβου ή ξεκίναγα να αφηγηθώ ένα βραδινό πάρτυ απελπιστικών κλισέ με υπόνοιες θανατερών κινδύνων σε μια Πόλη ιδεατή.
Αγαπούσα κι αγαπώ όμως τις ίριδες, τις πασχαλιές και τις καλέντουλες, οπότε πάνω στην αμηχανία μου τις έχωνα στο πλάνο σαν αντίστιξη σε κάτι υπόπτως σοβαρό που δεν έβγαινε. Κι έτσι αισθανόμουν σα να ύφαινα πανιά και κιλίμια νομαδικής τεχνοτροπίας ή σα να οργάνωνα θέματα για μινιατούρες περσικές ή τούρκικες, που ανέκαθεν με συνέπαιρνε η λυρική ακαμψία τους, σα να αδιαφορούσαν παντελώς για τον ενεστώτα χρόνο.
Σαν δικαιολογίες κόντρα στις συνηθισμένες εισηγήσεις ειδικών σε ανάλογα «εικαστικά δρώμενα» φαίνονται όσα γράφω ίσως γιατί φιλοξενούμαι στην αναγνωρισμένου κύρους γκαλερί «Genesis», οπότε αναγκάζομαι να βάλω σε τάξη κάποια πράγματα κυρίως για να μην ξαφνιαστούν τόσοι και τόσοι φίλοι από τον μαγικό κόσμο της ζωγραφικής, που εκτιμώ απεριόριστα.
Όλα είναι μια ιδιωτική αφήγηση με συγγραφικό πρωτίστως πρόσημο και την αφελή παρηγοριά ότι εγκλωβίζω κάποιες στιγμές, όπως δηλαδή γίνεται και στα βιβλία, στα ποιήματα, στις πινελιές των ζωγράφων, στις φωτογραφίες και στις προθέσεις της τέχνης γενικότερα ερήμην της άγριας πραγματικότητας.
Από κει και πέρα όσο τρελό κι αν ακούγεται… αισθάνομαι περισσότερο συνάδελφος του Τσώρτσιλ, που το ‘ριξε στη ζωγραφική για να γλυτώσει από την κατάθλιψη σαν παράτησε την πολιτική κάνοντας τους φίλους του να τρέμουν στο ενδεχόμενο να τους χαρίσει τα έργα του. Κάτι που δυστυχώς μερικοί δεν τη γλύτωσαν….
Και φυσικά να ευχαριστήσω από καρδιάς και τον φίλο Γιώργο Τζάνερη, που πολύ θα ήθελε, υποθέτω να επικοινωνήσει εκτός από μένα και με την πλούσια χλωρίδα των έργων του αλησμόνητου Ουΐνστον.
Φιλικά,
Γιάννης Ξανθούλης