Δουλεύοντας με τον ενδελεχή τρόπο του βυζαντινού αγιογράφου και υποστηρίζοντας με δεινή σχεδιαστική δεξιότητα κάθε διαφορετικό θεματικό στοιχείο που καθηλώνει το βλέμμα του, ο Νεκτάριος Αποσπόρης μετατρέπει έργα μεσαίων και μεγάλων διαστάσεων σε εμβληματικές συμβολικές επιφάνειες που εγκαλούν τον θεατή σε ενατένιση και σιωπή.
Άλλοτε προσεγγίζοντας επίπονα, ιεροτελεστικά σχεδόν το πυκνό ελληνικό μπλε και τις πρωινές φωτεινές ή τις νυχτερινές μυστηριακές αποχρώσεις του και άλλοτε επιλέγοντας το ασημένιο ή το χρυσό βάθος ως μια πολύτιμη κοινή χώρα λιτής αφήγησης, ο Αποσπόρης δημιουργεί μια νέα ενότητα έργων με εύγλωττη εικονοποιητική αυτοτέλεια και εντατική συμβολιστική δύναμη.
Το σύμπαν του νέου ζωγράφου, σχεδόν μεταφυσικό, επινοώντας άλλοτε μια λιτή θερινή θεματολογία στικτή από ανεξερεύνητες χρυσαφένιες ακτές και οργανικούς όγκους βράχων, θαλασσινές ρυτιδώσεις, λυρικές αντανακλάσεις σελήνης και ρωμαλέα περιγράμματα κολυμβητών, κι άλλοτε ορίζοντας το ποιητικό ελάχιστο μιας εκατόχρονης χρυσαφένιας ελιάς, προτείνει μια στιλπνή εικονοποιία που εισχωρώντας στην καρδιά μιας προσωπικής ελληνικής γεωγραφίας. εγγράφεται ανεξίτηλα στη μνήμη του θεατή.
Η «Χρυσή Χώρα» του Νεκτάριου Αποσπόρη, όπου η υποδόρια κορύφωση κάθε στιγμής μετατρέπεται σε σπάνιο ζωγραφικό ανάθημα, είναι ένας ενδοσκοπικός ελληνικός τόπος κατοικημένος από αρχαίους ελληνικούς θεούς και μικρές προσευχές ευτυχίας.