Η θεώρηση ότι ένα έργο περιέχει μέσα του το δικαίωμα της ύπαρξης του, στα χρώματα και τις μορφές, ότι οι αρχές των χρωμάτων είναι αντικειμενικά αντιληπτές και ότι μπορούν να οδηγήσουν σε ένα υψηλό επίπεδο τάξης και αλήθειας¹ υπήρξε η αφορμή για την διερεύνηση των μηχανισμών αυτών καθώς και για την επιλογή ζωγραφικής ως μια διαδικασία λήψης αποφάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, (αναπόφευκτα) δημιουργείται μια τάση μεταβατικότητας (transitivity)², κατάσταση κατά την οποία μια ζωγραφική εντάσσεται σε ένα δίκτυο το οποίο ορίζεται είτε ιστορικά, είτε οικονομικά και θεσμικά, είτε ορίζεται αντιμετωπίζοντας ερωτήματα ύλης και αισθητικής.

Η προετοιμασία του έργου, ως προς την μέθοδο, κινείται παράλληλα με την ποιητική του υπερρεαλισμού, αφετηρία της ζωγραφικής διαδικασίας χωρίς προκατασκευασμένη σκέψη, το αντίστοιχο του αντικειμενικού τυχαίου (hasard objectif). Η εντύπωση και οι αντιδράσεις που προκαλεί το αποτέλεσμα της χειρονομίας και οι κηλίδες χρώματος καθορίζουν την πορεία της διαδικασίας καθώς γίνονται αντικείμενα επεξεργασίας. Το απρόβλεπτο, το οποίο δρα τόσο ως κίνητρο αλλά και ως προϋπόθεση, οδηγεί στην υλοποίηση του έργου. Άφθονες δυνατότητες και επιλογές μέσα από μία διαδικασία δοκιμής και λάθους.

Μια εκ των υστέρων επέμβαση, διά μέσου μίας διαδικασίας ανακατασκευής και παραλλαγών φωτός-σκιάς, η παρουσία του υλικού ανταγωνίζεται ένα είδος ψευδαίσθησης, βάθος ως προϊόν νατουραλιστικής ψευδαίσθησης. Από απροσδιόριστες οπτικές ιδέες, σε κάτι συγκεκριμένο. Μολύνοντας, αναδιαμορφώνοντας την δομή της ζωγραφικής επιφάνειας, σε αντίθεση με την διαδικασία αναπαράστασης. Το σύνολο που προκύπτει από την αλληλεπίδραση των διαφορετικών ζωγραφικών διαδικασιών ταυτοποιείται εκ νέου, ως επιφάνεια πάνω στην οποία αναδύονται και αποτυπώνονται οι σκέψεις καθώς και οι συμβάσεις μεταξύ του εφικτού και αναγκαίου.

__________________________
1 Γιοχάννες Ιττεν, Τέχνη του χρώματος, Κείμενα Εικαστικών Καλλιτεχνών 5, 1998, σελ 34.
2 David Joselit, Painting Beside Itself, October 130, Fall 2009, p. 125-134.