«Η φύση έχει την πιο ωραία μνήμη» – Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
Τα έργα της Ελένης Γραφάκου υπό τον τίτλο Αντίδρομα, θα μπορούσαν, πολύ συμβατικά, θεματικά να ιδωθούν ως τοπιογραφίες που βρίσκουν στο «Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας», όπου και εκτίθενται (6 έως 14 Απριλίου 2024), τον οικείο τους χώρο. Θα επανέλθω στο τέλος στον εύλογο συνειρμό.
Η Ελένη Γραφάκου συνομιλεί με τη φύση αμέσως σχεδόν μετά την αποφοίτησή της από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Στις Διαδρομές (2003) δοκιμάστηκε ακολουθώντας δύσβατα μονοπάτια, που πολλές φορές της έκλειναν το πέρασμα, της εμπόδιζαν τη θέα προς τον ουρανό, της στερούσαν το άνοιγμα προς τη θάλασσα. Στην Υδάτινη αίσθηση (2004) ο χρωστήρας της προσλάμβανε τη θάλασσα με τις εννοιολογικές προεκτάσεις που της προσδίδει ο στίχος του Διονυσίου Σολωμού «Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν».
Στην παρούσα έκθεση εμμένει στη φύση κυρίως με δυο ενότητες έργων: «Χαϊκού» και «Rafflesia». Οι τίτλοι ανακαλούν την Ανατολή· την ιαπωνική ποίηση και το εθνικό άνθος (ραφλέσια) της Ινδονησίας. Η ζωγράφος τρέφει βαθύ σεβασμό προς τον πολιτισμό αυτών των χωρών και ως υπότροφος είχε την τύχη να γνωρίσει από κοντά την Ινδονησία, τη φύση και τους ανθρώπους της.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Τα «Χαϊκού» είναι έργα λιτά, ακουαρέλες με τύπωμα χαρακτικό και πενάκι που βγαίνουν στο χαρτί σαν μονοτυπίες, αφού το τύπωμα είναι ελεύθερο και μοναδικό κάθε φορά. Μοιάζουν, θητεύοντας στο λιτό, να προβάλλουν οπτικά μια φευγαλέα εντύπωση, μια αναλαμπή που παγιώνεται πάνω στο χαρτί· σαν ν’ ακουμπούν στα γιαπωνέζικα ιδεογράμματα και να γυρεύουν τη γραφή για να ολοκληρώσουν το νόημά τους. Ένα νόημα που προβάλλεται και καθορίζεται από τις οργανικές τους φόρμες που τα συνδέουν άμεσα με τη φύση. Η γραμμή, αφού εξαντλήσει όλες τις δυνατότητές της –της κίνησης, της φοράς, του πάχους, του ρυθμού, της σύνθεσης– συγκατανεύει στο λίγο χρώμα. Ένας χειροποίητος ιστός που θα επεκταθεί στη δεύτερη ενότητα των έργων της («Rafflesia») με νέα πνοή γεμάτος χρώματα.
Στα έργα αυτής της ενότητας το χρώμα απλώνεται με άνεση στον απλόχωρο καμβά και τον κατακλύζει συμφιλιωμένος με τη γραμμή που τον τροφοδότησε. Από μια μαύρη χαραμάδα σχεδόν ανέλπιστα «με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει» (Διονύσιος Σολωμός) ποικιλόμορφη η ζωή. Μια γενετήσια ορμή, σχεδόν επιθετική, που το συγκεκριμένο φυτό, η ραφλέσια, την οπτικοποιεί τόσο έντονα και αλησμόνητα που λειτουργεί ως η εκκίνηση της αποτύπωσης μιας φύσης που θάλλει.
Αυτή τη μετάβαση νοηματοδοτούν τα έργα των δυο ενοτήτων. Η ζωγράφος επιλέγει να βλέπει εκείνο που η ίδια κοιτάζει· κι αυτό ζωγραφίζει. Η εικόνα μεταγράφεται, δεν αντιγράφεται· κι η ανασκευασμένη εικόνα εμφιλοχωρεί στη μνήμη, επιβεβαιώνοντας την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: «Η φύση έχει την πιο ωραία μνήμη».
Βλέπω, επιλέγω, θυμάμαι, ανακατασκευάζω, συνθέτω. Στην απαθανατισμένη εικόνα συνυφαίνονται οι ενέργειες όλων αυτών των ρημάτων και απομακρύνοντάς την από έναν συγκεκριμένο χωρόχρονο προσκαλούν, και διευκολύνουν, το θεατή να ενσωματώσει κι εκείνος «αντίδρομα» τη δική του εικόνα.
Κάθε δρόμος (το δεύτερο συνθετικό του τίτλου) είναι επίπονος και πολλές φορές απαιτεί όλες τις δυνάμεις, νοητικές, ψυχικές, σωματικές. Τέτοιος είναι ο δρόμος στον οποίο αυθυποβάλλεται ο δημιουργός. Πόσον μάλλον όταν υποχρεούται να «αντιδρομήσει», να διανύσει δηλαδή το δρόμο προς την αντίστροφη κατεύθυνση, όπου τα βαθύτερα σημάδια αφήνουν όχι οι επιτυχίες, αλλά οι αποτυχίες, με τις ουλές να προδίδουν πάντα τα τραύματα.
Απέναντι στον πίνακα ο θεατής αντιδρά με το δικό του τρόπο. Αλλά η ζωγράφος προτείνει η αντίδρομη πορεία να είναι παραμυθητική, να αφήνει πίσω τα αποκαΐδια –όποια και να είναι αυτά, κυριολεκτικά και μεταφορικά– να σταθμίζεται το παρόν και να διαγράφεται, όσο γίνεται, αισιοδοξότερα το μέλλον.
Τα έργα της Ελένης Γραφάκου μορφοποιούν τοπία μνήμης, τοπία καρδιάς, υπαρξιακά τοπία που αφορμώνται από τα βιώματά της. Φύση πάσχουσα και αναθάλλουσα. Φύση οργιαστική που κατακλύζει ό,τι της αποστέρησαν. Γραμμές και χρώματα αντίδωρο στον θεατή που κοινωνεί στη φύση και σέβεται την ομορφιά της.
Ο συνειρμός της αφετηρίας (τοπιογραφία-Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας) διευρύνεται και συνάδει με τους στόχους του κοινωφελούς αυτού ιδρύματος που δεν αποσκοπεί απλώς σε μια ρομαντική ενατένιση του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά είναι ταγμένο στη μελέτη και την προστασία του.
Δρ. Γεωργία Κακούρου Χρόνη, τ. Επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθηκης
Κεντρική φωτογραφία θέματος: Ραφλέσια (λεπτομέρεια έργου)