Μερικές φορές είναι δύσκολο να γράψει κανείς την εισαγωγή για μια συνέντευξη. Ιδιαίτερα όταν το πρόσωπο στο οποίο πρέπει να αναφερθεί είναι η Ελένη Καραΐνδρου, μια δημιουργός αναγνωρισμένη διεθνώς, με μια αξιοθαύμαστη διαδρομή, γεμάτη διακρίσεις και συναρπαστικές εμπειρίες. Οι ευαίσθητες και ποιητικές συνθέσεις γραπώνουν αμέσως τα συναισθήματα και σχηματίζουν χρώματα και εικόνες. Άλλωστε, είναι μια συνθέτρια που έχει συνδέσει το όνομά της με τον κινηματογράφο, ενώ έχει προσκληθεί για συναυλίες από τις μεγαλύτερες ορχήστρες της υφηλίου.
Στις 14 Ιουνίου θα βρεθεί στο Ηρώδειο, όπου θα δώσει μια μεγάλη συναυλία για το Φεστιβάλ Αθηνών με αφορμή τον τελευταίο της δίσκο Tous des oiseaux, ενώ θα μας θυμίσει με τη συνοδεία μιας σπουδαίας ορχήστρας διάφορους “σταθμούς” από την πλούσια δισκογραφία της. Λίγο πριν ακούσουμε τις αισθαντικές της δημιουργίες ζωντανά λοιπόν, συζητήσαμε μαζί της για τα σημαντικα κομμάτια που μας έχει χαρίσει, διάφορες παγκόσμιες “στιγμές”, αλλά και το πώς βλέπει μια συνθέτρια με τόσο μεγάλη πορεία, τη μουσική και τον κόσμο σήμερα.
– Στις 14 Ιουνίου επιστρέφετε μετά από 30 σχεδόν χρόνια στο Ηρώδειο για μια συναυλία την οποία ήδη το κοινό ανυπομονεί να παρακολουθήσει. Τι μας επιφυλάσσει η βραδιά;
Έχω δώσει τον τίτλο Tous des oiseaux (Όλοι ελεύθεροι σαν τα πουλιά) για να τιμήσω αυτήν την καταπληκτική παράσταση της οποίας η μουσική θα περιέχεται μέσα. Πρόκειται για παράσταση του Wajdi Mouawad, που παίζεται δύο χρόνια και γυρνάει όλο τον κόσμο με τεράστια επιτυχία. Ίσως είναι και η μεγαλύτερη επιτυχία των τελευταίων είκοσι χρόνων στο Παρίσι. Εκτιμώ ιδιαίτερα τον Mouawad, ήταν δέκα χρονών όταν έφυγε από το Λίβανο με τον εμφύλιο, πήγε στον Καναδά, σπούδασε, διέπρεψε, έγραψε για το θέατρο και τον κάλεσε η Γαλλία να τον τιμήσει για το σύνολο της δουλειάς του.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο δίσκος λοιπόν, όσο και η συναυλία που έρχεται, περιλαμβάνουν κυρίως τη μουσική που έχω γράψει για το θεατρικό στο Παρίσι, τη μουσική που έχω γράψει για την ταινία Bomb, yek asheghaneh του Ιρανού σκηνοθέτη Payman Maadi που είναι πολύ ενδιαφέρουσα και αυτός ένας υπέροχος άνθρωπος, ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα, μιας και πρωταγωνιστούσε στο «Ένας χωρισμός» του Φαραντί. Τα θέματα λοιπόν που προέρχονται από τη νέα δισκογραφική δουλειά, θα καταλαμβάνουν το πρώτο μέρος της βραδιάς. Είναι φυσιολογικό, μιας και πρόκειται για δίσκο που κάνει επιτυχία σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Κάνω ένα διάλειμμα πριν ακολουθήσει το δεύτερο μέρος. Σπάνια κάνω διαλείμματα, αλλά το Ηρώδειο είναι ένα θέατρο που δεν έχει πολύ αναπαυτικά καθίσματα και ο κόσμος χρειάζεται να ξεμουδιάσει.
Στο δεύτερο μέρος πια, έχω επιλέξει τα οκτώ βασικά θέματα από τις ταινίες του Αγγελόπουλου. Φυσικά συμπεριέλαβα κι άλλα αγαπημένα, από την Margarethe von Trotta και την Τόνια Μαρκετάκη. Έχω και δύο θέματα από το 10, την τηλεοπτική σειρά. Αγαπήθηκαν πολύ, ειδικά το “Τανγκό του έρωτα”. Θα υπάρχουν φυσικά και θεατρικά. Πρόκειται για μουσική από παράσταση του Αντώνη Αντύπα, τον “Γυάλινο κόσμο” όπου είχα γράψει ένα κομμάτι που λέγεται “Το βαλς της Λάουρα”. Το 2010 όταν κάναμε μια μεγάλη συναυλία στο Μέγαρο είχε έρθει ο Γκαρμπάρεκ και η Κασκασιάν και είχαν παίξει αυτό το βαλς. Φυσικά θα ακούσετε και άλλες μικρές εκπλήξεις. Θέλω επίσης να τονίσω πως η Σαββίνα Γιαννάτου θα δώσει με την φωνή της άλλον αέρα στη βραδιά, όπου στο πρώτο μέρος η φωνή της θα είναι περισσότερο σαν όργανο και στο δεύτερο μέρος θα ερμηνεύσει τέσσερα τραγούδια από αυτά που ο κόσμος αγαπά και θέλει να ακούσει. Δε μπορεί να είναι τεράστιο το πρόγραμμα, για αυτό και διαρκεί δύο ώρες συν το διάλειμμα. Τα τραγούδια θα είναι η Τιμή της Αγάπης, το Ταξίδι στα Κύθηρα, η Άρια της Ρόζας και τελειώνουμε με το Τραγούδι της λίμνης.
– Αυτό το τελευταίο είναι πράγματι από τα πιο υπέροχα ελληνικά τραγούδια.
Είναι ένα πολύ ερωτικό, πολύ συναισθηματικό τραγούδι. Όσες το έχουν τραγουδήσει, το έχουν πολύ αγαπήσει και αποδώσει καταπληκτικά. Πρέπει μάλιστα να πω, ότι γράφτηκε με ιδιαίτερο τρόπο. Δούλευα τότε με τον Ντασέν στον “Γλάρο”. Είχα βρει τη μελωδία, του άρεσε πολύ του Τζούλι και μετά έπρεπε να βρούμε στίχους. Σκέφτηκα την Αρλέτα και την πήρα τηλέφωνο. Της το έπαιξα από το τηλέφωνο γιατί πιεζόμασταν να γίνει γρήγορα. Αυτή ήταν φοβερό ταλέντο και την αγαπούσα πάρα πολύ. Το έγραψε στο κασετόφωνό της και μετά από λίγες ώρες το είχε ολοκληρώσει. Έφτιαξε εκπληκτικούς στίχους που έδεναν με την παράσταση. Έγινε με ένστικτο και συγκίνηση.
– Η αλήθεια παρόλα αυτά είναι πως φαίνεστε ιδιαίτερα επιλεκτική ως προς τις συναυλίες που οργανώνετε.
Στην Ελλάδα έχω κάνει αρκετές, όχι άπειρες, αλλά μεγάλης σημασίας. Η πρώτη μεγάλη ήταν το ’88 στο Ηρώδειο. Είμαι εν ενεργεία μουσικός, γράφω συνέχεια και δεν προλαβαίνω διαφορετικά. Μου το ζήτησε το Φεστιβάλ τότε και έγινε ένα μεγάλο άνοιγμα. Μετά από χρόνια μου ζήτησαν να πάω στο Μέγαρο. Εκεί όποτε βρέθηκα, ήρθε πολύς κόσμος που με υποδέχτηκε θερμά. Στη Θεσσαλονίκη αντίστοιχα έχω πάει περίπου τέσσερις φορές, σε διαφορετικές διοργανώσεις.
Πηγαίνω πάντοτε με ορχήστρα γιατί θέλω το πνεύμα των κομματιών να μην αλλάζει. Δέχομαι πολλές προτάσεις αλλά δε μπορώ να παίξω σε συναυλία με δέκα όργανα. Αν έκανα τέτοιες υποχωρήσεις θα είχα γίνει πλούσια, αλλά θα είχα προδώσει τον πρωταρχικό μου στόχο. Τώρα στο Ηρώδειο με τα είκοσι οκτώ άτομα που θα είμαστε στη σκηνή, θα είναι από τις πιο μίνιμαλ συναυλίες μου. Από την άλλη, μου αρέσει αυτό. Αποκτά η μουσική μου μια εσωτερικότητα και έχει μεγαλύτερη δύναμη γιατί αναδεικνύεται ο κάθε καλλιτέχνης ανάγλυφα.
Έχω απίστευτες εμπειρίες πάντως από συναυλίες και ορχήστρες σε ολόκληρο τον κόσμο. Μια από τις πιο συγκλονιστικές ήταν στη Ρώμη με την ορχήστρα της Ακαδημίας της Αγίας Κεκιλίας. Με αγκάλιασαν και μου έκαναν ένα συγκλονιστικά αφιέρωμα και είχαμε περάσει πολύ ωραία.
Και μετά το Ηρώδειο όμως, έχω προγραμματίσει να πάω στις Πρέσπες τον Αύγουστο, με την χορωδία και την ορχήστρα της ΕΡΤ, τη Μαρία Φαραντούρη και έναν Τούρκο μαέστρο. Στις Πρέσπες ενώνονται όλες οι χώρες, η συναυλία θα γίνει πάνω στα σύνορα, ένα σημείο κομβικό. Τέλος, θα βρεθώ στη Γερμανία, για μια μεγάλη γιορτή όπου η ECM γιορτάζει τα 50 της χρόνια και εγώ θα κάνω το κλείσιμο. Οπότε, υπάρχουν και άλλα συναυλιακά πράγματα στον ορίζοντα.
– Ας επιστρέψουμε στο νέο δίσκο, που κυκλοφορεί από την ECM. Πόσο σημαντικό είναι για έναν Έλληνα καλλιτέχνη να υποστηρίζεται από μια δισκογραφική τέτοιου βεληνεκούς σε μια εποχή που κακά τα ψέματα η δισκογραφία φθίνει;
Είναι εξαιρετικά σημαντικό, όχι μόνο τώρα που η δισκογραφία όντως διανύει δύσκολες εποχές, αλλά ήταν εξαιρετικό και τότε που έγινε, πριν ακριβώς 30 χρόνια. Το 1989 αποφασίστηκε η συνεργασία. Όλο αυτό άρχισε να προετοιμάζεται από το 1986 όταν φώναξα εγώ το Γκαρμπάρεκ, για να παίξει στη μουσική για τον Μελισσοκόμο. Πήγα στο Όσλο, τον βρήκα, άκουσε τις συνθέσεις, του άρεσαν πάρα πολύ, φτιάξαμε μια ωραία μακέτα και μου είπε χαρακτηριστικά “Θα μιλήσω στην οικογένειά μου”. Η οικογένειά του φυσικά ήταν ο Manfred Eicher και η ECM!
Αλλά εγώ ήμουν παθιασμένη ούτως ή άλλως με την εταιρεία. Όποιος ρίξει μια ματιά στη συλλογή μου με δίσκους – μιας και εγώ ακούω ακόμη βινύλιο! – θα διαπιστώσει πως έχω πάρα πολλούς από το 1972 και μετά, τότε που ανακάλυψα την ECM. Τον Γκαρμπάρεκ τον σκέφτηκα γιατί όταν πήγαινα το καλοκαίρι διακοπές, άκουγα τον δίσκο του, Places. Έβγαζε μια μελαγχολία φοβερή. Αργότερα κατάλαβα γιατί παίζει έτσι, είναι το γεγονός ότι έχει μέσα του τον καημό του ξεριζωμού…
Επιστρέφοντας λοιπόν στο ερώτημα, λέω πως η αρχή της συνεργασίας με την ECM και η σχέση που αναπτύχθηκε στη συνέχεια, για μένα ήταν απογείωση διότι ένας άνθρωπος σαν τον Eicher, του οποίου τη δουλειά θαύμαζα, δεν είχα φανταστεί ότι με είχε προσέξει. Αυτός με ήξερε επειδή ήταν και κινηματογραφόφιλος και είχε δει το Ταξίδι στα Κύθηρα και του είχε αρέσει πολύ η μουσική μου, οπότε έδωσε την άδεια στο Γιαν Γκαρμπάρεκ να παίξει για τον Μελισσοκόμο. Μετά αρχίσαμε να μιλάμε συχνά, κανονίζαμε ραντεβού που δε γινόντουσαν… όλα αυτά τα ωραία.
Κάποτε όμως ήρθε η ώρα να βρεθούμε, μου έκλεισε εισιτήρια και πήγα στο Μόναχο με κάτι τεράστιες τσάντες γεμάτες κασέτες. Καθίσαμε ώρες ολόκληρες, άκουσε και ξανάκουσε και ήταν ιδιαίτερα συγκεντρωμένος και συγκινημένος. Του άρεσαν οι μουσικές και οι Έλληνες μουσικοί που είχα επιλέξει. Μάλιστα με αρκετούς από αυτούς, όπως ο σημαντικός Βαγγέλης Χριστόπουλος στο όμποε, συνεργάζομαι και σήμερα. Ο Eicher δε σταματούσε να λέει τι υπέροχοι που είναι όλοι. Εγώ λοιπόν, επειδή έχω πάθος με τους Έλληνες μουσικούς και πιστεύω ότι έχουμε εκπληκτικό δυναμικό, μου άρεσε πολύ που εκείνος ενδιαφερόταν και για το ηχόχρωμα των οργάνων και τον τρόπο παιξίματος. Αυτή λοιπόν η σχέση που χτίστηκε οδήγησε στη δημιουργία του πρώτου δίσκου, του “Music for films”. Εκεί πλέον αντιλαμβάνεσαι ότι οι διαστάσεις είναι άλλες.
Πρέπει όμως να πω και ότι εγώ δεν έχω παράπονο. Πριν έρθει η ECM στη ζωή μου είχα συνεργαστεί εξαιρετικά και με τη Minos EMI. Κάναμε οκτώ εκπληκτικούς δίσκους, εκ των οποίων οι δύο έγιναν χρυσοί, την εποχή που χρυσοί γίνονταν με 50.000 πωλήσεις. Οι δίσκοι μου αγαπήθηκαν στην Ελλάδα, γράφτηκαν καταπληκτικές κριτικές. Απλώς όταν ήρθε ο Eicher και η ECM έγινα γνωστή στο διεθνές κοινό. Δεν περιορίστηκα εδώ και αυτό σιγά – σιγά είχε τρομερή απόδοση γιατί με γνώρισε κι άλλος κόσμος, γράφτηκαν κριτικές σε μεγάλα ξένα έντυπα της Ιαπωνίας, της Κίνας, της Αμερικής και μετά άρχισαν να με καλούν οι ξένες συμφωνικές ορχήστρες. Οπότε χωρίς να έχω ατζέντη, επιλέγω και πηγαίνω σε υπέροχες διοργανώσεις. Το να σε καλέσει μια ορχήστρα στην Πολωνία ή στην Ταϊβάν, είναι πραγματικά θαυμάσιο. Άνοιξαν λοιπόν οι ορίζοντές μου.
Θέλω να πω πως εκτιμώ φοβερά το γούστο του, το μυαλό του, είναι ένας λάτρης του κινηματογράφου και της ποίησης. Κυκλοφορεί και έχει μαζί του σε πολύ μικρές σημειώσεις κομμάτια από Σεφέρη και Κάλβο. Την αγαπά πολύ την Ελλάδα. Χτίσαμε μια πολύ βαθιά φιλία και αυτό που ανακάλυψε εκείνος σε εμένα εγώ η ίδια στον εαυτό μου δεν το αναγνώρισα. Είναι ένας φανατικός του πιάνου μου για αυτό και με πιέζει να βγάζω περισσότερα κομμάτια που παίζω πιάνο. Δεν είναι πολύ σημαντικό να έχεις κάποιον κοντά σου, να σε παρακινεί, να σε εμπιστεύεται, να σε ενθαρρύνει και να σε εμπνέει;
– Μιας και μιλάμε για έναν νέο δίσκο, ποια η γνώμη σας για τον τρόπο που πλέον ακούμε μουσική; Τι πιστεύετε ότι έχει αλλάξει;
Κοιτάξτε, εγώ προσωπικά ακούω με τον παλιό τρόπο. Τα ωραία πράγματα δεν τα αλλάζω. Για μένα είναι υπέροχο το να έχω ένα πικάπ, τα βινύλιά μου ή ένα καλό cd-player ανάλογα την περίπτωση. Δεν μπορώ να αναζητήσω τη μουσική στο YouTube και σε άλλες πλατφόρμες. Δεν έχω κάνει και κοινωνιολογικές παρατηρήσεις να ξέρω τι γίνεται. Οι νέοι φαντάζομαι έχουν άλλες προσβάσεις, άλλες συνήθειες. Έχει αλλάξει ίσως ότι δεν κάθονται να ακούσουν ολόκληρη τη δουλειά και να εστιάσουν βαθιά στα κομμάτια.
Από την άλλη όμως, σε σχέση με την εποχή που εγώ ήμουν νέο κορίτσι στο ωδείο, τώρα είναι δεκαπλάσιοι οι άνθρωποι που μαθαίνουν μουσική. Τα ωδεία είναι γεμάτα, βγαίνουν ταλέντα απίστευτα.
– Φαίνεται πως εκτιμάτε ιδιαίτερα το δυναμικό που διαθέτει η ελληνική μουσική.
Φυσικά! Σε αυτήν την συναυλία ας πούμε, υπάρχουν και βετεράνοι αλλά και πολλοί νέοι άνθρωποι για τους οποίους είμαι περήφανη και χαρούμενη. Για παράδειγμα, υπάρχει ένας τσελίστας νεότατος, ο Αλέξανδρος Μποτίνης, τον οποίο πήρα μαζί μου και στη Γαλλία. Τον γνώρισα όταν χρειάστηκα ένα σύνολο εγχόρδων, πράγμα που για μένα είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον τρόπο που γράφω μουσική.
Οι μουσικοί που συνεργάζομαι, τους οποίους αγαπώ και εκτιμώ ιδιαίτερα και είναι όλοι βουτηγμένοι οικογενειακώς μέσα στην τέχνη, μου βρήκαν νέα παιδιά και φτιάξαμε ένα σύνολο. Ηχογραφήσαμε τα κομμάτια. Έβαλα και ακορντεόν γιατί είναι ένα όργανο που χρησιμοποιώ πολύ στις συνθέσεις μου, αλλά και ένα εκπληκτικό φαγκότο. Φυσικά δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω τον απίστευτο μουσικό David Lynch που συνεργάζεται μαζί μου από όταν ήρθε από την Αμερική. Έπειτα είναι και ο Χριστόπουλος στο όμποε, η Στέλλα Γαδέδη στο φλάουτο και φυσικά ο Σωκράτης Σινόπουλος, τον οποίο δεν αποχωρίζομαι από το 2001 που τον γνώρισα. Έχω αγαπήσει τον τρόπο που παίζει και δούλεψα μαζί του στις Τρωάδες, στη Μήδεια και στην Ελεγεία του Ξεριζωμού. Αυτή η εξαιρετική συναυλία υπάρχει και σε DVD από την ECM. Θέλω πάντως να πω ότι για μένα ο Σινόπουλος είναι εξαιρετικά προικισμένος και μπορεί να καταλάβει εύκολα κάποιος πως τα έργα για τα οποία έγραψα τη μουσική του δίσκου, χρειάζονταν απαραίτητα τον Σινόπουλο και την δεξιοτεχνία του.
Όταν πήγα πέρυσι στο Παρίσι, πήρα όλους τους μουσικούς μαζί και οι Γάλλοι τους αποθέωσαν. Έκανα μια ενδιαφέρουσα διαρρύθμιση της ορχήστρας, την οποία θα κρατήσω. Τους έβαλα όλους σε δύο σειρές, είχαν κατά πρόσωπο το κοινό και δεν είχαμε αυτό το πήξιμο που γίνεται στις ορχήστρες. Είμαστε πάνω στη σκηνή 28 άτομα και τους εκθέτω όλους, να φαίνονται με το πιάνο στη μέση και πολύ ψηλά τα πνευστά. Είμαι περήφανη λοιπόν, που μέσα σε αυτήν την παρουσίαση, υπάρχουν πολλά νέα παιδιά και ταλέντα. Μάλιστα, δεν έχω μαέστρο, τα έχουμε φτιάξει και δουλέψει έτσι όλοι μαζί, ώστε να υπάρχει μια φυσική ροή ανάμεσα στα κομμάτια, σαν σουίτα. Στο Παρίσι, είχε έρθει ο Eicher, του άρεσε πάρα πολύ το αποτέλεσμα, συνεχάρη τα παιδιά και είπε πως είναι ένα από τα καλύτερα σύνολα εγχόρδων που έχει ακούσει.
– Όταν γράφετε κινηματογραφική μουσική δουλεύετε πάνω σε έτοιμες εικόνες;
Όχι. Στις κινηματογραφικές επιλογές που έχω κάνει για να επενδύσω μουσικά, κινούμαι με τον τρόπο που συνηθίζω από παλιά. Ακούω το “παραμύθι” σαν αφήγηση και από εκεί “βλέπω” πάρα πολλά πράγματα. Έτσι έκανα και για όλες τις ταινίες του Αγγελόπουλου. Μετά, εμπνεόμενη από την κεντρική ιδέα αυτού που θέλει να εκφράσει ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος, φτιάχνω και παίζω τα θέματά μου. Δουλεύω πάνω σε ιδέες, σε συναισθήματα που γεννιούνται με τις ιστορίες. Το ίδιο συμβαίνει και στο θέατρο. Αν έχω να κάνω μουσική για τον Τσέχωφ ας πούμε, θα διαβάσω το έργο, θα συζητήσω με τον σκηνοθέτη, γιατί ο καθένας θα φωτίσει με τον δικό του τρόπο κάποια ιδιαίτερα στοιχεία και γράφω κάπως έτσι.
Ειδικά στο σινεμά δε, δίνω τα θέματα στους σκηνοθέτες και αφού τα νιώσουν και τα αγαπήσουν, κάθομαι με την ησυχία μου και τα ενορχηστρώνω. Έτσι, όταν αυτοί τρέχουν σαν τρελοί στα γυρίσματα, εγώ ήρεμη στο σπίτι μου τα ολοκληρώνω. Πιθανώς να περάσω να δω κάποιο κομμάτι του γυρίσματος, να πάρω λίγο την αίσθηση, αλλά ως εκεί. Δεν είναι βέβαια λίγες οι φορές που δεν τα βρίσκω εξ αρχής με το σκηνοθέτη, αλλά επιμένω και δικαιώνομαι στο τέλος!
– Πάντως διάφοροι καλλιτέχνες που γράφουν ή σκηνοθετούν εμπνέονται και δημιουργούν με βάση δικές σας μελωδίες. Φαντάζομαι θα το έχετε μάθει.
Είναι πολύ συγκινητικό αυτό που λέτε γιατί κάτι τέτοιο συνέβη και με τους δύο που μου ζήτησαν να συνεργαστούμε τώρα. Δηλαδή ο Mouawad, μου εξομολογήθηκε πως όταν είδε το Βλέμμα του Οδυσσέα, έψαξε και βρήκε το CD, μετά συνέχισε να αγοράζει τις νέες κυκλοφορίες μου και όλα τα θεατρικά του έργα τα έγραψε ακούγοντας τη μουσική μου. Το ίδιο μου είπε και ο Maadi, ότι τα σενάριά του τα γράφει ακούγοντας συνθέσεις μου. Τρελάθηκα. Έχω φίλους ζωγράφους που μου λένε πως ζωγραφίζουν ακούγοντας παλιά κομμάτια. Για παράδειγμα η υπέροχη Νίκη Γουλανδρή που έφυγε πρόσφατα, με αγαπούσε πολύ και μου είχε εξομολογηθεί ότι ζωγράφιζε λουλούδια του αγρού ακούγοντας CD μου.
Νομίζω τελικά ότι η μουσική είναι η πιο άμεση γλώσσα που υπάρχει στον κόσμο και σαν άμεση γλώσσα καρφώνει τα βέλη της στην καρδιά και την ψυχή του ανθρώπου.
– Κάποια στιγμή παρόλα αυτά, νιώθετε κορεσμό ή μια ανάγκη να περάσετε ένα διάστημα σιωπής;
Βέβαια, όμως δεν είναι από κορεσμό, αλλά από άποψη. Αγρανάπαυση το λέω (γέλια). Οι περισσότερες στιγμές είναι σιωπής. Όταν γράφεις μουσική, η έμπνευση κρατά πάρα πολύ λίγο. Είναι στιγμιαίο. Γράφω το οτιδήποτε αυτοσχεδιάζοντας στην κασέτα, χωρίς να το ψάχνω πολύ. Το προφυλάσσω. Έπειτα αρχίζω να το καταγράφω. Μετά αρχίζω και σκέφτομαι τι χρώματα θα βάλω και τι όργανα. Ευχάριστο, αλλά τρώει ώρα. Όταν μετά έρχεται η τρίτη φάση του στούντιο και θα πρέπει να εξηγήσεις στους ανθρώπους τι είναι αυτό που έχεις κάνει. Να τους το τραγουδήσεις, να τους το παίξεις, να πεις τι σε υποκίνησε να το φτιάξεις. Για αυτό και όταν μπαίνουμε για εγγραφές μου λένε όλοι στο στούντιο “Μαέστρο, το παραμύθι”. Τους αρέσει αυτό, τους ταξιδεύει και αποδίδει. Αν σε έναν μουσικό δώσεις σκέτες νότες, δεν σημαίνει κάτι ιδιαίτερο. Είναι μια ολόκληρη διαδικασία, ιδιαίτερα απαιτητική.
Μετά λοιπόν έρχεται η σιωπή που αποδεικνύεται ιδιαίτερα δημιουργική. Την σιωπή αυτήν την απολαμβάνω, είναι η δύναμή μου. Μου αρέσει η μοναξιά που αποδίδει δημιουργικούς καρπούς. Στη φύση όταν περπατάω, έχω μάθει να ακούω τη μουσική της. Σωπαίνω για να ακούσω τους ήχους της, που είναι χαλαρωτικοί και ξεκούραστοι.
– Στην καριέρα σας οι κριτικές πόσο σας επηρέασαν ή σας καθόρισαν;
Δε με καθόρισαν, όμως με ξάφνιασαν γιατί ήταν καταπληκτικές. Και οι ελληνικές για τις μουσικές στις ταινίες. Έχουν γράψει γενναιόδωρα πράγματα που με έχουν κάνει να δακρύσω. Με την ECM παράγινε αυτό, γιατί οι ξένοι μουσικοκριτικοί έχουν πολλή εμπιστοσύνη στην εταιρεία και αυτά που προσφέρει. Αυτοί που γράφουν στη Γερμανία και στην Αμερική, το κάνουν με ευαισθησία. Είναι σχεδόν ποιητές. Στο TIME ο σπουδαίος κριτικός που μου είχε αφιερώσει μια σελίδα, έγραψε πως “αν ο Όμηρος ζούσε θα έγραφε σαν τη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου”. Στην Ελλάδα πάντως, λιγόστεψαν αυτοί που ακούν και ξέρουν να κρίνουν. Και παλαιότερα θυμάμαι ότι με κατέτασσαν άλλοτε στη συμφωνική μουσική, άλλοτε σύγχρονη, άλλοτε jazz, άλλοτε blues…
– Εσείς σε ποια κατηγορία θα τοποθετούσατε τη μουσική σας;
Τι να πω… Για μένα η μουσική είναι μια. Δε μου αρέσουν οι ετικέτες. Είναι μια μουσική που έχει το ύφος μου, στην οποία έχω συμπεριλάβει και συγχωνεύσει όλη μου τη θητεία στην κλασική μουσική, όλη μου την αγάπη για τη jazz, όλη μου την αναζήτηση για την άγραφη μουσική της Ελλάδας και της Μεσογείου.
Η εταιρεία μου πάντως με έχει κατατάξει στη σειρά που λέγεται New Series. Εκεί βγαίνουν δημιουργοί όπως ο Arvo Part. Σύγχρονη κλασική μουσική δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο.
Όταν όμως γράφω μουσική για μια ταινία, εξαρτάται και το ύφος που θέλει ο σκηνοθέτης. Στο Ταξίδι στα Κύθηρα για παράδειγμα, ο Αγγελόπουλος ήθελε κάτι αυστηρά λαϊκό. Μετά, στο Μετέωρο βήμα του πελαργού, ήθελε ένα πάρα πολύ ερωτικό τραγούδι και το είχε. Το είπε η Αλεξίου. “Πανσέληνος ο έρωτας βουρλίζει το κορμί μου”. Αλλά και πώς το ερμήνευσε η θεά… Όλα αυτά είναι όμως εκτός της ECM. Ας κάνω τις τρέλες μου κι εγώ.
– Πώς τελικά συνταιριάξατε μέσα σας, αλλά και στις δημιουργίες σας και το δυτικό στοιχείο, αλλά και το ανατολίτικο;
Κατά λάθος (γέλια). Δεν το έκανα επίτηδες. Πώς να μην το συνταιριάξω; Σπούδασα τόσα χρόνια κλασική μουσική. Το τελευταίο έργο που μελέτησα ήταν το κονσέρτο του Σούμαν. Έχω ποτιστεί με το είδος από μικρό παιδί.
Από εκεί και πέρα, βγαίνει από μόνο του. Η μουσική ξεκινά από ένα εσωτερικό τραγούδι. Αρχίζει μια μελωδία. Όταν έρθει και σου καρφωθεί στο κεφάλι, το γράφεις και σου γεννιούνται χρώματα, που παίρνουν μεγάλες διαστάσεις.
– Αφήνετε την κοινωνικοπολιτική επικαιρότητα να σας επηρεάζει;
Έχω δικλείδες ασφαλείας. Και είμαι πιο ώριμη πια. Έχουν δει πολλά τα ματάκια μου και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έζησα το Μάιο του ’68 αλλά όσο περνά ο χρόνος πιστεύω δυστυχώς ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Γίνονται ακριβώς τα ίδια λάθη και χάνεις την εμπιστοσύνη και την αισιοδοξία σου. Είμαι θετικό και αισιόδοξο άτομο, αλλά διαπιστώνεις ότι ο κόσμος δεν θυμάται. Δεν είναι τρομακτικό ότι στις εκλογές αυτές τα παιδιά από 17 έως 24 ετών που ψήφισαν, έδωσαν ένα μεγάλο ποσοστό στη Χρυσή Αυγή; Φταίει η οικογένεια, η έλλειψη παιδείας, τι φταίει; Είναι τραγικό. Αυτό το πράγμα καίει κάθε οικογένεια ελληνική.
– Και η τέχνη τι ρόλο παίζει σε αυτό;
Η τέχνη δε σώζει τον κόσμο. Όταν ήμασταν νέοι μας πιπίλαγαν το μυαλό πως η τέχνη σώζει. Για μένα η τέχνη είναι παρηγοριά ψυχής. Η ποίηση, η μουσική, η ζωγραφική είναι κάτι που ομορφαίνει τη ζωή μας και μας δίνει μια διάσταση του μη πεπερασμένου. Μια διάσταση αιωνιότητας. Κι αυτό το έχουμε ανάγκη. Αλλά δε μπορεί να πει κανείς ότι διαμορφώνει συνειδήσεις ή ότι αλλάζει τις κοινωνίες.
– Από που αντλείτε χαρά στην καθημερινότητα;
Από την ποίηση, από τις βόλτες μου, από τη θάλασσα. Μα πάνω από όλα, από την οικογένεια. Είμαστε τυχεροί όσοι είμαστε καλλιτέχνες γιατί η ζωή μας έχει πολλά χρώματα και ομορφιές, αλλά η πραγματική ευτυχία μας είναι η οικογένεια, οι φίλοι και γενικώς τα πρόσωπα που αγαπάμε.
Διαβάστε επίσης:
Όλοι ελεύθεροι σαν τα πουλιά: Η κορυφαία Ελένη Καραΐνδρου στο Ηρώδειο