Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου συντελείται μια «φωτογραφική επανάσταση»: η μετάβαση από το εσώκλειστο περιβάλλον του εργαστηρίου και τις στυλιζαρισμένες πόζες στον υπαίθριο αστικό και αγροτικό χώρο και την απεικόνισή του. Το μαγικό κουτί – η φωτογραφική μηχανή – σαγηνεύει την Έλλη Παπαδημητρίου, η οποία μαθαίνει την τέχνη ήδη από τα φοιτητικά της χρόνια στην Αγγλία.
Λίγο αργότερα, μετά το 1922, εγκατεστημένη πλέον στην Αθήνα, εντάσσεται σε μια νεανική συντροφιά που πειραματίζεται με τη φωτογραφία. Οι περισσότεροι προέρχονται από τον εκτός συνόρων ελληνισμό και φέρνουν έναν άνεμο ελευθερίας με την τέχνη τους – ο καθένας στον τομέα του. Ανήκουν στην πρωτοπορία: Ανδρέας Εμπειρίκος, Άρης Κωνσταντινίδης, Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Τσαρούχης, Μάτση Χατζηλαζάρου – και άλλοι. Ενόσω στη δημόσια σφαίρα κυριαρχούν οι επαγγελματίες φωτογράφοι [Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη (Nelly’s), Μανώλης Μεγαλοκονόμος, Περικλής Παπαχατζιδάκης, Πέτρος Πουλίδης], οι ταλαντούχοι αυτοί ερασιτέχνες εξασκούν περιθωριακά και χαμηλόφωνα τη φωτογραφική τέχνη δίχως να εκθέτουν, να δημοσιεύουν ή να γνωστοποιούν τη δουλειά τους. Παρόλα αυτά, η ενασχόλησή τους με τη φωτογραφία πηγάζει από μια βαθιά ανάγκη να προσεγγίσουν τον κόσμο με νέο βλέμμα: δεν πρόκειται για ένα χόμπι του συρμού.
Η σχέση της Έλλης Παπαδημητρίου με τη φωτογραφία ξεπηδάει από τον έρωτα για τη ζωγραφική. Ως στέλεχος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) και συνεργάτης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ), εξοπλισμένη με σύγχρονες μηχανές ακολουθεί τους εκπατρισμένους και τους γηγενείς στους χερσαίους και παραθαλάσσιους οικισμούς. Γυρεύοντας μια γλώσσα να εκφραστεί, συγκροτεί από αυτοψία μια νέα πατριδογνωσία. Μέσα από τον φακό, συντάσσει το αλφαβητάρι της παλαιάς αλλά και σύγχρονης Ελλάδας. Η κατάκτηση του χώρου επιτελείται με εργαλείο «τη δική της Kodak».
Μακριά και πέρα από την όποια φολκλορική γραφικότητα, η Παπαδημητρίου απαθανατίζει αρχικά την αγροτοποιμενική Ελλάδα, διατηρώντας κριτική απόσταση. Πνεύμα αντιρρητικό, φρόνημα ανατρεπτικό, απορρίπτοντας τον νόθο εξωτισμό, λειτουργεί όχι ως φυσιολάτρης, αλλά ως ανατόμος. Με την εθνολογική της ματιά επιδιώκει «να αναδείξει σωστά την αδρή ουσία των πραγμάτων».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στη Μεταπολίτευση η Παπαδημητρίου παύει πλέον να φωτογραφίζει. Το 1976 προβαίνει στην πώληση μέρους της φωτογραφικής της περιουσίας στο Μουσείο Μπενάκη. Συγχρόνως, εκδίδει το παλαιό αναξιοποίητο υλικό, εντάσσοντάς το σε νέο ιδεολογικό πλαίσιο. Προτείνει μια επίκαιρη πολιτική και οικολογική σημασιοδότηση του έργου της. Κοινοποιεί για πρώτη φορά την πενηντάχρονη δουλειά της, χωρίζοντας το υλικό θεματικά σε τρείς ενότητες με υπέρτιτλο «Παλιές φωτογραφίες». Κατά σειρά, κυκλοφόρησαν τρία λευκώματα: Ήπειρο-Μακεδονία (εκδ. Ερμής, 1977), Νησιά (εκδ. Κέδρος, 1978) και Αθήνα – Πειραιά – Καισαριανή (εκδ. Ερμής, 1979).
Η παρούσα έκθεση παρουσιάζει από τα τρία αυτά λευκώματα, λήψεις, που τραβήχτηκαν από το 1928 έως την αρχή της δεκαετίας του 1950. Συνιστούν μέρος ενός ευρύτερου συνόλου που δεν έχει ακόμα δει το φως της δημοσιότητας.
Έλλη Παπαδημητρίου
Η Έλλη Παπαδημητρίου γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900 σε οικογένεια εύπορη, φιλοπρόοδη, βενιζελική. Σπούδασε γεωπονική στην Αγγλία με στόχο να αναλάβει τα ηνία της κτηματικής περιουσίας. Όμως, η περιπόθητη επιστροφή στη μικρασιατική κοιτίδα δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ: η τραγωδία του 1922 θα ανατρέψει άρδην τη ζωή της. Η εξειδικευμένη γνώση της θα εφαρμοστεί σε μιαν άλλη γη, στους καταυλισμούς των εκπατρισμένων – στην Ελλάδα.
Στην δεκαετία του 1920 οι ποικίλες δραστηριότητές της έχουν κοινό παρονομαστή το προσφυγικό ζήτημα και τους τρόπους επίλυσής του. Μετέχει στις δραστηριότητες της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ). Για την διαφύλαξη του προσφυγικού θησαυρού της προφορικής μνήμης και της μουσικής παράδοσης συνεργάζεται με τη Μέλπω Μερλιέ στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ) που ιδρύεται το 1930. Επίσης, πρωτοστατεί σε θεσμικές μορφές οργάνωσης όπως οι «Ελληνικές Τέχνες» (1930 -1936) οι οποίες πέρα από το να εξασφαλίσουν τον επιούσιο άρτο στο νεοφερμένο εργατικό δυναμικό, μεριμνούν για την διάδοση του μικρασιατικού πολιτισμού. Έτσι λοιπόν, ο πλούτος που κομίζουν οι εκπατρισμένοι στον χώρο υποδοχής εκκλησιαστικός ή κοσμικός, χρυσοποίκιλτος ή ταπεινός, διασώζεται και εγγράφεται από εκεί και πέρα στην περιουσία του νέου ελληνισμού ως «κτήμα ες αει».
Κατά τη δεκαετία του 1930 η Παπαδημητρίου ριζοσπαστικοποιείται πολιτικά και στρέφεται στην Αριστερά. Από το 1936 συμμετέχει σε αντιδικτατορικές ενέργειες και συλλαμβάνεται από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Με την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη εντάσσεται ενεργά στο ΚΚΕ και παίρνει μέρος στον αντιναζιστικό αγώνα. Μέσα στο ίδιο αντιπολεμικό κλίμα θα συνδεθεί οργανωτικά με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Το 1941 κατά τη γερμανική εισβολή θα καταφύγει στη Μέση Ανατολή όπου εξαιτίας της πολιτικής της δράσης θα υποστεί αλλεπάλληλες διώξεις και εξορίες. (Κάιρο, Ιερουσαλήμ, Ασμάρα). Ωστόσο, μέσα από τα ερείπια θα αναδυθεί ο μεστός ποιητικός της λόγος με το δημιουργικό πάντρεμα πολιτικής και λογοτεχνίας. Δημοσιεύει την «Ανατολή» ( Kάιρο 1942) και την «Απόκριση» (Αθήνα 1946).
Επιστρέφοντας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, με το συγγραφικό της έργο και τις δημόσιες παρεμβάσεις της, θα βρει τη θέση της ως διανοούμενη αναγνωρίσιμη στο χώρο της Αριστεράς. Κορυφαία συμβολή της στα γράμματα παραμένει ο Κοινός Λόγος. Με αφετηρία τη μαθητεία της στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών -την κατεξοχήν δεξαμενή προφορικών μαρτυριών- συγκροτεί το ιστορικό τρίπτυχο του νεοελληνικού 20ου αιώνα: Μικρασία, Κατοχή, Εμφύλιος – σπονδή στην ιστορική αυτογνωσία.
Η Έλλη Παπαδημητρίου, πλήρης ημερών, αφήνει το 1993 την τελευταία της πνοή στην Αθήνα.
Κεντρική φωτογραφία θέματος: Σαρακατσαναίοι, 1928/31, Φωτ. Έλλη Παπαδημητρίου ©Μουσείο Μπενάκη/Φωτογραφικά Αρχεία