Η Odeon παρουσιάζει στις κινηματογραφικές αίθουσες, την ταινία του Άλαν Ρίκμαν, Ένα μικρό χάος, από την Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015.

Ο Άλαν Ρίκμαν («Χάρι Πότερ», «Λογική κι Ευαισθησία») σκηνοθετεί την βραβευμένη με Όσκαρ Κέιτ Ουίνσλετ σε μία δυνατή ερωτική ιστορία εποχής, που  μας ταξιδεύει στις Βερσαλλίες του 17ου αιώνα.

Γαλλία, 1682. Η Σαμπίν Ντε Μπαρά (Κέιτ Ουίνσλετ), μία δυναμική και ταλαντούχα αρχιτέκτονας τοπίου, δέχεται μια αναπάντεχη πρόσκληση: να παρουσιάσει τα δικά της σχέδια για την διαμόρφωση των πολυτελών κήπων του βασιλιά Λουδοβίκου 14ου (Άλαν Ρίκμαν) στις Βερσαλλίες.

Ενώ αρχικά η Σαμπίν αντιπροσωπεύει μια ρηξικέλευθη οπτική, εντελώς αντίθετη στη νοοτροπία του αναγνωρισμένου αρχιτέκτονα τοπίου του Βασιλιά Ήλιου, Αντρέ Λε Νοτρ (Ματίας Σένερτς), εκείνος σιγά-σιγά αναγνωρίζει την αξία του «μικρού χάους» στην μέθοδό της. Όσο ο Λε Νοτρ μαγεύεται από το ελεύθερο, αντισυμβατικό της πνεύμα, τόσο εκείνη αναγνωρίζει σε αυτόν μια αδελφή ψυχή.

Η σύζυγος του Λε Νοτρ αντιλαμβάνεται τα ερωτικά συναισθήματα που αναπτύσσονται ανάμεσα σε εκείνον και την Σαμπίν και προσπαθεί να σαμποτάρει τη σχέση τους, φέρνοντάς τους ακόμη πιο κοντά. Το αμοιβαίο πάθος τους θα μετατραπεί σε μια επικίνδυνη έλξη που είναι αδύνατον να αγνοήσουν…

Ένας μοντέρνος έρωτας

Το «Ένα Μικρό Χάος» διηγείται μια εναλλακτική εκδοχή της ιστορίας πίσω από την δημιουργία του Rockwork Grove, ενός μοναδικού κομματιού των κήπων του εκθαμβωτικού παλατιού των Βερσαλλιών. «Είναι μία ανθρώπινη, και στην πραγματικότητα μοντέρνα, ιστορία», λέει για την ταινία ο σκηνοθέτης της, ο διάσημος κινηματογραφικός και θεατρικός πρωταγωνιστής Άλαν Ρίκμαν, γνωστός για τις ερμηνείες του στη σειρά ταινιών «Χάρι Πότερ», σε δράματα εποχής όπως το «Λογική κι Ευαισθησία» και φυσικά σε ταινίες δράσης όπως το «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει».

Αρχικά, το σενάριο της Άλισον Ντίγκαν έφτασε στο γραφείο του με την πρόταση να υποδυθεί ο Ρίκμαν τον πρωταγωνιστή Αντρέ Λε Νοτρ. Εκείνος, όμως, θαύμασε τις βαθιές γνώσεις της Ντίγκαν για το θέμα, την φρέσκια χρήση της γλώσσας, καθώς και την οξυδερκή ματιά της για τις σχέσεις γυναικών-αντρών, και αυτό-προτάθηκε για την θέση του σκηνοθέτη, την οποία αναλαμβάνει για δεύτερη φορά μετά τον «Επισκέπτη του Χειμώνα».

Πάνω από όλα, τον προσέλκυσε η παράξενη, γοητευτική χημεία του πρωταγωνιστικού του ζευγαριού. Ο Λε Νοτρ είναι ένας διάσημος και αναγνωρισμένος αρχιτέκτονας που αναλαμβάνει την δημιουργία ενός υπαίθριου χώρου για επίσημους χορούς στις Βερσαλλίες. Στρέφεται στην Σαμπίν, μία σχεδιάστρια τοπίων για να του δώσει μια αντισυμβατική ιδέα – το «χάος» του τίτλου- για την αποστολή του. «Παρόλο που οι ιδέες τους για το τι εστί ομορφιά για τον κήπο μοιάζουν αντιφατικές στην αρχή, έπειτα όμως τα μυαλά τους συνδέονται ουσιαστικά και βαθιά. Ο καθένας μπορεί να ακολουθήσει την ιστορία, ακόμη κι αν δεν έχει ιδέα για την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Κοιτούμε την Ιστορία μέσα από ένα δικό μας πρίσμα».

Ο πρωταγωνιστικός ρόλος ανήκε από την πολύ αρχή στην Κέιτ Ουίνσλετ, την οποία ο Ρίκμαν χαρακτηρίζει «ένα φαινόμενο, από όλες τις απόψεις». «Δούλεψα με τον Άλαν όταν ήμουν 19, στη “Λογική κι Ευαισθησία”», θυμάται η Ουίνσλετ, «και είχαμε από τότε κρατήσει επαφή. Η ταινία είναι μια συγκινητική ιστορία αγάπης, με ένα πανέμορφο φόντο. Λάτρεψα την απλότητα της ιστορίας και την φρεσκάδα του χαρακτήρα της Σαμπίν – μιας γυναίκας μποέμ σε μια πολύ αρτηριοσκληρωτική εποχή. Πάντα με ελκύουν χαρακτήρες που νιώθουν κάπως διαφορετικοί από το περιβάλλον τους, που έχουν τους δικούς του κανόνες. Και η Σαμπίν μού τα προσέφερε όλα αυτά».

Όσον αφορά τον συμπρωταγωνιστή της, τα πράγματα δεν ήταν τόσο καθαρά. Το «De Rouille et d’Os» του Ζακ Οντιάρ, όμως, έδωσε στον Ρίκμαν την ευκαιρία να γνωρίσει τον Ματίας Σένερτς. «Η ερμηνεία του ήταν τόσο περίπλοκη, τόσο υπέροχη», εξηγεί ο Ρίκμαν. «Όταν μου τον ανέφεραν, βρήκα την ιδέα εξαιρετική, δεδομένου του ταλέντου του. Και έπειτα στη συνάντησή μας, γνώρισα έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα: έναν ανοιχτό, χαμογελαστό άνδρα». Ο Σένερτς δηλώνει ότι «ήταν τιμή» του ο ρόλος αυτός, τονίζοντας ότι «η ιστορία ήταν κάτι που ένιωθες ότι δημιουργήθηκε με πολλή προσοχή και αγάπη και αφοσίωση».

Για τον ρόλο του Δούκα Φιλίππου, που έχει μείνει στην ιστορία για το κραυγαλέο στιλ και την εξίσου εκκεντρική προσωπικότητά του, επελέγη ο πάντα αξιόπιστος Στάνλεϊ Τούτσι, καλός φίλος του Ρίκμαν και απαραίτητη θετική δύναμη στα γυρίσματα. «Είμαι σίγουρος ότι πρέπει να ήταν κάπως τρομακτικό το ότι ήρθε σε ένα σετ στην Αγγλία, με Άγγλους ηθοποιούς, μιλώντας με αγγλική προφορά, αλλά δεν θα το καταλάβαινες ποτέ από την συμπεριφορά του. Είναι υπέροχο να δουλεύεις μαζί του».

Ο Ρίκμαν ανέλαβε τελικά και έναν ρόλο μπροστά από την κάμερα – αυτόν του Βασιλιά Λουδοβίκου. Ευτυχώς ο ρόλος του δεν διαφοροποιούνταν τόσο πολύ από εκείνον του σκηνοθέτη: «Και ως Λουδοβίκος και ως σκηνοθέτης, έπρεπε να έχω την ίδια επαγρύπνηση!».

Η μεγάλη πίεση του διπλού του ρόλου δεν πέρασε, πάντως, στους συνεργάτες του, αφού, όπως λέει η Ουίνσλετ, τους καθοδήγησε ιδανικά. «Είναι πολύ συγκεκριμένος σαν σκηνοθέτης για το πού θέλει την κάμερα και το πώς πρέπει να είναι όλα εικαστικά. Αυτή η τάξη είναι χρήσιμη γιατί μετά μπορείς να βρεις την ελευθερία στις μικρές αυθόρμητες στιγμές. Είναι φοβερά ευγενικός και σαφής όσον αφορά τις μεθόδους του – δεν κάνει κόλπα, δεν σκηνοθετεί κάποιον με τρόπο υπόγειο, έτσι ώστε να μην καταλαβαίνει ο ηθοποιός του ότι το κάνει. Ενθαρρύνει τον ανοιχτό διάλογο με όλους.»

 

Μια λαμπρή στιγμή της Ιστορίας αναβιώνει στη μεγάλη οθόνη

Χάρη στο πάθος του Λουδοβίκου για τους κήπους και τις φιλοδοξίες του όσον αφορά τον ρόλο τους στην υστεροφημία του, οι σχεδιαστές χώρου και οι κηπουροί απολάμβαναν μια προνομιούχο θέση στην αυλή του και την ανώτατη γαλλική κοινωνία γενικότερα. «Ο Λουδοβίκος είχε τόση δύναμη», σημειώνει ο Ρίκμαν, «που μπορούσε να αποφασίσει να μετακινήσει ολόκληρη την αυλή εκτός του Λούβρου, να χτίσει ένα παλάτι στις Βερσαλλίες και έπειτα να απαιτήσει να δημιουργηθούν εκεί οι σπουδαιότεροι κήποι της ιστορίας – παρά το γεγονός ότι το έδαφος είναι βαλτώδες. Υπάρχει, μάλιστα, μία φοβερά ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια σε όλο αυτό το εντυπωσιακό κατόρθωμα: καθώς υπήρχε πρόβλημα με την ύδρευση του εδάφους, τα διάσημα σιντριβάνια δεν μπορούσαν να λειτουργούν διαρκώς και ταυτόχρονα. Έτσι, όταν ο Βασιλιάς περπατούσε στους κήπους, έπρεπε να είναι ακροβολισμένοι κατά μήκος της βόλτας του αρκετοί υπηρέτες και κηπουροί και να κάνουν σινιάλο για να ανοίξουν τα σιντριβάνια και να διατηρήσουν την ψευδή εντύπωση του Βασιλιά ότι λειτουργούσαν σε μόνιμη βάση!»

Παρόλο που έγινε ενδελεχής έρευνα για την ιστορική περίοδο και τα υπαρκτά πρόσωπα, η βασική διαφοροποίηση του σεναρίου ήταν στην δημιουργία της Σαμπίν, ενός κατά βάση μοντέρνου χαρακτήρα που «αντιμετωπίζει τη ζωή, την τέχνη και τα συναισθήματα σαν να είναι γυναίκα της εποχής μας, με υπερηφάνεια, πόνο, ελπίδες και όνειρα σαν τα δικά μας», τονίζει η Ουίνσλετ.

Αυτές ήταν και οι οδηγίες για όλα τα τμήματα της παραγωγής, που φρόντισαν τα σκηνικά, κοστούμια και κομμώσεις να μοιάζουν σύγχρονα και, κατά συνέπεια, αναγνωρίσιμα. Για τον Ρίκμαν, η πρόκληση δεν ήταν το να βρει ιδέες και ταλαντούχους συνεργάτες, αλλά το να τους παράσχει αρκετά χρήματα για να μπορέσουν να δημιουργήσουν αυτό που τους ζητούσε. «Κάποιος έχει πει ότι το να κάνεις μία ταινία είναι σαν να πηγαίνεις στον πόλεμο. Είχαμε ελάχιστα χρήματα για να κάνουμε την δουλειά μας, έπρεπε απλώς να είμαστε έτοιμοι και ευέλικτοι σε ό, τι κάναμε για να μας είναι αρκετά. Βασίστηκα ολοκληρωτικά στους συνεργάτες μου και σαν σκηνοθέτης χρειάζεσαι γύρω σου ανθρώπους που θα σου πουν την αλήθεια

Καθώς η ταινία δραματοποιεί την προσπάθεια της Σαμπίν να επιβλέψει ένα σχεδόν αδύνατο κατασκευαστικό έργο, ήταν μάλλον ταιριαστό το ότι μία από τις βασικές προκλήσεις του πρότζεκτ ήταν και η ανεύρεση της κατάλληλης τοποθεσίας για τα διαθέσιμα χρήματα. Τα γυρίσματα έγιναν εξ ολοκλήρου στην Βρετανία, σε διάφορες τοποθεσίες που «υποδύθηκαν» στην εντέλεια τους ρόλους των υπερπολυτελών παλατιών του 17ου αιώνα παρά τους πολλούς περιορισμούς σε κινήσεις και φωτισμούς που επέβαλαν στο συνεργείο.

Ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας αποτυπώνεται στα εντυπωσιακά αυτά τοπία και τους υπέροχους κήπους, αλλά και τον τρόπο που τα μεταμορφώνει η φαντασία του πρωταγωνιστικού ζευγαριού. Ο Λε Νοτρ είναι υπέρμαχος της τάξης και της συμμετρίας, άρα ο δικός του κήπος είναι αυστηρός και κάπως μονολιθικός, ενώ αντίθετα, η Σαμπίν είναι καλλιτέχνης, μια δημιουργική ψυχή. Τα δικά της σχέδια είναι πιο ελεύθερα παρά αρχιτεκτονικά, αναδεικνύει περισσότερο τα φυτά παρά τα μεγάλα και αυστηρά σχήματα.

Τα σκηνικά βοήθησαν και τους ίδιους τους ηθοποιούς να «βρουν» τους χαρακτήρες τους. Ο Ματίας Σένερτς εκθείασε το σετ για την συμβολή του στην δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας («Πόσο υπέροχο το να έρχεσαι στο γύρισμα και να βουτάς σε ένα σύμπαν που σε πάει κατευθείαν στο παρελθόν – μέσα σε μια στιγμή είσαι εκεί, αφού η Ιστορία ζει σε κάθε τετραγωνικό εκατοστό!») ενώ η Ουίνσλετ εμπνεύστηκε την Σαμπίν με βάση τα όσα την περιτριγύριζαν. «Η Σαμπίν είναι το σπίτι της, είναι η γη της, η εμφάνισή της. Ο εσωτερικός της κόσμος είναι πολύχρωμος και πλούσιος, όπως και το περιβάλλον της – βασιζόμουν στους σχεδιαστές μας για να τον αποτυπώσουν όπως έπρεπε».

Τα κοστούμια των ρόλων τους είχαν την ίδια βαρύτητα. Η Σαμπίν είναι μια δυνατή γυναίκα που βγάζει τα προς το ζην δουλεύοντας τη γη – και αυτό αντικατοπτρίζεται στις πρακτικές, γουστόζικες και εναλλακτικές επιλογές της στα ρούχα, που την κάνουν να ξεχωρίζει αμέσως ανάμεσα στις υπερβολές των γυναικών της αυλής. Από την άλλη, τα ρούχα που σχεδιάστηκαν για τον Λε Νοτρ του Ματίας Σένερτς ήταν πολύ πιο αναμενόμενες και συνετές επιλογές ενός μυαλού που δεν ασχολείται ιδιαίτερα για να βρει το δικό του ύφος, ούτε όμως συμμερίζεται την ματαιόδοξη ακρότητα της τότε μόδας. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος που ο Λε Νοτρ δεν στολίζεται με τις υπερμεγέθεις περούκες που ήταν τόσο της μόδας την εποχή εκείνη.

Και όλα αυτά αναδεικνύονται ιδανικά μέσα από τη δουλειά της διευθύντριας φωτογραφίας, Έλεν Κούρας, που συνεργάστηκε με την Ουίνσλετ πριν από περίπου δέκα χρόνια στο εξαιρετικό «Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού». «Ο Άλαν είχε μια ξεκάθαρη ιδέα για το πώς ήθελε να μοιάζει και να αναπνέει η ταινία», είπε η Κούρας. «Συζητήσαμε τους μεγάλους πίνακες-ταμπλό και τον νατουραλισμό, και θελήσαμε να προσδώσουμε την ίδια αίσθηση και στην ταινία».

Η συμβολή όλων των καλλιτεχνών, μπροστά και πίσω από την κάμερα, ήταν στην υπηρεσία μιας ιστορίας που εκθειάζει το πάθος και την δημιουργικότητα ως βασικό μοχλό της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως λέει και ο Ματίας Σένερτς: «Ελπίζω η ταινία να ενθαρρύνει τους ανθρώπους να βουτήξουνε μέσα στο πάθος τη στιγμή που το αισθανθούν, ακόμη και όταν φοβούνται. Γιατί τότε αξίζει η ζωή!»

Σκηνοθεσία

Άλαν Ρίκμαν

Σενάριο

Άλισον Ντίγκαν

Άλαν Ρίκμαν

Τζέρεμι Μπροκ

Παραγωγή

Γκέιλ Ίγκαν

Άντρεα Κάλντεργουντ

Μπερτράν Φεβρ

Ηθοποιοί

Κέιτ Ουίνσλετ

Ματίας Σένερτς

Άλαν Ρίκμαν

Έλεν ΜακΡόρι

Στάνλεϊ Τούτσι

Τζένιφερ Ελ

Μοντάζ

Νίκολας Γκάστερ

Φωτογραφία

Έλεν Κούρας

Σκηνικά

Τζέιμς Μέριφιλντ

Διάρκεια

117’

Διανομή

Odeon