Η περίεργη εποχή που διανύουμε, έχει επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την επιλογή των έργων στα ελληνικά θέατρα. Τις περισσότερες φορές, πρόκειται για σύγχρονα κείμενα που πιάνουν τον παλμό των κοινωνικοπολιτικών γεγονότων, ή για πιο παλιά, τα οποία αποδεικνύονται άκρως περιγραφικά και οικεία στο «σήμερα», μέσα από το πρίσμα του «τότε».
Ένα τέτοιο κείμενο είναι και το «Ένας ήρωας με παντόφλες», που αν και φαντάζει παλαιικής υφής, έχει κάποιες σημαντικά επίκαιρες προεκτάσεις, που κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Το δίδυμο Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου, δημιούργησε το 1947, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, μία γλυκόπικρη αιχμηρή κωμωδία, που χωρίς περιττά φτιασιδώματα ή βεβιασμένο χιούμορ, ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό αρκετά γνωρίσματα της κοινωνίας και της επικρατούσας νοοτροπίας, που φτάνουν στις μέρες μας δυστυχώς σχεδόν αναλλοίωτα.
Ο απόστρατος Λάμπρος Δεκαβάλλας, που πολέμησε με γενναιότητα και αγνή αγάπη για την πατρίδα, ζει πλέον φτωχικά με τη σύζυγο και την μοναχοκόρη τους, προσπαθώντας να τα βγάλουν πέρα με την τιμητική σύνταξη που του έδωσε το κράτος. Η ήρεμη καθημερινότητα θα αναταραχθεί όταν θυμηθεί την ύπαρξή του ο κρατικοδίαιτος ξάδερφός του, που του ανακοινώνει με περηφάνια πως θα στηθεί άγαλμα έξω από το σπίτι για να υμνηθεί η προσφορά του στον αγώνα. Δεν θα αργήσει όμως να ανακαλύψει την κομπίνα που έχει στηθεί εις βάρος του ονόματός του καθώς και την εξαπάτηση της αγαπημένης του κόρης από τον ίδιο της τον αρραβωνιαστικό. Με πληγωμένο εγωισμό, μα πάντα πιστός στις αρχές του, θα συνεχίσει να πορεύεται όσο δυναμικά μπορεί, αποτελώντας το στήριγμα της οικογένειάς του.
Η κοινωνικοπολιτική σάτιρα, πηγαία, καλοστημένη, στηρίζεται στους χαρακτήρες-τύπους, που ενώ φαινομενικά αντιμετωπίζουν με χιούμορ τις όποιες ασχήμιες, πίσω από τα λόγια, καθρεφτίζονται η απογοήτευση και η πίκρα. Η άρνηση του ήρωα να παραδώσει το σπαθί του, καθώς και οι οικονομικές θυσίες για την υγεία της κόρης του, παραπέμπουν σε μια προσωπική μάχη που πρέπει να δίνεται χωρίς μεσάζοντες.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Γιάννης Μπέζος σκηνοθετεί και ερμηνεύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η σκηνοθετική οπτική του είναι προβλέψιμη, ωστόσο ευθύβολη, γρήγορη και ευχάριστη. Θετικό το γεγονός ότι δεν πλατειάζει, ούτε φορτώθηκε με ευρήματα για να κερδίσει εντυπώσεις, παρά έμεινε πιστή στην απλότητα και την δυναμική του κειμένου. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιώργου Πάτσα είναι τυπικά, με ατμόσφαιρα εποχής, χωρίς πρωτοτυπίες.
Ο Γιάννης Μπέζος, στήνει τον Δεκαβάλλα, με τις γνωστές κωμικές του φόρμες, που τον έκαναν αγαπητό στο κοινό, όμως αποτελούν ευχάριστες ερμηνευτικές στιγμές οι δραματικές του εξάρσεις, κάτι που δημιουργεί αναμονή για την ενσάρκωση ενός πιο τραγικού ήρωα στο μέλλον. Η Δάφνη Λαμπρόγιαννη, πλάθει εύστοχα και με απλότητα το ρόλο της υπομονετικής, μα κατά βάθος πικραμένης συζύγου. Καλοί και ευχάριστοι, χωρίς εκπλήξεις οι Τάσος Γιαννόπουλος, Κώστας Φλωκατούλας και Δημήτρης Κανέλλος. Οι Αμαλία Νίνου και Αλμπέρτο Φαίς ερμήνευσαν ήπια τους ρόλους τους, ενώ κάπως αμήχανες, αν και με καλές προθέσεις ήταν η Ντένια Στασινοπούλου και η Ελένη Τσιμπρικίδου. Σπιρτόζος ο Δημήτρης Λιόλιος στο διπλό ρόλο του γιατρού και του παλιατζή.
Ο «Ήρωας» του Βρετάνια, αν και φέρει σημάδια της εποχής που δημιουργήθηκε, καταφέρνει να ξεπεράσει το χρονικό σκόπελο και να αποδώσει το γενικό πνεύμα μιας κοινωνίας που βάλλεται από πονηριά και εγωπάθεια, ενώ δικαιώνει έστω αργά, όποιον αντέχει και συνεχίζει παρά τις αντιξοότητες.